Θανάσης Διαμαντόπουλος: Οι άγριες μέρες του 1922
Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος με το νέο του βιβλίο για τη «Δίκη των Εξι» προσφέρει ένα εργαλείο για την ιστορία και όσους έχουν τη δεκτικότητα να διδάσκονται από αυτήν
Το κατηγορητήριο ήταν σαθρό και κανιβαλικό, το περιρρέον κλίμα κοχλάζον. Οι ηθικές και πολιτικές ευθύνες που ήταν τεράστιες, μετασχηματίστηκαν σε ποινικές και ξεπλύθηκαν με μια εκκωφαντική εκτέλεση. Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος μας μυεί στο κλίμα των ημερών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή στη συζήτηση που ακολουθεί.
Δηλώσατε ότι για το έργο σας αυτό χρειάστηκε να κάνετε περισσότερη έρευνα από κάθε άλλο προηγούμενο. Δηλαδή, πόση έρευνα χρειάστηκε;
Το έργο αυτό ήταν στην τομή πολλών παραμέτρων. Της διεθνούς πολιτικής, της ελληνικής εσωτερικής πολιτικής, της στρατιωτικής ιστορίας και των στρατιωτικών διαιρέσεων. Επρεπε να δει κανείς όλες αυτές τις πτυχές, να διαβάσει τα απομνημονεύματα όλων των εμπλεκόμενων στρατιωτικών ή πολιτικών παραγόντων της περιόδου, διεθνών παραγόντων, πρέσβεων, πολιτικών που είχαν ρόλο στον διχασμό, να εξετάσει κοινωνικά δεδομένα, δεδομένα ψήφου, ακόμα ακόμα και στοιχεία που προϋπήρξαν του διχασμού, ακόμα και της περιόδου προ των βαλκανικών πολέμων που δημιούργησαν έναν ανταγωνισμό μεταξύ Κωνσταντίνου και Βενιζέλου.
Για να σκεφτείτε: Πριν ακόμα ο Κωνσταντίνος γίνει βασιλιάς και γίνει ο άτυπος ηγέτης της λεγόμενης Κωνσταντινικής ή Βασιλικής παρατάξεως, στις 5 Μαρτίου 1912, μια φιλοβενιζελική εφημερίδα, με εκδότη τον Σπύρο Σίμου, η «Πατρίς», έγραφε:
«Τα παλαιά κόμματα είναι εχθρός της Ελλάδος. Ο καταψηφίζων τον παλαιοκομματισμόν, φονεύει μικρόβιον του εθνικού μαρασμού, εξοντώνει παράσιτον του ελληνικού οργανισμού. Ο παλαιοκομματισμός αντιπροσωπεύει επιδημίαν, πανώλην, χολέραν. Η απολύμανσις μέλλει να διενεργηθεί δια της ψήφου. Η ψήφος είναι ό,τι δια τους υπονόμους το φονικόν οξύ, ό,τι το πετρέλαιον δια τους αρουραίους, ό,τι η πυρκαγιά δια τας ακρίδας, ό,τι ο ασβέστης δια τους χολεριασμένους».
Καταλαβαίνετε ότι έπρεπε να ανατρέξει κανείς δεκαετίες πριν τη Δίκη των Εξι για να βρει όλο το υπόστρωμα. Οπως επίσης μια δεκαετία πίσω πηγαίνει ο λόγος του τεραστίου μίσους του στρατηγού Πάγκαλου για τον άτυχο αντιστράτηγο Χατζηανέστη, ο οποίος το 191 είχε ζητήσει την παραπομπή του Παγκάλου ως εγκληματία πολέμου για πράξεις του κατά τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο, κυρίως για συγκάλυψη μαζικών βιασμών μουσουλμανίδων από Ελληνες στρατιώτες και ακόμα περισσότερο για την μαζική εκτέλεση των τουρκαλβανίδων ενός χωριού. Δεν αρκούσε δηλαδή η εστίαση στα πρακτικά της Δίκης των Εξη και στα περί αυτήν, αλλά η μελέτη δεδομένων σε ιστορικό βάθος και σε διεθνοπολιτικό πλάτος, που απαιτούσε αρκετό μόχθο.
