Περί Αριστεράς, Δεξιάς και Άλλων Πολιτικών Όρων

Η πολιτική ορολογία που χρησιμοποιούμε είναι απαραίτητο να αντιστοιχεί στις κοινωνικές συνθήκες που βιώνουμε. Όταν υπάρχει αναντιστοιχία, λόγω αδυναμίας επικαιροποίησης των όρων, τότε παρατηρείται και αναντιστοιχία στις «οικείες προσλαμβάνουσες», άνευ των οποίων «το μυαλό αδυνατεί να σκεφτεί», όπως σωστά παρατήρησε ο Αριστοτέλης, κάτι το οποίο επιβεβαιώνει η σύγχρονη επιστήμη της φυσιολογίας και βιοχημείας του εγκεφάλου.

Αριστερά και Δεξιά είναι όροι που αρχικά χρησιμοποιήθηκαν για να περιγράψουν την αποτύπωση των πολιτικών δυνάμεων στο Κοινοβούλιο της Γαλλικής Επανάστασης, όπου κλήθηκαν να καθίσουν οι Τρεις Τάξεις της προβιομηχανικής εποχής. Αυτοί που κάθονταν στα Αριστερά γενικώς αντιτίθεντο στο Παλαιό Καθεστώς και τη Βασιλεία των Βουρβόνων, προωθούσαν την Επανάσταση και τη Δημοκρατία και το διαχωρισμό από την Εκκλησία. Στα Δεξιά κάθονταν οι υποστηρικτές του Παλαιού Καθεστώτος. Κέντρο τότε δεν υπήρχε. Μετά το 1815 και την επάνοδο της Βασιλείας στην Επαναστατική Γαλλία, η οποία εφηύρε τα έθνη μεταξύ άλλων μεγάλων πολιτικών καινοτομιών, όπως για παράδειγμα τα «ανθρώπινα δικαιώματα», η Αριστερή πτέρυγα του Κοινοβουλίου εκπροσωπούσε τους λεγόμενους «Ανεξάρτητους», ενώ η Δεξιά τους Συντηρητικούς υποστηρικτές του Στέμματος και της Συμφωνίας (των Μεγάλων Δυνάμεων της Εποχής) της Βιέννης του 1815, της οποίας το δικαίωμα να επιβάλλει τις απόψεις της απανταχού της Ευρώπης αμφισβητούσε η Αριστερά, αφού αυτή στερούσε από τα «έθνη» το πρωτοεμφανιζόμενο «δικαίωμα της αυτοδιάθεσης». Παρ’ ολίγον θύμα εκείνης της Συμφωνίας της Βιέννης υπήρξε η Ελληνική Επανάσταση και αν δεν βρίσκονταν οι Φιλικοί να την οργανώσουν, κάποιοι Φιλέλληνες να την υποστηρίξουν και αρκετοί «τρελοί» Έλληνες να την αμφισβητήσουν στην πράξη με το αίμα τους, από κοινού με τη Γαλλική Αριστερά, η Επανάσταση των Ελλήνων δεν θα γινόταν ποτέ. Αλλά έγινε. Αυτά για την Ιστορία.

Ακολούθησε η Βιομηχανική Επανάσταση στην Αγγλία, η οποία υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες τομές στην Ιστορία της Ανθρωπότητας αλλά και των Ειδών, όπως αποδεικνύεται. Στις πρώτες της φάσεις, η Βιομηχανική Επανάσταση υπήρξε τελείως απάνθρωπη: εντυπωσιασμένοι από τα αποτελέσματα των μηχανών ως προς την παραγωγή έργου σε σύντομο χρόνο, οι άνθρωποι ήταν διατεθειμένοι να κάνουν μεγάλα εγκλήματα απέναντι στον συνάνθρωπό τους και τη Φύση προκειμένου παράξουν έργο, που ισούται και με το οικονομικό του αντίστοιχο. Πολλοί πέθαναν στις μηχανές, άλλοι στις υψικαμίνους, παιδάκια των έξι και επτά ετών κλήθηκαν να καθαρίζουν κλιβάνους και κάηκαν σε αυτούς, όλα προκειμένου παραχθεί έργο και – άρα – κέρδος.

