Ιταλοί για Γάλλοι τουρίστες στη Δυτική Ελλάδα μετά από χρόνια: Ανεβάζει ταχύτητες ο Τουρισμός

H κίνηση αναμένεται να αυξηθεί κατά 21% σε σχέση με πέρυσι – Περιορισμένη δυναικότητα κλινών στην Αχαΐα

Ιταλοί για Γάλλοι τουρίστες στη Δυτική Ελλάδα μετά από χρόνια: Ανεβάζει ταχύτητες ο Τουρισμός Οι απευθείας πτήσεις της Ryanair από Μπάρι είχαν μεγάλη ζήτηση

Η τουριστική περίοδος του 2025 δείχνει να εξελίσσεται με θετικό πρόσημο για τη Βορειοδυτική Πελοπόννησο, με το αεροδρόμιο του Αράξου να καταγράφει σταθερή αύξηση στις προγραμματισμένες αεροπορικές θέσεις έως και τον Οκτώβριο.

Τα στοιχεία του «Airdata tracker» του ΙΝΣΕΤΕ αποκαλύπτουν ότι, εφόσον οι κρατήσεις θέσεων μετατραπούν σε πραγματικές αφίξεις τουριστών, η κίνηση αναμένεται να αυξηθεί κατά 21% σε σχέση με πέρυσι, φτάνοντας τις 86.000 αφίξεις, από 71.000 που καταγράφηκαν το 2024.

Η ισχυρότερη δυναμική προέρχεται από την Ιταλία και τη Γαλλία. Οι απευθείας πτήσεις της Ryanair από Μπάρι είχαν μεγάλη ζήτηση, καθώς μέχρι σήμερα 9.600 επιβάτες ταξίδεψαν στον Αραξο, έναντι 2.600 την ίδια περίοδο πέρυσι — αύξηση 268%. Αν επιβεβαιωθούν οι προκρατήσεις, μέχρι τον Οκτώβριο οι αφίξεις από την Ιταλία θα ξεπεράσουν τις 13.000, σημειώνοντας άλμα 316,7%. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το ποσοστό αύξησης από τη Γαλλία, όπου η Volotea εγκαινίασε φέτος δύο απευθείας πτήσεις από Ναντ και Λιλ. Μέχρι σήμερα σχεδόν 8.000 Γάλλοι έχουν επισκεφθεί τη Δυτική Ελλάδα μέσω Αράξου, έναντι μόλις 189 πέρυσι, γεγονός που μεταφράζεται σε εκρηκτική άνοδο 4.000%. Αν και οι απόλυτοι αριθμοί παραμένουν χαμηλότεροι από άλλες αγορές, η αναλογία δείχνει μια εξαιρετικά δυναμική είσοδο της γαλλικής αγοράς στην περιοχή.

Η Γερμανία, η μεγαλύτερη παραδοσιακή αγορά για τον τουρισμό της περιοχής, παραμένει σταθερή με 32.000 αφίξεις, ίδιο αριθμό δηλαδή με το 2024. Παράλληλα, οι αεροπορικές εταιρείες ενισχύουν το δίκτυο συνδέσεων, είτε μέσω νέων δρομολογίων είτε με αυξημένες συχνότητες υπαρχόντων γραμμών.

Ωστόσο, η φετινή χρονιά χαρακτηρίζεται από έντονη παρουσία κρατήσεων τελευταίας στιγμής. Οι τουρίστες κλείνουν τις διακοπές τους ακόμη και 2-3 ημέρες πριν την άφιξη, πιέζοντας τον προγραμματισμό των επιχειρήσεων. Οι ξενοδόχοι, από την άλλη, δεν μπορούν να προσφέρουν μεγάλες εκπτώσεις λόγω αυξημένων λειτουργικών εξόδων, όπως η ενέργεια, η εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας και το τέλος κλιματικής αλλαγής, γεγονός που κρατά τις τιμές σε σχετικά υψηλά επίπεδα.

Ψάχνουμε τουρίστες, έχουμε κρεβάτια;

Το ερώτημα που προκύπτει μπροστά στις αυξημένες αφίξεις είναι κατά πόσο η Αχαΐα διαθέτει επαρκή ξενοδοχειακή και εναλλακτική υποδομή για να υποστηρίξει αυτή την τουριστική άνοδο. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (2022), ο νομός διαθέτει 180 ξενοδοχειακές μονάδες και ομοειδή καταλύματα, με συνολική δυναμικότητα περίπου 5.200 κλινών. Στην καταγραφή αυτή περιλαμβάνονται και τουριστικά κάμπινγκ που λειτουργούν στην περιοχή. Η Πάτρα, ως τρίτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, αποτελεί τον κεντρικό πόλο έλξης, ωστόσο η πλειονότητα των καταλυμάτων συγκεντρώνεται κατά μήκος των παραθαλάσσιων περιοχών και στις ζώνες κοντά σε τουριστικά αξιοθέατα.

Παράλληλα, η βραχυχρόνια μίσθωση καταγράφει αξιοσημείωτη παρουσία, με περίπου 300 ακίνητα τύπου Airbnb να διατίθενται στην Αχαΐα. Πρόκειται για διαμερίσματα, εξοχικές κατοικίες και παραδοσιακά σπίτια που αξιοποιούνται κυρίως τους θερινούς μήνες, προσφέροντας μια πιο ευέλικτη επιλογή διαμονής. Οι τιμές παραμένουν ανταγωνιστικές, προσελκύοντας τόσο εγχώριους όσο και ξένους ταξιδιώτες. Η αύξηση αφίξεων, ειδικά από νέες αγορές όπως η Γαλλία, δημιουργεί προοπτικές για μεγαλύτερη οικονομική απόδοση στην τοπική αγορά, αλλά και προκλήσεις σε ό,τι αφορά την επάρκεια υποδομών. Η περιορισμένη διαθεσιμότητα κλινών μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές και αυξημένη ζήτηση για εναλλακτικές μορφές φιλοξενίας, ενώ η διατήρηση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών θα αποτελέσει κρίσιμο παράγοντα για τη βιώσιμη ανάπτυξη του τουριστικού προϊόντος. Η φετινή τουριστική εικόνα δείχνει πως η Δυτική Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μια ευκαιρία, αλλά και σε ένα στοίχημα: να διαχειριστεί αποτελεσματικά την αυξημένη ζήτηση, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι η εμπειρία των επισκεπτών θα είναι αντάξια των προσδοκιών που δημιουργεί η δυναμική άνοδος των αφίξεων.