Μαρία Στασινοπούλου: «Αγαπώ την ακρίβεια και τη συντομία στον λόγο»

Η Μαρία Στασινοπούλου μιλά στην «Π» για τη νέα της συλλογή διηγημάτων.

Στασινοπούλου

Αλλοτε γλυκόπικρες, άλλοτε τρυφερές, άλλοτε συγκινητικές, άλλοτε χιουμοριστικές, άλλοτε διάχυτες από μια λεπτή ειρωνεία, άλλοτε, πάλι, βαθιά στοχαστικές, οι ιστορίες της, πάντα, είναι αναμφισβήτητα άρτιες. Γευστικές «μπουκιές» -λόγω της έκτασής τους- αξιοζήλευτης λογοτεχνίας. 82 τέτοιες ιστορίες συμπεριέλαβε στο νέο της βιβλίο «Του καιρού που επιμένει» (εκδ. Κίχλη), χαρίζοντάς μας, για ακόμα μια φορά, αναγνωστική τέρψη. Η Μαρία Στασινοπούλου μιλά στην «Π» για τη νέα της συλλογή διηγημάτων.

 -Επιμένετε στη μικρή φόρμα, για να χρησιμοποιήσω το ρήμα του τίτλου του νέου σας βιβλίου. Ο λόγος;

Αγαπώ την ακρίβεια και τη συντομία στον λόγο και η μικρή φόρμα με βοηθάει να εκφράσω καθαρότερα όσα έχω να πω. Εξάλλου, νομίζω ότι  αυτό υπαγορεύει και η εποχή των εικόνων στην οποία ζούμε. Βλέπω λίγο τις ιστορίες μου και σαν φωτογραφικές λήψεις με ιδιαίτερο φωτισμό.

-Επίσης, επιμένετε, το ξεκαθαρίζετε άλλωστε, και στο θέμα του χρόνου, αφού το βιβλίο σας αυτό έρχεται ως συνέχεια του προηγούμενου «Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο». Πού οφείλεται αυτή σας η επιμονή;

Οπως  έλεγα,  με  αφορμή και το προηγούμενο βιβλίο μου, ο χρόνος είναι το αμόνι πάνω στο οποίο δοκιμάζονται οι αντοχές μας, είτε ως ηλικία είτε ως φθορά είτε ως απώλεια. Με το καινούργιο βιβλίο Του καιρού που επιμένει υπονοώ: Ο χρόνος, που κουρσεύει τις ζωές μας ανερώτητα, επιμένει να μας κρατά ακόμη ζωντανούς, να μας δοκιμάζει, να μας φθείρει, να μας αντέχει.

-Είναι η πραγματικότητα δεξαμενή απ’ όπου αλιεύετε τις ιστορίες σας ή κάποιες είναι γεννήματα της φαντασίας σας;

Κατά κανόνα εμπνέομαι από την πραγματικότητα, ανεξάντλητη δεξαμενή. Ολα τα κείμενα έχουν πυρήνα βιωματικό ή βιωμένο, το πραγματικό όμως γεγονός διυλίζεται και τροποποιείται ποικιλοτρόπως.

-Νιώθετε ενίοτε ή, ακόμα-ακόμα, δίνετε την αίσθηση στους κοντινούς σας ότι λειτουργείτε ως παρατηρήτρια που καταγράφει τα λεγόμενα, τις κινήσεις, τις συμπεριφορές τους, προκειμένου να τα βάλετε στο χαρτί με τον δικό σας τρόπο;

Δεν ξέρω αν δίνω αυτή την αίσθηση ή αν νιώθω η ίδια «ως παρατηρήτρια που καταγράφει…» γεγονός όμως είναι ότι έχω ασκηθεί χρόνια στο να παρατηρώ και να ενδοσκοπώ τους ανθρώπους. Στην τσάντα μου υπάρχει πάντα μπλοκάκι και μολύβι. Με διακατέχει όμως και ένας ενδόμυχος φόβος μήπως κανείς αναγνωρίσει τον εαυτό του, σε κάποιον από τους ήρωές μου και ενοχληθεί.

-Πώς θα περιγράφατε την πάλη με τις λέξεις για να συνθέσετε τα σύντομα, αλλά τόσο «ζουμερά» πεζά σας;

Η συνειδητή πάλη με τις λέξεις αρχίζει από την εποχή που ως καθηγήτρια ήθελα να μάθω τα παιδιά να γράφουν σωστά. Μαθαίνοντας τους άλλους διδάσκεσαι και ο ίδιος. Πολλές φορές έβαζα άσκηση να γράψουμε όλοι μία παράγραφο, την ίδια, και να προσπαθήσουμε να την κάνουμε όσο πιο πυκνή και σαφή γίνεται. Απαιτεί χρόνο η πύκνωση και συμπύκνωση του λόγου και πολλές επανεγγραφές. Ο Πασκάλ έλεγε σε φίλο του: «Σας ζητώ συγγνώμη που σας γράφω πολλά, αλλά, δυστυχώς, δεν είχα χρόνο να σας γράψω λίγα».