Συγκλονισμένοι από την οπτική των σύγχρονων κοινωνιών τους, δύο φιλόσοφοι της εποχής, ο Ένγκελς και ο Μαρξ, ανέλυσαν τις κοινωνίες τους δίνοντας περιεχόμενο στους όρους «αστική τάξη» από την μια μεριά, η οποία ήρθε να περιγράψει τη Βιομηχανική Ελίτ της εποχής και η οποία πλέον εκπροσωπούνταν κοινοβουλευτικά από τη Δεξιά, συν-ταυτιζόταν με το Στέμμα και τις όποιες Μεγάλες Διεθνείς Συμφωνίες, και «προλετάριοι» από την άλλη, οι οποίοι ήταν οι μεγάλες μάζες του εργατικού δυναμικού των μηχανών, ανθρώπων που εγκατέλειπαν τα χωριά τους στην αναζήτηση ενός καλύτερου αύριο και αντί γι αυτό πέθαιναν σε ένα χειρότερο σήμερα.

Η Αριστερά ταυτίστηκε πολιτικά με τα συμφέροντα του προλεταριάτου, των εργατών των μηχανών, και ανέλαβε να τους εκπροσωπήσει. Μια από τις προβλέψεις των φιλοσόφων ήταν πως στην ωριμότερη φάση του συστήματος του «καπιταλισμού», του συστήματος δηλαδή της βιομηχανικής παραγωγής με σκοπό τη συνεχή παραγωγή κέρδους προς όφελος των ιδιοκτητών των μηχανών, ήταν η Επανάσταση των προλετάριων και η ανατροπή του συστήματος προς όφελός τους: οι πολλοί θα έπαιρναν τις μηχανές στα χέρια τους και πλέον θα παρήγαγαν με σκοπό το δικό τους κέρδος, φάση την οποία ονόμασαν «σοσιαλισμό», δηλαδή «κοινοκτημοσύνη».

Αντίθετα με τις προβλέψεις των φιλοσόφων, και μάλλον σε πείσμα τους, η Ιστορία δεν γράφεται τόσο διαλεκτικά, όσο πολεμικά: η «σοσιαλιστική» επανάσταση δεν ήρθε στις βιομηχανικές κοινωνίες της «Δύσης», όπως προέβλεπε η θεωρία, αλλά στην ακόμα υπανάπτυκτη, βουκολική, μη-βιομηχανική, σερφική και τσαρική Ρωσία, εν μέσω 1917, με Γερμανική χρηματοδότηση, ακριβώς γιατί η Γερμανία είχε συμφέρον η Ρωσία να βγει από τον πόλεμο.

