Εντερον εκάτερον

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

«Ευερέθιστο έντερο». Η κυρία βγαίνει από μια πολυκατοικία της Μαιζώνος νωρίς το πρωί σήμερα Τετάρτη. Μόλις έχει εξεταστεί από γιατρό και αναγγέλλει τη διάγνωση που την αφορά στο κινητό τηλέφωνο. Την ακούνε οι περαστικοί, αλλά δεν την ενδιαφέρει. Είναι μια άγνωστη μεταξύ αγνώστων, αλλά υποθέτουμε ότι θα φροντίσει μέσα στην επόμενη ώρα να ανακοινώσει τα νέα της και στους γνωστούς της. Είναι ωστόσο μια ενδιαφέρουσα υποχώρηση του αισθήματος ντροπής που μας συνοδεύει από την παιδική μας ηλικία, από τότε που ο θεός μας πέταξε έξω από τον παράδεισο ης αμεριμνησίας και μας έκανε αισθανθούμε καταισχύνη για τη γύμνια μας, και να μετατρέψουμε φροϋδικά τη γύμνια (μας) σαν ένα σύμβολο προσωπικής ανεπάρκειας.

Ονειρεύεσαι πως κυκλοφορείς γυμνός, κατώτερος, διαφορετικός, αξιοκατάκριτος και ντροπιάζεσαι. Αλλά τώρα φτου ξελευτερία. Παίρνεις το κινητό στο χέρι και το φωνάζεις στα μούτρα του κόσμου: Ευερέθιστο έντερο. Ακούσατε; Αγνοώ όσους με αγνοούν. Περιφρονώ όσους με περιφρονούν. Κατευθύνομαι στους οικείους μου, φοράω το ευερέθιστο έντερό μου σαν βόα- κασκόλ, ανακοινώνω την πάθησή μου. Ευερέθιστο έντερο, αγαπήστε με. Όπως τα παλιά τα χρόνια στα νεανικά λευκώματα και τις στήλες περιοδικών κάποιοι υπέγραφαν ως Ευαίσθητη Ψυχή. Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει, αισθάνεσαι ότι μια σπαστική κολίτις ή μια γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση μπορούν να σε κάνουν να διεκδικήσεις προσοχή, οίκτο, γιατί όχι και θαυμασμό. Κοιτάξτε με. Εχω ρευματοειδή αρθρίτιδα.

Δεν περνάνε μερικά δευτερόλεπτα και μέτρα και μια οδηγός ωρύεται. Το προπορευόμενο όχημα κόβει ταχύτητα, για να αφήσει έναν πεζό να περάσει πριν στρίψει, αλλά η οδηγός που ακολουθεί επείγεται και γιουχάρει με ακατάληπτους φθόγγους τον οδηγό που προηγείται. Λίγο πιο κάτω το επόμενο όχημα κόβει επίσης ταχύτητα για να παρκάρει. Νέο κύμα γιούχας, με βουκολικά στοιχεία αναμεμειγμένα με το αέρααααα της Πίνδου. Επείγομαι άρα το σύμπαν υποχρεούται να σεβαστεί το επείγον μου και να ανεχθεί την οργή και την παραφορά μου.

Η εικόνα μου είναι ημιαγρία και αποκρουστική, αλλά δεν είναι τώρα η ώρα για σέλφι και για φροντισμένες αναρτήσεις, όπου γλυκαίνουμε το πρόσωπο και παχαίνουμε το χείλος σαν του πυγμάχου που δέχθηκε ντιρέκτ στο στόμα. Η έκρηξη είναι μια ασυναίσθητη προβολή. Και άδειος να ήταν ο δρόμος, δεν φτάνεις πάνω από ένα λεπτό νωρίτερα στον προορισμό σου, αλλά όταν κράξεις, σκούξεις, προγκήξεις τον άνθρωπο-εμπόδιο, εκτονώνεις την πίεση που σου ασκείται συνεπεία της νεοελληνικής τάσης να παίρνουμε τόσο μα τόσο μα τόσο σοβαρά τον εαυτό μας και να ανησυχούμε τόσο μα τόσο για όσα πρέπει να γίνουν και ακόμα δεν τα κάναμε και όσα δεν έπρεπε να γίνουν μα όμως έγιναν και έγιναν σε μας, γιατί είμαστε σπάνια περίπτωση, έτσι που εισπράττουμε ως σπάνια όσα μας συμβαίνουν και ως τέτοια τα αφηγούμαστε στους άλλους.

Και πάω στο ΙΚΑ, και μου λένε, και τους λέω, και πάω στον ΟΤΕ, και άκου τι μου είπαν, και πάω στον γιατρό και μου λέει «ευερέθιστο έντερο», κατάλαβες; Όλα σε μένα. Όλα.

Την περασμένη εβδομάδα βρεθήκαμε σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Δεν φώναζε κανείς. Οι οδηγοί δεν βιάζονταν γιατί δεν είχε νόημα να βιαστούν. Δεν ξέρουμε αν ήταν πιο ευτυχισμένοι όλοι εκεί από σένα κι από μας, ούτε αν είναι καλύτεροι, ούτε αν είναι χειρότεροι, πάντως σηκώνουν τον όποιο σταυρό τους ήσυχα και στωικά και χαίρονται πάρα, πάρα πολύ όταν κάποια μέρα βγάλει ήλιο.