Δεν τον ξέρατε

Tου Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Ναι, δεν τον ξέρατε. Το 1973 οι περισσότεροι είστε αγέννητοι και εμείς οι γεννημένοι είμαστε πολύ μικροί, αλλά τουλάχιστον αρκετά μεγάλοι για να μας καρφιτσωθούν στη συνείδηση τα γεγονότα, μαζί με τον τελευταίο ήλιο του χρόνου, εκείνες τις γλυκειές αναλαμπές που συνηθίζει ο Νοέμβριος πριν μας παραδώσει αύτανδρους στον χειμώνα, έναν ήλιο που πέφτει τα μεσημέρια λοξά και μεγαλώνει τις σκιές. Ετσι παράμεινε στη μνήμη μας η εξέγερση στο Παράρτημα. Νέοι άνθρωποι, κόσμος πολύς, αντάρα, το φως να γέρνει και οι σκιές να μεγαλώνουν.

Μεγαλώσαμε κι εμείς εκείνες τις ημέρες και ακόμα περισσότερο στη συνέχεια, και ένα από τα ονόματα που άφησε πίσω του εκείνο το τριήμερο ήταν του Ακη Ταγκαλάκη, για τον οποίο ακούγαμε ψήγματα μαρτυριών και σποραδικές αναφορές, ενώ τον ίδιο τον είδαμε σε πάνελ, τις 2-3 φορές που τον έφεραν στην Πάτρα επετειακές εκδηλώσεις για τα Γεγονότα του ’73. Μισό αιώνα μετά, λίγο πριν
γιορταστούν τα 50 χρόνια από Τότε, ο Ταγκαλάκης φεύγει από τη ζωή, ταλαιπωρημένος από μια ασθένεια που πέτυχε, σε συνωμοσία με τον χρόνο, αυτό που δεν πέτυχαν οι χούντες και τα ανθρωποεργαλεία της: Να τον κάμψουν.

Μιλώντας με τους ανθρώπους της γενιάς του, μας ήρθε στο νου ο στίχος του Σαββόπουλου- για ποιόν γράφτηκε άραγε;- «μιλούσε, μιλούσε αυτός που οδηγούσε», από το «Δέντρο», το δεύτερο πιο λυπητερό τραγούδι από το «Φορτηγό», μετά τους «Παλιούς μας φίλους», όπου δε φτάνει που οι φίλοι για πάντα φύγανε, αλλά καίγονταν και κόβονταν γεφύρια, αυτά που μας συνέδεαν με το παρελθόν, πολύ βιαζόταν ο Σαββόπουλος να πενθήσει το Χθες του, ούτε καν τα τριάντα δεν είχε φθάσει. Αλλά ήξερε πως οι Παλιοί μας Φίλοι φεύγουν, με την έννοια ότι φεύγουν οριστικά οι χρόνοι και οι εποχές όπου είχαμε
συνυπάρξει μαζί τους.΄Η κάτι τέτοιο.

Ο Ακης Ταγκαλάκης περιγράφεται ως ένας άνθρωπος που μιλούσε, σαγήνευε, ενέπεε και οδηγούσε. Μη ρωτάτε πού οδηγούσε, δεν ξέρουμε αν στο φινάλε της ζωής του θα είχε ο ίδιος μια ξεκάθαρη απάντηση να δώσει. Σίγουρα κινητήρια δύναμη ήταν η ιδέα της απαλλαγής από τη χούντα. Η ανάσα. Η ανάγκη των νέων να ταράξουν τα νερά. Η ελευθερία ως πολιτική κατάκτηση και ως ερωτικό κύμα. Μπορεί και το όραμα ενός δημοκρατικού, σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, δεν παίρνουμε και όρκο, είκοσι χρονών ήταν ο Ταγκαλάκης και κάπου εκεί και τα άλλα μέλη της ομάδας που ξεκίνησε σαν συντροφιά και έγινε ποτάμι, και βγήκε στην Κορίνθου, και παρέσυρε την Πάτρα, όλη η πόλη είχε περάσει από η συμβολή με την Κολοκοτρώνη, παρατηρώντας για πρώτη φορά διαδήλωση μετά το 1967, και εμείς για πρώτη φορά στη ζωή μας, άναυδοι θωρούσαμε νέους σε παράταξη να
αποκαλούν μαλάκα τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως, τον κ. Παπαδόπουλο, από τον οποίο ζητούσαν να πάρει τη Δέσποινα και να λακήξει. Το μαλάκας, το είχαμε ακουστά. Η προστακτική «λάκα», τι μπορεί να σήμαινε;

Και πού οδήγησαν όλα αυτά; Δεν το ρωτήσατε, αλλά έτοιμοι είστε. Σας έχει διαποτίσει μια πεποίθηση ακυρότητας του αγώνα του ’73 και μια προκατάληψη καταχρηστικής αξιοποίησής του από την περίφημη Γενιά του Πολυτεχνείου «που κατέστρεψε την Ελλάδα». Δεν ήταν η χούντα που έκανε τη ζημιά, βλέπεις, ποιος τη θυμάται τη χούντα άλλωστε, η Γενιά της Μεταπολίτευσης έφερε την καταστροφή, εξαργυρώνοντας τους αγώνες 2-3 ημερών με καριέρες, προβολή και οφίκια. Εκείνοι πήραν τα υπουργεία, εκείνοι τις πρωθυπουργίες, εκείνοι ψηφίζανε τις κυβερνήσεις, εκείνοι τα έκαναν όλα. Οι Ταγκαλάκηδες, δηλαδή. Εντάξει, δεν τον ξέραμε, ούτε και επέδειξε κάποια ζέση να τον μάθει κανείς, κυρίως ιδιώτευσε μεταδικτατορικά, αλλά αυτό δεν αίρει τις μεγάλες του ευθύνες για τον εκτροχιασμό, τη χρεοκοπία, τη φαυλοκρατία, τη διάλυση του κράτους, τον εκμαυλισμό του κοινωνικού σώματος, τον νεοπλουτισμό, τον υπερκαταναλωτισμό, πιθανότατα δε και το δυστύχημα στα Τέμπη.

Δεν ξέρουμε. Και ούτε θέλουμε να μαθαίνουμε. Τα 50 χρόνια από την Εξέγερση μας
βρίσκουν σε φάση απόλυτης πεποίθησης για την ιστορία, την αλήθεια, την πολιτική, τα φαινόμενα, τη μιντιοκρατία και τα εμβόλια. Εκείνος που οδηγούσε είχε πάψει να μιλάει προ πολλού. Αραγε έτρεφε απογοήτευσε για τα οράματα που δεν δικαιώθηκαν ή περηφάνια για τη δική του στάση τον καιρό που οι αντιστάσεις είχαν αντίτιμο που πονούσε; Ο,τι και από τα δύο ή ένα κράμα από τα δύο και αν ίσχυε, ο ήλιος εκείνος αντέχει ακόμα, αν και λοξός, και ο χειμώνας, μολονότι ήρθε, δεν κατάφερε να μας πάρει. Και καθώς τα γεφύρια πίσω μας κόβονται, οι σκιές έχουν τόσο πολύ μεγαλώσει που οι παλιοί μας φίλοι φαίνονται γίγαντες και σίγουρα δεν έχουν φύγει.