Η Τσαρική Ρωσία αποτελούσε τεράστια και επικίνδυνη στρατιωτική μηχανή και οι Ρομανώφ ήταν αδίστακτοι ηγεμόνες: έστελναν στρατεύματα στο μέτωπο άνευ μέτρου, με τις ευλογίες της Εκκλησίας. Οι Γερμανοί είχαν κάθε συμφέρον να χρηματοδοτήσουν τον Λένιν να επιστρέψει στη Μόσχα από τα καφέ της Βιέννης και του Παρισιού όπου σύχναζε, συζητώντας τον Μαρξισμό, και να τον βοηθήσουν να προωθήσει μια μεγάλη επανάσταση που θα οδηγούσε στην απόσυρση των Ρώσων από τα μέτωπα του Α’ ΠΠ, κάτι το οποίο έκαναν σε πρώτη ευκαιρία. Ο Λένιν άδραξε την ευκαιρία – ήταν win-win και για τους δύο, όπως θα έλεγαν οι αναλυτές σήμερα. Το γεγονός πως είχε προηγηθεί στη Ρωσία η επανάσταση του 1905-1906 ενάντια στους Ρομανώφ, ενώ υπέβοσκαν και μια σειρά από αναρχικά και επαναστατικά κινήματα, αντικατοπτρίζοντας την άρνηση του Ανθρωπίνου Πνεύματος στην υποδούλωση και τον χρόνιο εξευτελισμό που πρέσβευε επί αιώνες το σύστημα των γαιοκτημόνων και της βασιλείας στη Ρωσία, με τις ευλογίες της Εκκλησίας, βοηθούσε τόσο τη Λενινιστική, όσο και τη Γερμανική υπόθεση. Έτσι, η Λενινιστική Επανάσταση έλαβε χώρα στη βουκολική Ρωσία, οδηγώντας την εκτός Α’ ΠΠ μέχρι το 1919, κάτι που της στοίχισε άμεση απώλεια περί του 30% των δυτικών εδαφών της.

Αναμενόμενα, οι αντίπαλοι των Γερμανών, οι Άγγλοι και οι Γάλλοι στράφηκαν εναντίον της νέας Λενινιστικής Ρωσίας, στέλνοντας το «λευκό» εκστρατευτικό σώμα προκειμένου επαναφέρουν το Στέμμα και την ξαναφέρουν στον πόλεμο. Οι Ρώσοι όμως ήταν έτοιμοι: συνέτριψαν το σώμα αυτό και μέχρι να οργανώσουν τα εντός τους, άφηναν τα εκτός τους να αλληλοσπαράσσονται άνευ της δικής τους συμμετοχής.

Κάτι που δεν είχαν υπολογίσει οι Γερμανοί όταν χρηματοδοτούσαν τον Λένιν να επιστρέψει ήταν πως ακόμα και Ρώσοι προλετάριοι θα είχαν εθνική συνείδηση. Έτσι, προ του τέλους του πολέμου, ο κομμουνιστής Ρώσος ηγέτης πια Λένιν επανάφερε τη Ρωσία στον Α’ ΠΠ, αυτή τη φορά στο πλευρό των Άγγλων και των Γάλλων, συνεχίζοντας την παραδοσιακή πολιτική των Τσάρων και παίρνοντας πίσω τα εδάφη των Ρομανώφ. Επιπλέον δε, διεκδίκησε την Κωνσταντινούπολη, παραδοσιακό στόχο της Μόσχας, η οποία πάντοτε έψαχνε έξοδο στην Μεσόγειο για τον στόλο της, κάτι που πλέον είχε γίνει εφικτό αφού είχε συντριβεί η Τουρκία, η οποία ήταν στο πλευρό της Γερμανίας στον Μεγάλο Πόλεμο και πλέον στο τέλος του κινδύνευε με διαμελισμό. Προκειμένου μην της δώσουν την έξοδο αυτή, οι Αγγλογάλλοι υποσχέθηκαν στη Ρωσία την Συρία, στην οποία διατηρεί την μεγαλύτερή της βάση στην Μεσόγειο έκτοτε.

Οι Συμφωνίες των Σεβρών του Παρισιού που προέκυψαν στη λήξη του πολέμου ήταν περισσότερο τιμωρητικές και εκδικητικές για τη Γερμανία και λιγότερο εξισορροπητικές της Ισχύος διεθνώς, οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια στον Β’ ΠΠ δυο δεκαετίες αργότερα. Σε όλο αυτό το διάστημα, η Ρωσία εκσυγχρονίστηκε βραδέως, ενώ έτυχε βίαιης διαδικασίας «κομμουνιστικοποίησης» υπό τον Στάλιν, αφού ο Λένιν αρρώστησε και πέθανε. Ο Β’ ΠΠ ανάγκασε τη Ρωσία να εκσυγχρονιστεί ακόμα πιο βίαια, ενώ ταυτόχρονα πλήρωσε το πιο μεγάλο τίμημα σε ανθρώπινο πληθυσμό συγκριτικά με οποιαδήποτε άλλη χώρα: άνω των 20 εκατ. θυμάτων του ναζισμού.

