Θέατρο: Η γλώσσα του σώματος

Σε μια γενικότερη θεώρηση, το σώμα ως φορέας έκφρασης και επικοινωνίας, είναι μια πανάρχαια γλώσσα, που χρησιμοποιήθηκε στη καθημερινότητα των ανθρώπων πολύ πριν από την ανάπτυξη του συμβατικού γραπτού λόγου και εξακολούθησε να λειτουργεί και μετά από αυτόν.

Κινήσεις και χειρονομίες, ανεπαίσθητοι μορφασμοί του προσώπου, αδιόρατα νεύματα και αγγίγματα, το στήσιμο του βλέμματος και του σώματος συνιστούν μερικές από τις εκφράσεις του πανανθρώπινου αυτού δίαυλου επικοινωνίας, που συνηθίζουμε να ονομάζουμε γλώσσα του σώματος ή «σωματοποιημένο λόγο».

Στον χώρο της τέχνης και ειδικότερα στο θέατρο η γλώσσα του σώματος διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο στο παραστασιακό αποτέλεσμα, καθώς λειτουργεί συμπληρωματικά προς τον συμβατικό λόγο ή σε ορισμένες υποκριτικές μεθόδους πρωτοποριακών προθέσεων τον υποκαθιστά, αποκτώντας προβάδισμα και ακυρώνοντας το κλασσικό και πατροπαράδοτο «εν αρχή ην ο λόγος».

Εκφραστικό μέσο δεν είναι μόνον η φωνή του ηθοποιού αλλά το σύνολο σώμα του, το οποίο με τη διπλή του υπόσταση ως σημαίνον και σημαινόμενον ανάγεται σε φορέα μηνυμάτων λεκτικών, διανοητικών, συναισθηματικών. Σημειολόγοι κύρους άλλωστε, όπως ο Ρολάν Μπαρτ και ο Ουμπέρτο Εκο, απευθυνόμενοι στους μαθητές τους, έχουν υποστηρίξει την άποψη «Δεν σας μιλώ μόνο με τα λόγια αλλά και με το σώμα και τα ρούχα μου».

Τα πρώτα φανερώματα της γλώσσας του σώματος σ’ ένα προθεατρικό στάδιο μπορεί να ανιχνεύσει κανείς στην ένθεη μανία, στην οποία περιέρχονταν αλλά και στη συναισθηματική μέθη – έκσταση, από την οποία καταλαμβάνονταν οι λατρευτές και οι λάτρισσες του θεού Διονύσου, καταστάσεις που αποτυπώνονταν ανάγλυφα στην έξαλλη κίνηση των σωμάτων τους.

Μια επιπλέον επιβεβαίωση της πανάρχαιας χρήσης της γλώσσας του σώματος στη περιοχή του θεάτρου αποτελεί και ο αυτοσχεδιασμός, ο οποίος ως θεατρική έννοια αναφέρεται στην υποκριτική τέχνη που μιμείται τον ανθρώπινο βίο με την έμπνευση της στιγμής, μέσα από την κίνηση του σώματος και χωρίς τη συμβολή κειμενικού λόγου.

Το αρχέγονο ένστικτο του αυτοσχεδιασμού συνδέεται με την τέχνη των Μίμων, των ηθοποιών δηλαδή που εκφράζονταν βουβά με την κίνηση του κορμιού τους, επιδιδόμενοι σε μια κινησιολογική αφήγηση των γεγονότων. Η παράδοση των Μίμων είναι υπερχιλιετής και καλύπτει ένα μεγάλο χρονικό ορίζοντα στην εξέλιξη της ιστορίας του θεάτρου από τον 5ο π.Χ. αι. έως τον 16ο-18ο αι., παρά τους κατά καιρούς διωγμούς εις βάρος τους.

Η αδιάσπαστη παρουσία της γλώσσας του σώματος θα συνεχισθεί με τους νεώτερους μίμους και θα βρει φιλόξενη στέγη σε ποικίλους σκηνικούς πειραματισμούς. Ο Ζαν Λουί Μπαρρώ αλλά και ο Μαρσέλ Μαρσώ, έχοντας σπουδάσει με πάθος την τέχνη της μιμικής, θα εντυπωσιάσουν την θεατρική Ευρώπη με την «άφωνη σκηνική ποίησή» τους και θα συγκινήσουν με την εκφραστική σιωπή τους.

Οι μεγάλες σχολές της υποκριτικής του 20ου αι. (βιο-μηχανή του Μέγερχολντ), η θεατρική πρωτοπορία  του Πήτερ Μπρουκ και «η βιοδυναμική του σώματος» του Θόδωρου Τερζόπουλου όχι μόνο δεν θα παραγκωνίσουν τον σωματοποιημένο λόγο των μίμων, αντίθετα θα τον ευνοήσουν και θα τον ενσωματώσουν στις τεχνικές τους.