Πώς ερμηνεύετε κοινωνιολογικά ή πολιτικά αυτό το μίσος που αναπτύχθηκε ανάμεσα στις πτέρυγες;
Ο Βενιζελισμός από την πρώτη στιγμή εμφανίστηκε ως εχθρός της παραδοσιακής, της αγροτικής Ελλάδας. Αν θέλετε την κοινωνιολογία της ψήφου, ας ληφθεί υπ’ όψιν ότι στις πιο χαρακτηριστικές προ της Μικρασιατικής Καταστροφής και της μαζικής έλευσης των προσφύγων εκλογές, της άνοιξης του 1915, ο Βενιζελισμός ψηφίστηκε μαζικά από τη νησιώτικη και παράκτια Ελλάδα, την Ελλάδα του εμπορίου και της ναυτιλίας, την ανοιχτή και εξωστρεφή, ενώ ο Κωνσταντινισμός από την ενδοστρεφή, την αγροτική Ελλάδα. Αυτό είχε ένα κοινωνικό υπόστρωμα. Οι Βενιζελικοί ήταν σε πολύ μικρότερο ποσοστό απόγονοι του παλαιού κοτζαμπασισμού, ενώ οι Κωνσταντινικοί ήταν απ’ ευθείας απόγονοι της παραδοσιακής πολιτικής ολιγαρχίας. Στην Ελλάδα η ολιγαρχία ήταν πρωτίστως πολιτική και δευτερευόντως οικονομική, διότι στην μετααπελευθερωτική Ελλάδα δεν υπήρχαν αστικές οικονομικές δραστηριότητες επαρκείς για να οικοδομηθεί μια ηγετική τάξη επί οικονομικών μεγεθών αλλά μόνον επί του ελέγχου του κράτους. Ολα αυτά επέδρασαν, συν οι προσωπικότητες των δύο βασικών πρωταγωνιστών, συν το κλίμα της εποχής τους και οι ενέργειες των δύο παρατάξεων, οι οποίες δικαιολογούσαν να βλέπει η μία την άλλη ως προδοτική. Επίσης σημειώθηκε ο ναυτικός αποκλεισμός του κράτους των Αθηνών που προκάλεσε σιτοδεία και τα παιδιά έλεγαν «μας πήραν οι Αγγλογάλλοι το ψωμί».
Μιλάμε για το 1917.
Οι πρώτοι μαζικοί θάνατοι από πείνα στην Ελλάδα δεν έγιναν τον χειμώνα του 1941, αλλά το 1916-17. Από την άλλη πλευρά επέδρασε η παράδοση του Ρούπελ από τους γερμανοαυστριακούς στους Βουλγάρους και μια σειρά από άλλες λεπτομέρειες, οι επιστολές του Κωνσταντίνου προς τον Κάιζερ ή οι ενέργειες του Βενιζέλου προς τους ηγέτες της Αντάντ, έστω και αν εγένοντο καλοπροαίρετα, διότι οι δύο ηγέτες ήταν απόλυτα πεπεισμένοι ότι το εθνικό συμφέρον υπηρετείτο με την ταύτιση με το ένα ή το άλλο στρατόπεδο των εμπολέμων. Ομως η αντίπαλη παράταξη τα εκλάμβανε αυτά ως πράξεις εθνικής προδοσίας.