Στις χώρες του κοινοβουλευτισμού της Ευρώπης, η Αριστερά προ του Α’ ΠΠ ήταν γοητευμένη από την ανάλυση των Μάρξ και Ένγκελς, αφού ήταν και αυτή συγκλονισμένη από τη ρεαλιστική εικόνα της κοινωνίας. Ωστόσο, στις αρχές των δεκαετιών 1900 και 1910 κανείς δεν προέβλεπε πόλεμο ανάμεσα στις βιομηχανικές χώρες, αφού το εμπόριο ανθούσε και τα κέρδη ήταν πολλά, η ανάπτυξη συνεχής και τα εθνικά συμφέροντα εύκολο να γεφυρωθούν από τους μονάρχες. Αρκούσε μια σπίθα στα Βαλκάνια για να αναφλεγεί ο Κόσμος, όπως κι έγινε, αποδεικνύοντας για ακόμα μια φορά πως σε αρκετές περιστάσεις η Ιστορία γράφεται κατά Λάθος και από Λάθος, πλήρως εκτός προβλέψεων. Κατά τον Μεγάλο Πόλεμο, η Αριστερά εντάχθηκε πλήρως στις ανάγκες του: μόνον ο Μπέρτραντ Ρασσέλλ, ο μεγαλύτερος ίσως φιλόσοφος του 20ου αιώνα, πήγε φυλακή στην Αγγλία ως αντιρρησίας συνείδησης, ωστόσο κάτι άλλο δεν συνέβη ως άξιο αναφοράς. Στον Μεσοπόλεμο, η Αριστερά υποστήριξε τις Συνθήκες, όπως και η Δεξιά, ενώ στον Β’ ΠΠ ξανασώπασε: τα Κοινοβούλια του Κόσμου αποδείχτηκαν περισσότερο εθνικά, παρά ταξικά, όπως σωστά είχε προβλέψει ο Ναπολέοντας, ο οποίος και εφηύρε τα έθνη, των οποίων το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση έκτοτε υπερασπίζεται η Αριστερά.

Στο κατόπιν του Β’ ΠΠ δημιουργήθηκε το Νέο Διεθνές Σύστημα. Έχοντας μάθει από τα λάθη του παρελθόντος και έχοντας ένα λαμπρό μυαλό που έβλεπε πολύ πιο μπροστά από τις ανάγκες της εποχής του, τον οικονομολόγο Τζον Μέιναρντ Κέυνς, οι Μεγάλες Δυνάμεις στήριξαν το λεγόμενο «σύστημα του Μπρέτον Γούντς», όπως έμεινε γνωστό το διεθνές αυτό σύστημα στον:

Α) ΟΗΕ, πολυμερή οργανισμό όπου θα εκπροσωπούνταν όλα τα έθνη του κόσμου στη βάση της ισότητας, του οποίου τα κορυφαία ζητήματα «ζωής και θανάτου» των εθνών, δηλαδή αυτά του πολέμου και της ειρήνης, θα κρίνονταν στο Συμβούλιο Ασφαλείας, όπου μετέχουν με μόνιμη θέση οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής – ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Κίνα – και άλλες δέκα χώρες που εναλλάσσονται διαδοχικά κάθε δύο χρόνια ως εξισορροπητικός μηχανισμός της Ισχύος των πρώτων. Κάθε κράτος διατηρεί μία ψήφος στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, ωστόσο ο ΟΗΕ ούτε στρατό έχει ούτε δικά του οικονομικά: υπάρχει για και από τα κράτη, κάτι που του στερεί πολλές φορές ουσιαστικές δυνατότητες παρέμβασης και τον κάνει αντικείμενο άδικων κριτικών.

