Κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι
Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος»
Αναγνωρίσιμες μουσικές για τα παιδιά της γενιάς μας: Εθνικός ύμνος, Χριστός Ανέστη, σήμα αθλητικής Κυριακής, σήμα γιουροβίζιον. Με αυτή τη σειρά. Ειδικά το τελευταίο, όταν δονούσε το ηχείο (ένα είχε) της ασπρόμαυρης τηλεόρασης, ήταν το σύνθημα της μεγάλης στιγμής. Δευτερόλεπτα μετά θα βλέπαμε το Γουέμπλεϊ, το Σαν Σίρο, το Στάμφορντ Μπρίτζ και θα ακούγαμε την προσφώνηση «κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι». Δεν είμαστε τίποτα από τα τρία, αλλά η προσφώνηση ήταν ένα νεύμα προς το εθνικό κοινό: Το ποδόσφαιρο δεν είναι απαραίτητα σπορ των αλητών ή της άξεστης ανδρικής πλέμπας, αλλά μπορεί να απευθύνεται στον μέσο πολίτη, στον αστό, τη γυναίκα, τον καθώς πρέπει κόσμο, αν μεσολαβήσει ο καθώς πρέπει κύριος. Και πράγματι αυτό συνέβαινε. Επαιρνε θέση και το «ασθενές φύλο» στους καναπέδες και μας τσάκιζε στις ερωτήσεις: Ποιοι είναι οι δικοί μας; Γιατί αυτός φοράει μαύρα; Γκοοολ! Δεν ήταν γκολ; Τι είναι πάλι αυτό το οφάιντ;
Δεν ζει πλέον ο Κηλαηδόνης, δεν ζει ούτε και ο Διακογιάννης. Ο πρώτος έκανε τον δεύτερο στίχο στο βινύλιο, για τα φωνή που μας ενώνει και μας δονεί. Ο στίχος ήταν σατιρικός και κομψά ειρωνικός, όχι ως προς το πρόσωπο του εκφωνητή, αλλά ως προς τον εθνικό νεοκαταναλωτισμό ποδοσφαιρικού θεάματος, που καλλιεργήθηκε και εξαπλώθηκε χάρη στην εισβολή της τηλεόρασης στο ελληνικό σπίτι. Χάρη στην τιβί, νιώσαμε πώς κάναμε ένα βήμα προς τον πλουτισμό. Επιτέλους ανήκουμε στην προηγμένη διεθνή κοινότητα, αρκεί να μην πέσει κανένας κεραυνός πάλι στον Αίνο και η οθόνη δείχνει αυτά τα εκνευριστικά χιονάκια, που όταν πει να τα δείχνει, θα τα δείχνει με τις ώρες και πάντως σίγουρα όση ώρα θα διαρκούσε το ματς.
Στο ποδόσφαιρο επιτρέπονταν μέχρι δύο αλλαγές, αντικαταστάσεις τις μάθαμε. Μετά τον κορονοϊό έγιναν πέντε. Ο Γιάννης Διακογιάννης έζησε μέχρι τα 91, σαν να ήθελε ο θεός να τον κρατήσει ζωντανό για να μας θυμίζει ότι έμεινε αξεπέραστος. Κάποιος μεγαλόσχημος (ο Ντε Γκολ;) αποφάνθηκε πως ουδείς αναντικατάστατος, αλλά αυτό αναιρεί τη μοναδικότητα του ανθρώπου. Ουδείς μη αναπληρώσιμος, εντάξει: Όταν ο υπουργός σπάσει το πόδι του, θα αναπληρωθεί από τον αναπληρωτή του, αλλά η φωνή, η φιγούρα, το ύφος, η σκέψη, δεν θα είναι ίδια. Ο Διακογιάννης απογείωσε την αθλητική δημοσιογραφία και μετατράπηκε σε καλό αγωγό διάχυσης και νομιμοποίησης του μαζικού αθλητισμού, αλλά ταυτόχρονα στοίχειωσε τον χώρο: Δεν αναγνωρίσαμε ποτέ κανέναν αντάξιο, κάτι που αποτέλεσε λαβή για μια μόνιμα απαξιωτική αντιμετώπιση των μεταγενέστερων
σπορκάστερ, αλλά και συλλήβδην των ανθρώπων του «γυαλιού». Τι να μας πει ο ένας, τι να μας πει ο άλλος. Κάποιους δικαίως τους είχαμε στο ψιλό- όπως τον σχολιαστή που είχε καταφέρει να μεταδώσει ότι ο Αουγκεντάλερ έβαλε γκολ με κεφαλιά από κόρνερ που είχε χτυπήσει ο Αουγκεντάλερ- αλλά κάποιους τους αδικήσαμε. Βγάλαμε πάνω τους την κόμπλα για το γεγονός ότι απολάμβαναν προβολή. Μετά τον Διακογιάννη, κάθε αναγνωρίσιμος δημοσιογράφος έγινε αντικείμενο ανάκλασης του εθνικού μας συμπλέγματος, του ανδρικού ως επί το πλείστον. Αλλά όποιος δοκιμάσει μια φορά στη ζωή του να περιγράψει