Μήπως στην Ελλάδα εκείνης της εποχής ήταν διάχυτη η επιρροή της θρησκευτικής κουλτούρας, σύμφωνα με την οποία το Καλό δαιμονοποιεί την αντίπαλη πλευρά ως Απόλυτο Κακό;
Κατά σύμπτωση, το άρθρο του Σίμου που σας διάβαζα, τελειώνει με τη φράση: «Ο Βενιζελισμός δεν είναι εκλογικός ενθουσιασμός, είναι θρησκευτικός φανατισμός. Η ανόρθωση είναι χριστιανισμός. Ο παλαιοκομματισμός είναι ειδωλολατρεία». Αυτό εμπεριέχει απάντηση στην ερώτησή σας.
Πάμε τώρα στην Δίκη. Αυτή γίνεται υπό το κράτος της αγανάκτησης που έχει το ξεσηκωμένο στράτευμα ή υπάρχει σάλος συνολικά στην ελληνική κοινωνία;
Οι βασικοί επισπεύδοντες είναι αφενός μεν οι εκφράζοντες τον ένστολο βραχίονα του Βενιζελισμού, που θεωρούσαν ότι κατά την περίοδο 1920-22 είχαν αδικηθεί στις διοικήσεις και καταλόγιζαν αδεξιότητα στους στρατιωτικούς χειρισμούς, αφετέρου το προσφυγικό στοιχείο.
Οσον αφορά τους στρατιωτικούς χειρισμούς, υπάρχει ένα παράδοξο . Τα περισσότερα, αν όχι όλα, από όσα καταλογίζονται στους στρατιωτικούς χειρισμούς δεν αφορούσαν τον δικαζόμενο και καταδικασθέντα αρχιστράτηγο Χατζηανέστη, ο οποίος είχε αναλάβει τους τελευταίους 2,5 μήνες, αλλά κυρίως τον προκάτοχό του Αναστάσιο Παπούλα, ο οποίος άλλαξε στρατόπεδο και πήγε μάρτυρας κατηγορίας. Αυτός ήταν που είχε αντικαταστήσει, κατά το κατηγορητήριο, τους εμπειροπόλεμους Βενιζελικούς στρατιωτικούς από τους απόλεμους Κωνσταντινικούς.
Μελετώντας τα στοιχεία και όσα διαμείφθηκαν στη Δίκη εντοπίσατε στοιχεία που να σηματοδοτούν ηθική, πολιτική ή και ποινική ευθύνη;
Πολιτική ευθύνη τεράστια. Υπό μία έννοια και ηθική λόγω της πολιτικής δειλίας των κυβερνώντων. Υπήρξαν στιγμές, επανειλημμένα από το 1921, όπου οι σύμμαχοί μας προσφέρθηκαν να διαμεσολαβήσουν συμβιβαστικά ανάμεσα στο ελληνικό κράτος και στον Κεμάλ. Η κυβέρνηση απέρριψε αυτή τη διαμεσολάβηση, φοβούμενη πρωτίστως το πολιτικό κόστος, μήπως θεωρηθούν ήσσονες και όχι κρείσσονες του Βενιζέλου, γι’ αυτό άλλωστε πολλαπλασίασαν τις στρατιωτικές δυνάμεις- από 80.000 επί Βενιζέλου έφθασαν 200.000 επί του πατριώτη σας, του Γούναρη- αλλά υπάρχει ένα ελαφρυντικό. Αυτό δεν το έκανε μόνο η κυβέρνηση, το έκανε ομοψήφως, ομοφώνως η Ελληνική Βουλή, υπήρχε αμφοτέρωθεν μια πλειοδοσία στον μαξιμαλισμό. Μάλιστα το ψήφισμα που ομοφώνως ενέκρινε η Ελληνική Βουλή χαρακτήριζε τη Συνθήκη των Σεβρών ως το ελάχιστο των εθνικών δικαίων και αποφάσιζε την απόρριψη της διαμεσολαβητικής προσπάθειας των συμμάχων. Ο μόνος που διαφοροποιείτο εκείνη την εποχή, κόντρα και στο κόμμα του, ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος από το εξωτερικό. Ο οποίος είχε συνείδηση της αλλαγής των διεθνοπολιτικών δεδομένων, διαφυλάσσοντας τη δική του υστεροφημία και αρνούμενος τα δικά του λάθη. Δεν έπεισε μήτε το κόμμα του, με αποτέλεσμα η «Καθημερινή», ανεπίσημο όργανο του αντιβενιζελικού κόμματος, να αντιδιαστέλλει ανάμεσα στον υπεύθυνο πατριωτισμού του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του Φιλελεύθερου κόμματος, τον στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή, και τη μειοδοσία του ηττοπαθούς Βενιζέλου.