-Μιας και αναφέρθηκα, παραπάνω, στις λέξεις. Γράφετε στις «Γλωσσικές εκρήξεις» πόσες φορές εκπλήσσεστε «με τη δύναμη της γλώσσας, αλλά κυρίως με τον ήχο και με τη σημασία κάποιων λέξεων». Πώς αγαπήσατε τη γλώσσα και κατά πόσο θεωρείτε ότι κακοποιείται στις μέρες μας;

Τη γλώσσα την αγάπησα και τη σπούδασα μέσα από τα διαβάσματα και τους σπουδαίους δασκάλους που είχα. Δεν πιστεύω ότι κακοποιείται στις μέρες μας. Ως ζωντανός οργανισμός η γλώσσα δέχεται ποικίλες επιρροές, αφομοιώνει, τροποποιείται και στο τέλος αποβάλλει το περιττό.

-Μέσα από κάποιες ιστορίες σας προβάλλει η καταλυτική επίδραση  των γονιών ακόμα και στων παιδιών τους όνειρα, με αποτέλεσμα αυτά να ακυρώνονται. Η συγκεκριμένη συνθήκη του παρελθόντος ισχύει και σήμερα, λέτε;

Οι Eλληνες γονείς δεν θα εγκαταλείψουν ποτέ την εμμονή να ανακατεύονται και ενίοτε να ρυθμίζουν τις ζωές των παιδιών τους. Υπάρχουν βέβαια και οι εξαιρέσεις. Ας ελπίσουμε ότι οι νεότερες γενιές θα αντιδράσουν πιο δραστικά. Αν και, φοβάμαι, ότι τα παιδιά βολεύονται στην μητρική και πατρική αγκαλιά, έστω και αν διαμαρτύρονται ή αισθάνονται καταπιεσμένα.

-Ο θάνατος κάνει ουκ ολίγες φορές την εμφάνισή του στο βιβλίο σας, και κάποιες από αυτές, τον προσεγγίζετε με χιούμορ. Πώς «στέκεστε» απέναντί του;

Ο Σλοβένος διανοητής Ζάρκο Πετάν λέει στους Αφορισμούς του: «Ο θάνατος δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο. Σε όλη τη ζωή μου συμβαίνει σε άλλους». Δεν με φοβίζει τόσο ο θάνατος όσο η σωματική ανημπόρια. Με το χιούμορ προσπαθώ να ξορκίσω το κακό.    

-Αναφέρετε μια ωραία φράση του Καμύ για τη γοητεία, στο ομότιτλο της συλλογής πεζό. Εσείς πώς ορίζετε αυτό το πολύτιμο για έναν άνθρωπο προσόν;

Ο Καμύ το λέει εξαιρετικά. Αν πρέπει όμως να βάλω και τη δική μου πινελιά, για μένα η γοητεία, κυρίως, είναι θέμα παιδείας και εσωτερικής ακτινοβολίας∙ έχει να κάνει με τον ιδιαίτερο τρόπο που υπάρχει και συνυπάρχει κανείς.

-Πλάι-πλάι τα «Μυτιλήνη 1975» και «Ανοίκειες συγκρίσεις», τα οποία συνδέω με ένα αόρατο νήμα με το «Όσα μου λείψανε», για να σας ρωτήσω: ποια τα «πολύτιμα» για τη Μαρία Στασινοπούλου ως φιλόλογο, συγγραφέα, κριτικό λογοτεχνίας αλλά και γυναίκα;

Είναι πολλά τα ερωτήματα. Θα μου επιτρέψετε να τα βάλω όλα κάτω από το ποιες αξίες θεωρώ βασικές για μιαν αρμονική ζωή: Την ελευθερία, την αυτάρκεια, την αυτοεκτίμηση, την ειλικρίνεια, το σεβασμό στη γνώμη των άλλων, την ανοχή, την ενσυναίσθηση, τη φιλία, το χιούμορ, την πολυτέλεια αναθεώρησης όταν διαπιστώσεις ότι κάτι εκτίμησες λάθος, με λίγα λόγια την ανθρωπιά.

Σας ευχαριστώ θερμά κυρία Κουνινιώτη που για μια ακόμη φορά με τιμάτε με την αγάπη και το ενδιαφέρον σας. Ευχαριστίες πολλές για την φιλοξενία και στην Εφημερίδα Πελοπόννησος, με την οποία με συνδέουν ξεχασμένοι στον χρόνο συγγενικοί δεσμοί.