Μάθε να χαιρετάς

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος»,

 

Oι αρχαίο μύθοι, η Βίβλος, οι παραβολές, βρίθουν από διδακτικές ιστορίες παιδιών που βασάνισαν τους γονείς τους, άλλος γιατί πετούσε με το άρμα του προς τον ήλιο, άλλος γιατί αφάνισε τα νιάτα του στο πιώμα και τις ηδονές, άλλος γιατί παρά τις επίμονες οδηγίες επέμεινε να κινηθεί προς το δάσος με το σοκολοκατένιο σπίτι, άλλος γιατί πούλησε τη μοναδική αγελάδα της αγροικίας για να αγοράσει μαγικά φασόλια.

Δεν έχουμε πρόχειρη κάποια ιστορία όπου οι γονείς ταλαιπώρησαν τους βλαστούς τους, αν και η ρήση για τις αμαρτίες γονέων θα ήταν απόσταγμα μακράς κοινωνικής εμπειρίας και θυμοσοφίας. Τις ιστορίες, όμως, τις γράφουν οι μεγάλοι και όχι οι μικροί. Αν τις έγραφαν οι μικροί, θα είχαμε λιγότερα παραμύθια για ξύλινα παιδιά που λένε ψέματα και ξεστρατίζουν απερίσκεπτα, και περισσότερες ιστορίες για πατεράδες που χαρτοπαίζουν, πίνουν παράφορα και βιαιοπραγούν θρασύδειλα στο σπίτι ή για γονείς δικηγόρους που χαιρετίζουν ναζιστικά μέσα σε δικαστικές αίθουσες, ασελγώντας στα μούτρα μητέρων με δολοφονημένους γιους αλλά και κατά της δημόσιας καριέρας των ίδιων τους των παιδιών.

Όχι απλά αδιαφορούν στην ιδέα ότι τους βλάπτουν, τους υπονομεύουν, τους στενοχωρούν, τους στριμώχνουν ηθικά, τους φέρνουν μπροστά στο οξύ δίλημμα να καταδικάσουν τον ίδιο τους τον πατέρα δημόσια για να υπερασπιστούν στοιχειώδεις ανθρωπιστικές και ηθικές αξίες, αλλά φέρονται σαν να επιχαίρουν για την πρόκληση, σαν να ηδονίζονται μ’ αυτήν, σαν να θέλουν να τιμωρήσουν τα παιδιά τους που εγκαταστάθηκαν στο δημοκρατικό τόξο, εγκαταλείποντας τη λέσχη των μισανθρώπων, των ρατσιστών, των εμπαθών, των εσχατόψυχων.

Πατεράδες που στα χείλη τους αποτυπώνεται ο βούρκος της ψυχής τους, μια ενσάρκωση του πορτρέτου του Ντόριαν Γκρέι, μια φυσιογνωμία στραβόχειλη, με μάτια φαγωμένα από τον όφι τον εσώτερο, ένα πεισματάρικο, κακόμοιρο, ξεροκέφαλο τερατάκι, που παίζει με τις λέξεις, όχι, δεν είναι ναζιστής- μη μπλέξει με το νόμο ο ατρόμητος- αλλά είναι φασίστας του καιρού του Μεταξά, περήφανος και για το ΟΧΙ από πάνω, δηλαδή, διπρόσωπος και διμούτσουνος, χαιρετίζει σαν τα Ες Ες που μπουζούριαζαν τους αγωνιστές στην Κομαντατούρ, αλλά είναι και πατριώτης, ένας παλικαροπροδότης λερός και συμφοριασμένος.

Υπάρχουν γονείς ηλικιωμένοι, που με τις ασθένειες, τις πτώσεις, τις αφηρημάδες, τα ατυχήματα, τα άγχη, τις επισκέψεις στους γιατρούς, τη νυχτερινή ανάγκη για ένα πιεσόμετρο, βγάζουν τα παιδιά τους από την επαγγελματική και κοινωνική ρουτίνα. Συγνώμη παιδί μου που σε ταλαιπωρώ, δηλώνουν με φωνή τρεμάμενη και βουρκωμένη, κάποιοι μάλιστα μελετάνε να χαθούν από προσώπου γης, ένοχοι επειδή αποσπούν νυχτιάτικα ή Κυριακάτικα τον γιο τους από την οικογένεια ή την ξεκούρασή του.

Και αντιπαραβάλεις το μοντέλο αυτό πλάι στον ιταμό, προπετή φασιστάκο που μια ζωή έβγαζε γλώσσα στη δημοκρατία, τρέχοντας όπου τον φώναζαν χουντοτραφή σταγονίδια, και που επιμένει να προκαλεί και να δηλητηριάζει το ίδιο του το αίμα, χωρίς συναίσθηση, χωρίς τύψη, χωρίς αγάπη. Ανάμεσα στον Χίμλερ και τον γιο του, προτιμάει τον Χίμλερ.

Ακόμα χειρότερα: Προτιμάει τον εαυτό του. Αλλά δεν βρέθηκε κανείς, εκεί που χαιρετίζει με το χέρι σαν να κρεμάστρα για παλτά, να του δώσει έναν φούσκο ξεγυρισμένο, και να του πει, άντε από εκεί, ρε χάχα. Ε, χάχα. Απίστευτη φιλοδοξία να ζήσεις τη ζωή σου σαν μπρελόκ.