Ηθική μομφή υπάρχει πρωτίστως στη σύνταξη του κατηγορητηρίου και τη δίκη όπου έφτασαν στο απίστευτο σημείο κανιβαλισμού να κατηγορούνται οι οκτώ κατηγορούμενοι (η Δίκη των 6 ήταν Δίκη των 8, αλλά δύο δεν καταδικάστηκαν σε θάνατο αλλά σε ισόβια δεσμά) για πράξεις ή παραλείψεις της πρώτης αντιβενιζελικής κυβέρνησης του Δημητρίου Ράλλη, που δεν ανέβαλε, παρά την παρέμβαση των Συμμάχων, το δημοψήφισμα για την παλινόρθωση του Βασιλέως Κωνσταντίνου, στην οποία όμως κυβέρνηση Ράλλη, οι 7 από τους 8 δεν ήσαν υπουργοί. Με βάση ένα απίστευτο σκεπτικό του κατηγορητηρίου που συνέταξε υπό τον Πάγκαλο τριμελούς επιτροπής και το διατύπωσε οσυνταγματάρχης Καλογεράς, οι 8 υπόδικοι ευθύνονταν αναδρομικά για ευθύνες της κυβέρνησης στην οποία δεν μετείχαν
Χρεώθηκαν μια πολιτική ευθύνη και την πλήρωσαν με το αίμα τους.
Ακριβώς. Ηταν τόσο μεγάλα τα λάθη, τόση πολιτική δειλία που θα μπορούσε κανείς να ανιχνεύσει στοιχεία ευρύτερης ευθύνης, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να θεμελιώσει το εξωφρενικό στοιχείο του κατηγορητηρίου στο οποίο δομήθηκε η κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, ότι «εκουσίως και εκ προθέσεως»- Ελληνες κυβερνήτες και ο εθνικός αρχιστράτηγος- υποστήριξαν την εισβολή του τουρκικού εθνικιστικού στρατού στην επικράτεια του ελληνικού βασιλείου. Πέραν του παραλογισμού ότι η Σμύρνη ήταν έδαφος, κατ’ εντολή της Κοινωνίας των Εθνών, κατεχόμενο και όχι ελληνική επικράτεια.
Πολιτική, ηθική ευθύνη, στην άλλη πλευρά δεν μπορεί να καταλογιστεί; Δεν θα το περιμέναμε από εκείνο το δικαστήριο, βέβαια, αλλά κάνοντας μια ιστορική αποτίμηση.
Πολιτική και ηθική ευθύνη υπάρχει και στη σύνταξη του κατηγορητηρίου, και στις διατυπώσεις του, όπου ρόλο έπαιξε ως άτυπος συμβουλάτορας του Πάγκαλου και ο Γεώργιος Παπανδρέου. Το οποίο είχε και απίστευτους υβριστικούς χαρακτηρισμούς, μιλούσε για διεστραμμένη φύση των κατηγορουμένων κ.λπ.
