Με το δεξί

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Οι νεότερες πληροφορίες για την κατάσταση της υγείας του Σαλμάν Ρουσντί δεν είναι καλές. Είναι βέβαιο, μεν, ότι είναι εκτός κινδύνου μετά την επίθεση με μαχαιριές που υπέστη από αλλόφρονα φανατικό θρησκευόμενο, αλλά φαίνεται ότι χάνει την όρασή του από το ένα μάτι και αχρηστεύεται το ένα του χέρι.

Είναι 75 ετών, δεν ξέρουμε πόση διάθεση είχε για συγγραφική δραστηριότητα και σε ποιο βαθμό οι συνέπειες των τραυμάτων θα του μηδενίσουν τη φυσική δυνατότητα να την ασκεί. Δεν ξέρουμε επίσης αν για τον ίδιο τον άνθρωπο έχει μεγαλύτερη σημασία αυτό από όση έχει η αναπηρία και το σοκ που υπέστη από την επίθεση.

Ο δράστης τον μαχαίρωσε δεκάδες φορές στον κορμό και τον λαιμό. Ηθελε να τον ξεσκίσει ως θεόσταλτος τιμωρός για τα ασεβή συγγραφικά παραστρατήματα του λογοτέχνη, που φέτος περίμενε ένα νόμπελ, και αντί γ’ αυτό βρέθηκε στο νοσοκομείο χαροπαλεύοντας. Δεν θεωρούμε πολύ πιθανό να είχε θυμώσει κάποιος θεός εναντίον του. Αρκεί η οργή του ανθρώπου για να φέρνει τις συμφορές, η οργή του θεού είναι περιττή. Φαίνεται όμως ότι του φύλαξε καπρίτσιο η μοίρα. Στο τελευταίο του βιβλίο, «Κισότ, όπως Κιχώτης», ο Ρουσντί επινοεί έναν συγγραφέα που επινοεί έναν ήρωα που επινοεί έναν έρωτα και τον αναζητά με ιδεαλιστικά αισθήματα όπως ο Κιχώτης τη Δουλτσινέα. Ο ίδιος ο Θερβάντες που επινόησε τον Δον Κιχώτη, τον έγραψε με το ένα του χέρι αχρηστευμένο, όπως έχουμε διαβάσει, εξ αιτίας τραύματος που υπέστη ως Ισπανός μαχητής κατά τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου. Αλλά βέβαια δεν ήταν 75άρης, όταν βγήκε στραπατσαρισμένος (και αιχμάλωτος) από την αναμέτρηση αυτή.

Οι συγγραφείς και οι ποιητές μισούνται ή λατρεύονται σε κλίμακες μεγαλύτερες από όσες δικαιολογεί η εμπορική και κοινωνική απήχηση των γραπτών τους. Ο Ρουσντί προκηρύχθηκε από τους φανατικούς για τους «Σατανικούς Στίχους», μυθιστόρημα που τον ανάγκασε να κρύβεται όπως ένας Εβραίος στο Βερολίνο του Χίτλερ. Το είχαν διαβάσει πολλοί, αλλά πολύ λιγότεροι από όσους συμβολοποίησαν τον συγγραφέα, άλλος ως υπόδειγμα τόλμης για ελεύθερη έκφραση και άλλος ως εκπρόσωπο του σατανά.

Οι άνθρωποι των γραμμάτων θωρούνται εδώ και αιώνες ως τιτάνιες μορφές για μια φυλή ή έναν πολιτισμό, επειδή το γράψιμο, η ποίηση, η εξιστόρηση, η επινόηση, αντιμετωπίζονται ως επιφοιτήσεις από τα ουράνια. Ο ποιητής εμπνέεται και καθοδηγείται από τον θεό ή τον δαίμονα, είναι ο εθνικός παραμυθάς, ικανός να απογειώσει, να εμπνεύσει, να φλογίσει ή να τυφλώσει, να δηλητηριάσει συνειδήσεις, να προκαλέσει την ευλογία ή την μήνι. Ακόμα και όταν ο περίγυρος δεν ανοίγει βιβλίο και δεν διαθέτει στο σπίτι βιβλιοθήκη ούτε ως έπιπλο, διαισθάνεται το ειδικό βάρος και την αξία του σοφού.

