Ευγενικέ μου κύριε

Ο διευθυντής σύνταξης της “Π” Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει…

Τηλεφώνημα μεταξύ φίλων.
«Ακουσες ότι πέθανε ο Αχιλλέας;»
«Ποιος Αχιλλέας;»
«Του Μπο Ριβάζ»
«Ω, ευγενικέ μου κύριε…»
Ναι, φυσικά, αυτή ήταν μια από τις αγαπημένες προσφωνήσεις του Αχιλλέα. Σε πλήρη ανάπτυξη ήταν «καλέ και ευγενικέ μου κύριε», αλλά μερικές φορές βιαζόταν πολύ. Συνήθως στο Μπο Ριβάζ ή στο Δημοριρί ο κόσμος «πλάκωνε» όλος μαζί, και για καμιά ώρα οι περιποιητές έτρεχαν σαν να τους χτυπάει ρεύμα.
Ο Κύριος Αχιλλέας- η πελατεία ανταπέδιδε με έναν πληθυντικό που ήταν κάτι σαν τίτλος ευγενείας- σε ελάχιστους ήταν γνωστός με το επώνυμό του, έτσι που η είδηση ότι έφυγε από τη ζωή ο Αχιλλέας Αντωνόπουλος δεν έλεγε από μόνη της πολλά. Πες λοιπόν ότι μιλάς για τον Κύριο Αχιλλέα, τον Αχιλλέα του Μπο Ριβάζ, τον Αχιλλέα της Αγαθής- που δούλευε στην Αγαθή- για να συνεννοηθούμε.
Ο Κύριος Αχιλλέας ήταν μια σούι γκένερις περίπτωση. Επαγγελματίας σερβιτόρος για όσες δεκαετίες τον γνωρίσαμε, αλλά όχι τυπική κοπή του αθόρυβου, αμίλητου, ανέκφραστου περιποιητή που συνηθιζόταν την εποχή των ρεστωράν, την οποία αντικατέστησε ο χρυσός αιώνας των μπιστρό με τη μικρή αστικούλα κοινωνία των ψευτοφτιαγμένων και ανέμελων και αδηφάγων πελατών, με την ψιλορόκ περίπτωση του σερβιτόρου που θα μπορούσες να τον μπερδέψεις με πελάτη και που πολύ συχνά το βλέμμα του φωνάζει ότι δεν σκοπεύει να κάνει αυτή την εργασία για πολύ καιρό: Σύντομα θα ανοίξει το δικό του κλαμπ, το οποίο θα χρωστάει όπως κάνουν και οι περισσότεροι. Όχι, ο Κύριος Αχιλλέας ήταν ένας συνειδητοποιημένος σερβιτόρος, που όμως πάντρευε τη δουλειά με την νευρώδη του προσωπικότητα. Δεν θα τον λέγαμε εξωστρεφή: Οι εξωστρεφείς έχουν ανάγκη να μάθεις, ενώ σε εξυπηρετούν, ότι είναι παντρεμένοι, ότι δίνουν μάχη για να τα βγάλουν πέρα, ότι η Ελλάδα πάει κατά διαόλου, ότι έχουν ένα ή δύο παιδιά, ποια πάθηση έχει ο γονιός τους. Όχι, ο Αχιλλέας ήταν μάλλον θεατρικός. Ενας σόουμαν της υποδοχής και της εξυπηρέτησης. Είχε μάθει τα χούγια των πελατών- και ως επαγγελματίας της διακριτικότητας δεν φρόντιζε να μάθει τίποτα άλλο γι’ αυτούς, δεν ανακατευόταν, δεν σχολίαζε, δεν έβλεπε, επιτηρούσε χωρίς να παρατηρεί- και προσάρμοζε τη συμπεριφορά του ανάλογα. Με τους κεφάτους, κεφάτα, με τους βαρείς σχετικά λιτός (εντελώς λιτός δεν μπορούσε, δεν του το επέτρεπε η υπερένταση και ο χαρακτήρας του), με τους ξένους κατατοπιστικός. Ευπροσήγορος, με υπέροχους ρητορικούς αυτοσχεδιασμούς, με φράσεις του παλιού σαλονιού προσαρμοσμένες σε κλίμα εστιατορίου, με τις περισπωμένες να κατσαρώνουν από τον ατμό του γκριλ, και με σήμα κατατεθέν εκείνη την απολαυστική πολύ κοντή γραβάτα, με ελαφρές πινελιές ιδρώτα από το τίμιο τρέξιμο, η υποδοχή του ήταν μια σχοινοτενής διαβεβαίωση ότι υπάρχουν από όλα τα καλά, αλλά και αυτά που δεν υπάρχουν καλύτερα που δεν υπάρχουν, ότι όλα θα κυλήσουν ομαλά, οι επιλογές σας ήταν σαφείς και εύστοχες, αλλά και οι ξεκούδουνες είναι μια ενδιαφέρουσα πρωτοτυπία- ευγενικέ μου κύριε- και εν πάση περιπτώσει, καλέ μου κύριε, είμαστε εδώ για σας και αν τύχει στην πορεία κάτι να μην πηγαίνει καλά, μην ανησυχείτε, κάποια στιγμή θα αρχίσουν να πηγαίνουν όλα καλά, και μπορούσες βέβαια να διακρίνεις στο βάθος του ματιού του μια σκέψη, μου’ ρθατε όλοι μαζί στις 11, θέλετε όλο το μαγαζί ψητά, και θέλει όλο το μαγαζί να έρθει το ψητό στις 11.20, ναι αμέ, κουβεντιάστε.