Αλλά πάμε πιο πίσω, όπου βρίσκουμε μια αφροσύνη, έναν τυχοδιωκτισμό και του Βενιζέλου, όταν το 1919 ανέλαβε το εγχείρημα. Βεβαίως το ανέλαβε με πολύ καλύτερους διεθνοπολιτικούς όρους, που στη συνέχεια επιδεινώθηκαν. Αλλά και τότε που το ανέλαβε, οι ΗΠΑ ήταν αμφίθυμες, η Ιταλία ολοσχερώς αρνητική, η Γαλλία ήδη αμφιταλαντευόταν, δε Βενιζέλος παρενόησε ή βουλησιακά ταύτισε τη στήριξη του Λόιντ Τζορτζ ως στήριξη ολόκληρου του βρετανικού πολιτικού και στρατιωτικού κατεστημένου κάτι που σε καμία περίπτωση δεν ίσχυε. Υπήρχαν και εκεί φωνές, συμφέροντα και κέντρα, κατά της επέκτασης της Ελλάδας στη Μικρά Ασία. Αρα πολιτική ευθύνη υπήρξε και στον μαξιμαλισμό του Βενιζέλου, στη βούλησή του να συνομιλεί με την ιστορία και να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό που εν τέλει χρησιμοποίησε η εγγονή του Λόιντ Τζορτζ στο βιβλίο της, για τους Ειρηνοποιούς στο Παρίσι, 1916-1919, που τον αποκάλεσε μεγαλύτερο Ελληνα πολιτικό σινς Περίκλες, μετά τον Περικλή.
Οταν ο πρόεδρος Οθωναίος του στρατοδικείου καταδικάζει τους έξι σε θάνατο, αποσκοπεί στις εκτελέσεις;
Οχι απλώς αποσκοπεί. Οταν το 1935,στην οιονεί αντεκδίκηση των γεγονότων του 1922, ο βασιλόφρων πτέραρχος Ρέπας, καταδίκασε σε θάνατο δύο μάρτυρες της δίκης του ’22, τον κατ’ εξοχήν υπεύθυνο στρατηγό Παπούλα και τον στρατηγό Κοιμίση, προσπάθησε ο ίδιος να αποτρέψει την εκτέλεση των ποινών, αλλά η πίεση του Κονδύλη ήταν τέτοια που δεν του το επέτρεψε. Αντιθέτως, ο Οθωναίος πίεζε τα μέλη του δικαστηρίου για επιβολή στρατιωτικών ποινών, και του παρασκηνίου ο Πάγκαλος, υπήρχε ισχυρή μειοψηφία που ήθελε να εκτελεστούν και οι οκτώ. Ενας από τη μειοψηφία ήταν ο λοχαγός Βύρων Καραπαναγιώτης, πρόγονος των γνωστών δημοσιογράφων, τον οποίο αργότερα ο Βενιζέλος έκανε και υπουργό του, οξύνοντας το κλίμα. Το πιο χαρακτηριστικό ήταν ότι ο Οθωναίος όχι απλώς είχε διασφαλίσει από τον Πλαστήρα ότι θα εκτελεστεί η ποινή, αλλά έχω στο βιβλίο μου ένα συγκλονιστικό ιδιόγραφο ντοκουμέντο του Οθωναίου, δεκαετίες ολόκληρες μετά, που έλεγε ότι έπρεπε να εκτελεστούν όχι οι Εξι, αλλά χίλιοι έξι και χίλιες φορές ο καθένας τους.
Τον καιρό εκείνο πάντως, η ιδέα της φυσικής εξόντωσης του αντιπάλου δεν ήταν σπάνια στην Ελλάδα, στη Βαλκάνια και ίσως και την λοιπή Ευρώπη κατά το παρελθόν.
Πολύ σωστά. Στα Βαλκάνια είχαν σημειωθεί πολλές εκτελέσεις. Η Βουλγαρία τάχθηκε με την πλευρά των Γερμανοαυστριακών. Ο μόνος που είχε εναντιωθεί ήταν ο Σταμπολίσκι. Μετά τον πόλεμο, του ανέθεσαν την πρωθυπουργία, θεωρώντας ότι ήταν ο πλέον κατάλληλος απέναντι στους νικητές του πολέμου. Δεν μπόρεσε όμως να πετύχει διέξοδο προς το Αιγαίο, λόγω εναντίωσης του Βενιζέλου, και τον απήγαγαν οι εθνικιστές επειδή αναγκάστηκε να υπογράψει τη συνθήκη του Νεϊγί, και τον σκότωσαν με 60 μαχαιριές, αφού προηγουμένως του απέκοψαν το χέρι με το οποίο είχε υπογράψει.