με μικρόφωνο ένα δρώμενο με ταχείες εναλλαγές που απαιτεί γνώσεις και πληροφορίες οι οποίες δεν χωράνε σε μια ντουλάπα, μπορεί να σας διαβεβαιώσει ότι το σαρδάμ και η γκάφα ενεδρεύουν σε κάθε δευτερόλεπτο, πολύ περισσότερο όταν ο χώρος των τεκταινομένων είναι αχανής. Λάθη μπορεί να έκανε και ο Διακογιάννης, αλλά ποιος το ‘ξερε για να το πει; Ποιος κοτούσε να σηκώσει το χέρι;
Ο Διακογιάννης διέφερε γιατί ήταν φορέας μιας πολυδιάστατης παιδείας, σύμφωνα με την οποία η Αγγλία ήταν «το νησί», το Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν «το κύπελλο Ζίλλλ Ρρρριμέ», οι αναγνωριστικές μπαλιές ήταν «τίποτε ιδιαίτερο μέχρι στιγμής», ο διάδρομος ήταν «το κουλουάρ» και βέβαια απαγορεύονταν φράσεις του καθαρευουσιάνικου ή του στερεοτυπικού συρμού, του λεξιλογίου του επαγγέλματος δηλαδή, που κάνει τις σημερινές μεταδόσεις να βαραίνουν από τα κλισέ και τους εξυπναδικισμούς. Ο Διακογιάννης μιλούσε την προσωπική του διάλεκτο. Έναν συνδυασμό από καλά ελληνικά, απλό ύφος, αξιοσημείωτες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις- σου πέταγε και τον πληθυσμό της Λισαβόνας άμα του τη βίδωνε το γκολ της ομάδας που αντιπαθούσε- και αριστοκρατικό ενθουσιασμό για
το σπορ, με πιο αξέχαστη την έκρηξή του όταν ο Ταρντέλι σημείωνε «Το ΔΔΔΔΔύο
Μηδένννν» στον τελικό με τη Βραζιλία, όπου κατάφερε η φωνή του να εμφανιστεί σαν μεταγλώττιση της ιαχής του σκόρερ, καθώς εκείνος έτρεχε με τα τσαούλια του να πάλλονται.
Στιβαρός και αυστηρός, πνευματώδης αλλά όχι χιουμορίστας, πληθωρικός αλλά όχι
φλύαρος, οξυδερκής αλλά όχι εμμονικός, ο Διακογιάννης κινείτο με άνεση Ρότζερ Μουρ με γνώμονα τη χάρη, μακριά από την ανία, μακριά από τη γραφικότητα, με αίσθηση του μέτρου, σαν τους μαέστρους που διακρίνουν την παραφωνία στον πέμπτο βιολιστή. Δεν αντικαταστάθηκε εκείνος, αλλά αντικατασταθήκαμε εμείς: Το ταπεινό κοινό της δεκαετίας του ’70, γίναμε ένα τσούρμο χοντροκομμένοι ξερόλες που έχουμε αναγάγει την κακολογία και τον εξυπναδικισμό σαν σπορ, με εθνικό μας ποδοσφαιρικό φαγητό την πίτσα, που συνδυάζει ίντριγκα με ευκολία και ενώ σε χορταίνει, σου αφήνει χώρο και για άλλη πίτσα, και για άλλη πλάκα, και για άλλα ματς. Αν ο Διακογιάννης ανασταινόταν, ασπρόμαυρος και κοφτερός, στην πλάκα θα τον παίρναμε, για την προφορά του, τα αστικά του σχόλια, την κουλτούρα του. Δεν έχει αυθεντίες ο τόπος πια. Ο ραγιάς έγινε αυθέντης ο ίδιος ή έτσι νομίζει πώς. Η τηλεόραση η ασπρόμαυρη χρωματίστηκε, μεγάλωσε, έγινε μια χαρά γήπεδο,
κρεμασμένο στο σαλόνι σαν την Γκουερνίκα, αλλά γίναμε ασπρόμαυροι εμείς, και μας ενώνει και μας δονεί, των σόσιαλ μίντια το χωνί.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News