Το παγωτό που καίει

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Οι γονείς επιστρέφουν με τα παιδιά από το βόρειο πάρκο μαλλιοτραβώντας αλλήλους όπως πάντα συμβαίνει όταν τα παιδιά δεν θέλουν να φύγουν. Αυτό συμβαίνει με τα παιδιά. Είτε δεν θέλουν να φύγουν, είτε δεν θέλουν να μείνουν, αλλά οπωσδήποτε πρέπει να γίνει αυτό που θέλουν, και το πράγμα γίνεται περίπλοκο όταν δεν ξέρουν τι θέλουν, διότι αυτό που κατά βάθος θέλουν είναι να σου σπάσουν τα νεύρα επειδή δεν τα βοηθάς με εναλλακτικές που θα τους προσφέρουν ικανοποίηση, και τέλος πάντων στην επιστροφή το βέβαιο είναι ότι η μέρα πρέπει να κλείσει με μια Ηδονική Ευχαρίστηση ή έστω ένα πειστικό Υποκατάστατό της. Που ήταν, είναι και θα παραμένει το παγωτό. Κάτι που βέβαια ισχύει και για τους μεγάλους, καθότι κανένας μεγάλος δεν έχει πραγματικά μεγαλώσει. Απλά υπάρχουν μεγάλοι που ξέρουν να μην ενδίδουν στον εκβιασμό του ουρανίσκου και υπάρχουν μεγάλοι που είναι ένας ουρανίσκος με πόδια και τίποτε άλλο.

Και καθώς πατέρας, μητέρα- αγχωμένοι- με παιδιά-  που τσιτσιρίζουν όπως τα σύρματα των πυλώνων στην υγρασία- περνούν από το περίπτερο, η στάση για παγωτό είναι αναγκαία, σαν τη στάση των καραβανιών στην όαση της ερήμου, άλλωστε μια παλιά φίρμα παγωτών είχε την επωνυμία Οασις. Και καθώς τα παιδιά, συνήθως και η μαμά, ενίοτε και ο μπαμπάς, επιθεωρούν τις συσκευασίες του κατεψυγμένου παγωτού, που υπόσχονται τέρψη και φρεσκάδα πολλών γκίγκα, ο πορτοφολούχος του σχήματος πληροφορείται τις τιμές. Φτάνει τα δέκα ευρώ η μεγαλούτσικη συσκευασία. Οκτώ η μικρότερη. Τρία και δυόμιση ευρώ τα ατομικά. Ο πολλαπλασιασμός κάνει τα μάτια των γονέων κίτρινα από ίκτερο του τρόμου.

Μισό μεροκάματο του ενός πρέπει να διατεθεί για μια τρίλεπτη διασκέδαση του τμήματος μεταξύ γλώσσας και φάρυγγα. Ο περιπτερούχος απολογείται. Δεν φταίει, τα φωνάζει και εκείνος. Οι τιμές είναι ασύλληπτα και ανεξήγητα μεγάλες. Αισθάνονται σαν κοσμηματοπώλες. Η πρόσβαση στα είδη της ευτέλειας, το ελάχιστο αποκούμπι των λαϊκών τάξεων, έγινε απαγορευτική. Λυπάσαι να βλέπεις στο ύφος τους την αδυναμία του φτωχού ανθρώπου που πρέπει να εξηγήσει στα παιδιά του ότι οι απολαύσεις ακόμα και της ταπεινής κλίμακας απαγορεύονται για τους πολίτες στο διαμέτρημά τους. Καλά το φροντιστήριο, το ρεύμα, η θέρμανση, η βενζίνη, οι διακοπές, μια βραδινή έξοδος. Αλλά και το παγωτό σοκολάτα με φουντούκι; Η πραλίνα με τη βανίλια και την καραμέλα; Ο πύραυλος από τη NASA έρχεται;

Το παγωτό. Θυμόμαστε ξερά μεσημέρια σε μια Πάτρα νεκρή στη σιέστα των μεγάλων, με το περίπτερο να προβάλει σαν ντίλερ παρηγορητικών ουσιών. Σοκολάτα, η ακριβή, μια μιση δραχμή, κακάο ή κρέμα, τα συνήθη, δραχμές μία έκαστον, πύραυλος δραχμές δύο, σάντουιτς κάτι ανάλογο, γύρισε η δεκαετία αφότου πήγε ο Αρμστρονγκ στο φεγγάρι και η Δέλτα έφερε πιο προχωρημένα πράγματα, ακόμα θυμόμαστε τις επωνυμίες. Το παγωτό εμφανιζόταν προς το Πάσχα και χανόταν στο άνοιγμα των σχολείων,  η επανεμφάνισή τους έκανε το ντου των χελιδονιών να μην πιάνει χαρτωσιά. Πέρασαν τα χρόνια και οι ουρανίσκοι δεν μεταβλήθηκαν: Καλαμπόκι, σουβλάκι, πατάτα, τσιπς, φυστίκι Αιγίνης, τηγανητό αυγό, παγωτό, η χαρά του απλού ανθρώπου. Και έρχεσαι εσύ τώρα να πεις στον ανθρωπάκο που θα γυρίσει στο τριάρι του και θα τον φάει το ντουβάρι, το Πέσε Κοιμήσου των παιδιών, οι οθόνες και τα γαυγητά των γύρω σκύλων που κάθε βράδυ αλληλοκαληνυχτίζονται με απειλές από τετράγωνο σε τετράγωνο- μην πλησιάσεις εδώωωω, ούτε εσύυυυυυ- ότι δεν μπορεί ένα παγωτό να αγοράσει, δεν μπορεί να πλησιάσει ένα ψυγείο, ότι ακόμα και το περίπτερο της γειτονιάς είναι μια μικρή Μύκονος, και μετά διερωτάσαι ποιοι και γιατί πάνε και ψηφίζουν παπαγαλένια πουκάμισα ή ξυρισμένα σβέρκα.

Κοίταξαν τα παγωτά, τα έλιωσαν με τα μάτια και έφυγαν και η γκρίνια έσβηνε όπως τα κρα των γλάρων που αναχωρούν για τα βαθιά.