Σύγκρουση στο φόντο των «επισυνδέσεων»

Το κύριο άρθρο της «Π»

 

Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ στη Βουλή δεν μας έκανε σοφότερους ως προς τα «αστυνομικά» περιστατικά που προκάλεσαν τη νέα πολιτική κρίση. Εξελίχθηκε, όπως αναμενόταν, σε μια σύγκρουση πάνω στο κλασικό ερώτημα της ισχύος και της υπεροχής, με αντιπάλους καλά προετοιμασμένους.

ΕΠΙΔΙΚΟ ζήτημα εν τέλει δεν ήταν οι παρακολουθήσεις, τα αίτιά τους και το βάθος της ιστορίας- η κοινή γνώμη αρχίζει να αμφιβάλλει αν θα λυθούν πλήρως οι απορίες της στο σκέλος αυτό- αλλά αυτή καθαυτή η αντιπαράθεση με σκοπό το καλύτερο δυνατό πλασάρισμα ενόψει της τελικής ευθείας για τις εκλογές.

Η ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ αξιοποίησε την πρωτότυπη και αρκετά σκοτεινή αυτή ιστορία όσο μπορούσε καλύτερα και αυτό προτίθεται να κάνει και στη συνέχεια, προκειμένου να καταφέρει μη επουλώσιμο τραύμα προς την κυβέρνηση και προσωπικά τον πρωθυπουργό, ώστε να αναχαιτίσει τη δημοσκοπική του υπεροχή και να προβληματίσει τον καλόπιστο πολίτη.

Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ αντέδρασε οργανωμένα και πειστικά, αν και εκδηλώνει μια υπέρμετρη νευρικότητα απέναντι στη δημοσιογραφική κριτική, σε εποχές κατά τις οποίες μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης προσελκύεται από την κριτική προς την εξουσία και εκλαμβάνει την καταγγελτικότητα των πολιτικών ως σύμπτωμα ανησυχίας και λογοκριτικών διαθέσεων.

ΣΕ ΚΑΘΕ περίπτωση η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός καλούνται να πατήσουν γκάζια ώστε να φύγουν από τις σκιές και να επικεντρωθούν στα πραγματικά κρίσιμα ζητήματα της περιόδου που διανύουμε και αυτής που μας περιμένει.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, με χειρισμούς βραχείας και σταθεράς πνοής, να παρέχουν τη διαβεβαίωση στους πολίτες ότι δεν υπάρχουν ημίφωτα και αδιαφανείς μηχανισμοί που υπηρετούν την εξουσία, αλλά θεσμοί και διαδικασίες ταγμένες στο εθνικό συμφέρον όπως αυτό νοείται από τον μέσο πολίτη ο οποίος και βαθμολογεί αυστηρά πράξεις, παραλείψεις και αμφιλεγόμενες καταστάσεις.