Ευρύτερα στον μεσοπόλεμο υπήρχε η κουλτούρα αυτή. Υπάρχει ένα ακόμα πιο συγκλονιστικό γεγονός το οποίο αποκαλύπτει ο αντιβενιζελικός Γεώργιος Πεσμαζόγλου. Οταν το 1915, ο Κωνσταντίνος απέπεμψε τον Βενιζέλο, πήγε ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, που λειτουργούσε ως παραταξιάρχης, στο σπίτι του Ιωάννη Μεταξά, όπου συνεδρίαζαν οι μεγάλες κεφαλές του αντιβενιζελισμού. Οταν τους είπε ότι επιτέλους σας απήλλαξα από τον Βενιζέλο. Και του απάντησε ο Μεταξάς: Οπως έγιναν τα πράγματα, Μεγαλειότατε, δύο λύσεις υπάρχουν. Να παραδοθεί η εξουσία στον Βενιζέλο (είχε πεποίθηση ότι στις εκλογές θα επικρατούσε) ή να εκλείψει ο Βενιζέλος.
Το 1922 υπό το κράτος της οδυνηρής ήττας γίνεται ουσιαστικά μια επανάσταση. Μέχρι ποιου σημείου η επανάσταση αυτή μπορεί να δημιουργήσει δίκαιο το οποίο να νομιμοποιεί ακόμα και την εξόντωση του αντιπάλου;
Κατά επιστημονική κυριολεξία, το 1922 δεν υπήρξε επανάσταση, η οποία προϋποθέτει ευρεία λαϊκή συμμετοχή, αλλά μια εξέγερση ενός μέρους του στρατιωτικού στοιχείου, του βραχίονα της Βενιζελικής παράταξης. Γενικά στο δημόσιο δίκαιο και την πολιτειολογία θεωρείται ότι ένα καθεστώς μπορεί να δημιουργεί δίκαιο, όχι όμως με την έννοια της δικαιότητας, αλλά με την έννοια των νομικά εκτελεστέων πράξεων. Δημιουργείται μια νέα νομιμότητα.
Εν κατακλείδι. Με την εμπειρία των ημερών της Αγανάκτησης του 2011 και όσων ζήσαμε, η τραγωδία του 1922 μας δίδαξε;
Η δημόσια ζωή, η πολιτική ζωή, είναι ένα αναζωπυρούμενο δράμα. Η Ιστορία δεν διδάσκει τίποτα. Η εμπειρία του αμερικανικού εμφυλίου δεν απέτρεψε την εισβολή των ένοπλων οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο. Η εμπειρία της Γαλλικής κομμούνας και του αίματος που χύθηκε δεν απέτρεψε τη βιαιότητα του κινήματος των κίτρινων γιλέκων με την αφορμή ενός οικολογικού φόρου. Η μνήμη των λαών είναι βραχεία, η παρόρμηση είναι πολύ έντονη. Οι λαοί δεν έχουν επαρκή ιστοριομάθεια. Η μάζα είναι πνευματικά ανήλικο υποκείμενο, είναι πολύ πιο ανήλικο από το σύνολο των ατόμων που τη συγκροτούν. Υπάρχει και ο μιμητισμός προς την εξαλλοσύνη. Δεν μας δίδαξε καν η εμπειρία της δεκαετίας του ’40.
Σας απασχόλησε στο βιβλίο ο ρόλος του Βενιζέλου στην εκτέλεση. Πέρα από το ερώτημα αν μπορούσε ή δεν μπορούσε να την αποτρέψει, υπάρχει το ερώτημα εάν την ενέκρινε ή την αποδέχθηκε.