Β) στην Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, θεσμούς που θα δανειοδοτούσαν τα κατεστραμμένα από τον πόλεμο κράτη και θα εγγυόνταν τις ισοτιμίες τους, προκειμένου τόσο να μην καταρρεύσουν και αποφύγουν ανθρωπιστικές καταστροφές ευρείας κλίμακας, αλλά και από κοινού αποτρέψουν έναν Νέο Μεγάλο και Καταστροφικό Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος την εποχή πλέον της πυρηνικής ενέργειας προεβλέπετο να ήταν και ο τελευταίος όλων των πολέμων.

Το σύστημα αυτό απέτρεψε τη σύγκρουση των Μεγάλων Δυνάμεων επί εννιά συναπτές δεκαετίες, κάτι το οποίο δεν είναι καθόλου αμελητέο. Ωστόσο, ήταν αδύνατον να αποτρέψει την υπερσυγκέντρωση του κεφαλαίου την οποία είχαν προβλέψει οι Μαρξ και Ένγκελς, μιας και δεν ήταν φτιαγμένο γι αυτό. Έτσι, από το 1944 μέχρι σήμερα, απανταχού του Κόσμου, όλες οι κοινοβουλευτικές δυνάμεις στήριξαν εκείνες τις συμφωνίες και συνεχίζουν να τις στηρίζουν, πλην όσων, λίγων, κατά καιρούς ένιωσαν και συνεχίζουν να νιώθουν αδικημένοι από αυτές.

Ένας από αυτούς τους ολίγους που αμφισβήτησαν τις συμφωνίες αυτές ήταν στην Ελλάδα ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ο πατέρας του, ο «γέρος της δημοκρατίας», όπως και ο γερο-Καραμανλής, οι οποίοι βρίσκονταν στην Μέση Ανατολή κατά τον Β’ ΠΠ μαζί με Τάγματα του Ελληνικού Στρατού, αποδέχθηκαν τις συμφωνίες αυτές, οι οποίες προέβλεπαν πως η Ελλάδα «ανήκει εις την Δύσην» σε ποσοστό 90%, ενώ ένα 10% θα ανήκει στην «κομμουνιστική» Ρωσία», συμφωνία που υπεγράφη από τον Τσόρτσιλ και τον Στάλιν το 1943 στο Κρεμλίνο και έμεινε γνωστή ως «Συμφωνία του Κουζινέτου».

Όταν η συμφωνία έγινε γνωστή και προκειμένου επιβληθεί, όλα τα Τάγματα του Ελληνικού Στρατού στην Μέση Ανατολή κυκλώθηκαν και αφοπλίστηκαν από τους Άγγλους. Απόρροια ήταν τα Δεκεμβριανά, η Βάρκιζα, ο θάνατος του Βελουχιώτη, η καταστροφή του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, κλπ. Όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις υπογράφουν συμφωνίες, αυτές επιβάλλονται. Η Ιστορία συνήθως γράφεται απ’ έξω προς τα μέσα, αν και οι (μικροί) λαοί τη βιώνουν από μέσα προς τα έξω. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, όντας Κεϋνσιανής αντίληψης και με σαφή γαλλικό επαναστατικό πνεύμα που τον ωθούσε να βλέπει τα πράγματα εθνοκεντρικά αδυνατούσε να αποδεχθεί την μοίρα της υποτέλειας που αποδέχονταν οι μεγαλύτεροι που είχαν ζήσει τη φρίκη των δύο παγκοσμίων πολέμων. Γι αυτό και σε όλη του τη ζωή ταύτισε την Αριστερή του ταυτότητα με την αναζήτηση της εθνικής ανεξαρτησίας, δίνοντας νέο περιεχόμενο στην έννοια της Αριστεράς.