Χαμογελούσε όσο εξυπηρετούσε, μιλούσε όσο τον χρειάζονταν. Στην ανάπαυλα ή στο τέλος, όταν η μικρή του παράσταση είχε κάνει τους κύκλους της, μπορούσες να δεις τόνους μελαγχολίας και κάμψης. Τότε σταματούσε να αστειεύεται και τότε ήταν που ανακάλυπτες πως ο Κύριος Αχιλλέας δεν γελούσε ποτέ και δεν άκουγε τίποτα πέρα από όσα ενδιέφεραν το μπαρ και την κουζίνα. Μόλις έπαιρνε την παραγγελία η φωνή του έσβηνε και το σώμα χανόταν σβέλτα στο βάθος.
Δεν έμαθε τίποτα και εκείνος για εμάς. Οι επαγγελματίες σερβιτόροι που γνωρίσαμε- πολλοί από τους οποίους έβγαζαν μια χαρά χρήματα από σημαντικά μεροκάματα και ακόμα πιο σημαντικά φιλοδωρήματα- ήταν μια κατηγορία σιωπηλών δεκαθλητών, με τρέξιμο πολύ, ακαριαία και ακριβή απομνημόνευση, αλάνθαστη ισορροπία με πιάτα που κρέμονταν από τον λαιμό ως την παλάμη, κατά μήκος του βραχίονα και μέχρι πιο κάτω από τον αγκώνα, μικροί τους βλέπαμε σαν ένα είδος μάγου, τον οποίο δεν πρέπει να παρενοχλείς και να μην του ζητάς διαρκώς πατάτες. Μεγαλώνοντας η μαγεία χάνεται και αντικαθίσταται από μια ανυπομονησία και έναν αφόρητο εγωκεντρισμό. Ηρθαμε πρώτοι. Γιατί σερβίρουν τους άλλους; Γιατί μας είπε ότι δεν έχει πατάτες ενώ σ’ αυτούς δίνει; Πού είναι επιτέλους η μπριζόλα; Και ύστερα φεύγει κι αυτό και ακολουθεί η τρυφερή συγκατάβαση. Δε βαριέσαι Κύριε Αχιλλέα. Φέρε μια μπύρα και τα άλλα θα τα βρούμε. Μετά ο Κύριος Αχιλλέας αποσύρεται, αλλά και η παρέα αραιώνει, τα μαγαζιά αλλάζουν, αλλάζουν οι συνήθειες. Και μετά γίνεται η ανάρτηση που λέει ότι ο Κύριος Αχιλλέας, ευγενικέ μου κύριε, έφυγε από τη ζωή. Όταν αυτό συμβεί, όπως και να φωνάξεις τον περιποιητή, με παλαμάκια, με σφύριγμα, με Παρακαλώ!, με Κύριε!, με φίλε!, με Κοπελλιά;, εκείνος δεν θα έρθει. Το τραπέζι σου μένει άδειο αλλά ευτυχώς σε σερβίρουν οι αναμνήσεις.
Ο Κύριος Αχιλλέας: Με αυτόν ίσχυε το ανάποδο. Ηξερε τα επώνυμα αλλά δεν τα πήγαινε καλά με τα μικρά. Τον ενδιαφέραμε επί της ουσίας ποτέ; Ισως δεν πρόλαβε να διερωτηθεί και ο ίδιος. Ετρεχε συνέχεια. Και κρατούσε τη θέση του στο μπαρ, δίπλα στην Αγαθή. Και επιτηρούσε. Τώρα, επιτέλους, μπορεί να σταματήσει.