Ασυζητητί μπορούσε. Δεν ήθελε να την αποτρέψει. Εστειλε ένα τηλεγράφημα, τυπικά, το οποίο αναγνωρίζεται ότι φρόντισε να φτάσει μετά την εκτέλεση, για να είναι καλυμμένος έναντι των συμμάχων.
Μια δεκαετία μετά, εκμυστηρευόταν προς όλες τις κατευθύνσεις, ακόμα και στις προσωπική του φίλη Πηνελόπη Δέλτα ότι έπρεπε να χυθεί αίμα, να υπάρξουν εκτελέσεις, για να υπάρξει κατευνασμός, αλλά δεν χρειαζόταν να εκτελεστούν έξι, αρκούσαν δύο, ο Γούναρης ως βασικός πολιτικός υπεύθυνος, και ο Χατζηανέστης, κυρίως γιατί μετέφερε μια μεραρχία από τη Μικρά Ασία στη Θράκη, αλλά και αν ακόμα δεν είχε ευθύνες, επειδή έτυχε να σκάσει η ατυχία στη βάρδια του.
Επίσης, υπάρχει μια μαρτυρία του Ρέπουλη, αντιπροέδρου της κυβέρνησης, ότι προσπάθησε να τον πείσει να παρέμβει αποφασιστικά υπέρ της αποτροπής και ο Βενιζέλος του απάντησε: «Αν κάνω αυτό που μου ζητάς, αγαπητέ Μανώλη, θα με εγκαταλείψουν και των φίλων μου οι πιστότεροι. Δεν θα αυτοκτονήσω εγώ για να σωθεί ο Γούναρης»
Εχουμε την εξόντωση της ηγεσίας μιας ολόκληρης παράταξης. Αυτό, πως επηρέασε πολιτικά τον δημόσιο βίο;
Καταλυτικά. Το πιο χαρακτηριστικό είναι ότι όλες οι εξάρσεις, όλες οι αναβιώσεις, όλες οι επανα-αναφλέξεις του εθνικού διχασμού στον Μεσοπόλεμο συναρτώνταν με τη Δίκη των Εξι. Παράδειγμα, η εκλογή του Γονατά ως γερουσιαστή, η υπουργοποίηση του πρωτοδίκη Καραπαναγιώτη, η προαγωγή στη θέση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου του μόνου επαγγελματία δικαστή της έδρας σε εκείνη τη δίκη. Οπως επίσης μετά το άθλιο και εγκληματικό Βενιζελικό πραξικόπημα του 1935 κυρίως την πλήρωσαν άτομα όπως ο υπέργηρος τότε στρατηγός Παπούλας και ο στρατηγός Κοιμήσης, που δεν εμπλέκονταν στο κίνημα. Ηταν η αντεκδίκηση.
Εκτελέστηκε το 1922 η ηγεσία μιας παράταξης, ο κόσμος της οποίας δεν το είχε σε τίποτα να βγει στους δρόμους. Γιατί ο κόσμος αυτός δέχθηκε σιωπηρά αυτή την κατάσταση;
Μέσα στο κλίμα του 1922, οι δρόμοι δεν ήταν άδειοι. Ηταν κατειλημμένοι από αγανακτισμένους πρόσφυγες που είχαν στήσει αντίσκηνα. Στη συνέχεια η αντίδραση ήταν καταλυτική. Οι μεγάλες στρατολογήσεις οπαδών του Λαϊκού Κόμματος, γίνονταν στα Μνημόσυνα των Εξι. Το 1922 με τη μιζέρια, τη στρατοκρατία, την τρομοκρατία, το μάτι που γυάλιζε και το αίσθημα της εθνικής ενοχής που είχε η Βασιλική παράταξη, επειδή είχε πολιτικές ευθύνες διότι οι αρχηγοί της δεν είχαν διείδει τη μεταβολή των δεδομένων ώστε εγκαίρως αναδιπλωθεί, δεν υπήρχε κλίμα εναντίωσης.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News