Αργότερα, την ίδια πολιτική κατεύθυνση, από την άλλη μεριά του πολιτικού φάσματος στην Ελλάδα ακολούθησε ο ανηψιός του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο συνονόματός του, όταν έγινε πρωθυπουργός από την μεριά της Δεξιάς, αποδεικνύοντας πως στην σύγχρονη εποχή η υπεράσπιση των εθνών είναι περισσότερο προσωπική παρά παραταξιακή υπόθεση, τουλάχιστον για τις Μικρές Δυνάμεις του διεθνούς συστήματος.

Σήμερα, στη λεγόμενη μετα-ψηφιακή, μετα-καπιταλιστική εποχή, όπου παρατηρείται «αποχρηματοποιήση» (demonetization) και ακατάπαυστη παραγωγή δεδομένων, συνεχής αστυφιλία και άμετρη χρήση των μηχανών, Αριστερά, Δεξιά και Κέντρο έχουν χάσει το πολιτικό τους περιεχόμενο. Έτσι, εύκολα γίνονται αντικείμενο σφετερισμού από τυχαίους παράγοντες της πολιτικής ζωής, ένθεν και ένθεν των συνόρων, με αποτέλεσμα την συνολική απαξίωση του πολιτικού μας συστήματος. Αποτέλεσμα είναι τόσο ο κόσμος να χάνει την δυνατότητα του να ορίζει την πραγματικότητα, όσο και η δημοκρατία μας τη σταθερότητά της. Αν η ορολογία δεν επανακτήσει σαφές πολιτικό περιεχόμενο, τότε αναπόφευκτα θα επικυρωθεί η «Ανακύκλωση των Πολιτικών Συστημάτων’ στη χώρα μας, όπως αυτή προβλέφθηκε από τον Πολύβιο από το 160 π.ΚΕ, και η οποία προβλέπει πως τη Δημοκρατία Διαδέχεται η Οχλοκρατία και στη συνέχεια κάποια μορφή συγκεντρωτισμού: Τυραννία ή Βασιλεία, ή άμεση επιβολή χούντας από τους Επικυρίαρχους. Όποιος αυτό δεν το βλέπει, είτε δεν ξέρει διπλωματική ιστορία, είτε δεν γνωρίζει περί στρατηγικής, είτε περί πολιτικής, είτε περί Μεγάλων Δυνάμεων, είτε περί μικρών τακτικισμών, είτε όλα αυτά μαζί.

Για τον κ. Κασσελάκη που ως αλεξιπτωτιστής εμφανίστηκε για να ηγηθεί της Ελληνικής Αριστεράς σφετεριζόμενος έννοιες, ιδέες και πρόσωπα για τα οποία ούτε σαφή ιδέα έχει, ούτε σαφή άποψη, δεν χρειάζεται να ειπωθεί κάτι περαιτέρω, πλην ίσως ότι εκμεταλλεύεται ως άλλος Λένιν τη συγκυρία προκειμένου επιτευχθούν οι στόχοι τρίτων που ακόμα παραμένουν άγνωστοι ακόμα και στους συντρόφους τους. Η Ιστορία πολλές φορές επαναλαμβάνεται, άλλες φορές ως φάρσα, άλλες ως κωμωδία. Και οι λαοί πάντοτε πληρώνουν το μάρμαρο, αργά ή γρήγορα. Γιατί όσο λαμπροί κι αν είναι οι Αλκιβιάδηδες της κάθε εποχής, το ζήτημα δεν είναι το αν έχουν φως που τυφλώνει, ή φως που φωτίζει, αλλά το από που αυτό προέρχεται και τι θέλει να πετύχει. Το αν δηλαδή είναι αυτόφωτοι ή ετερόφωτοι αφενός και το αν οι ατζέντες τους έρχονται να προασπίσουν ή όχι τις ατζέντες των κομμάτων και των εθνών των οποίων έρχονται να ηγηθούν αφετέρου. Ο νοών νοείτω.