Ο φανατισμός απέναντι στον βλάσφημο δημιουργό, ο οποίος συνήθως εκπορεύεται από θρησκόληπτους ή πατριδοκάπηλους, από θεομπαίχτες κοινωνικούς κουμανταδόρους ή ευέξαπτους εθνικιστές, είναι απότοκος της μειωμένης πεποίθησης για την αξία του δόγματος ή του εθνικού προπαγανδιστικού αφηγήματος. Δεν θέλεις να ακούσεις, δεν θέλεις να διαβάσεις, δεν θέλεις να δεις, δεν θέλεις να συζητήσεις, δεν θέλεις να υπάρχει η πρόκληση, δεν θέλεις να υπάρχει ο πομπός της βλασφημίας.

Οσο μεγαλύτερη, παχύτερη, ιστορικότερη και υποχρεωτικότερη ιερότητα περιβάλλει την πίστη και το δόγμα, τόσο ευκολότερος είναι ο έλεγχος στη συνείδηση και τη συμπεριφορά της μάζας. Γι’ αυτό και οι διανοητές είναι επικίνδυνα στοιχεία με διαβρωτικό, αποσαθρωτικό ρόλο. Δεν είναι μόνο ότι προσβάλλουν τα θέσμια και τα όσια, είναι και ότι δίνουν το σύνθημα για αμφιβολία και για ελεύθερη διάνοια.

Αλλά ο δημιουργός δεν δεσμεύεται παρά από τη δική του διάνοια και από το συνειδησιακό καθήκον, ψυχική ανάγκη στην ουσία, να μηδενίσει τις αποστάσεις από τα δισκοπότηρα και να τα πιάσει με τα χέρια γυμνά, να κατανοήσει, να ανατρέψει, να λυτρώσει τον άνθρωπο από κάθε δέσμευση, προκειμένου να προσεγγίσει ανόθευτος την αλήθεια και την αλήθειά του.

450 χρόνια μετά τον Δον Κιχώτη, υπάρχουν άνθρωποι που καίνε βιβλία, ηγέτες που συλλαμβάνουν συγγραφείς, ιεροκήρυκες που προκηρύσσουν διανοητές. Ο πολιτισμός προχωράει, αλλά προχωράει προς παντού. Είμαστε ελεύθεροι να σκεφτόμαστε, ελεύθεροι να φανατιζόμαστε, ελεύθεροι για αποδεσμεύσεις, ελεύθεροι για υποδούλωση εαυτών και αλλήλων, ελεύθεροι για αγάπη, ελεύθεροι για εμπάθεια και τύφλωση. Ο άνθρωπος που σε πλησιάζει μπορεί να είναι φίλος, μπορεί ξένος και ουδέτερος, μπορεί χαμένος στους δαίμονές του, μπορεί να κρατάει μαχαίρι.

Ο Κιχώτης ήταν ευτυχής γιατί έβλεπε μόνο καλές προθέσεις, αλλά έφαγε πολύ ξύλο εξ αιτίας της αφέλειάς του. Επέμενε στην αφέλειά του όμως, γιατί είχε πιστέψει στα σοβαρά ότι ο θεός έφτιαξε τους ανθρώπους καλούς, γενναιόδωρους, ευγενείς και υπερβατικούς. Αλλά ο θεός ούτε καν Δονκιχώτηδες δεν έφτιαξε. Ο άνθρωπος τους έφτιαξε, με το καλό του χέρι, το άλλο του το είχε χάσει στον πόλεμο, όπως είπαμε.