Μη μου βγάζεις φύλλο

Ο διευθυντής σύνταξης της «Π» Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει για την εφημερίδα «Αυγή»

Πριν κάτι μέρες  χρειαστήκαμε την «Αυγή της Κυριακής» για να διαβάσουμε ένα άρθρο της Σίας Αναγνωστοπούλου.  Τιμή φύλλου, χωρίς ένθετα, βιβλία, στρώματα θαλάσσης που συνοδεύουν κυριακάτικες εκδόσεις, ευρώ τρία. Τσουχτερή. Αλλά επρόκειτο για ένα καπέλο που είχε την αγνή λογική της ενίσχυσης της εφημερίδας: Μια επίκληση στον πατριωτισμό των μελών, να στηρίξουν την εφημερίδα του κόμματος, εν μέρει επειδή αποτελεί παραταξιακό όργανο, εν μέρει επειδή σαν έντυπο έχει ιστορία, που μας παραπέμπει στην ηρωική, ιδεαλιστική περίοδο κατά την οποία αριστερά σήμαινε διωγμοί, αγώνες και κουλτούρα. Πολλά μέλη  της θέλουν να πιστεύουν ότι βρισκόμαστε ακόμα στην περίοδο αυτή, γι’ αυτό μιλούν για τον Αδωνι Γεωργιάδη σαν να πρόκειται για τον Μανιαδάκη του καθεστώτος Μεταξά.  Αλλά ό,τι και να πιστεύουν τα μέλη, η πραγματικότητα λέει ότι η εφημερίδα δεν είχε ζήτηση. Η κυκλοφορία της ήταν σπιθαμιαία, απολύτως αναντίστοιχη προς τις εκλογικές επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ.

Αν αυτό είχε να κάνει με την ποιότητα του φύλλου, θα περίμενες εν τοιαύτη περιπτώσει ότι οι οπαδοί του κόμματος θα εκδήλωναν άλλες προτιμήσεις, συνεπώς θα υπήρχε μια άλλη εφημερίδα που θα επωφελείτο από τη ραγδαία αύξηση των ποσοστών του κόμματος. Αλλά ούτε αυτό ισχύει. Οι άλλες εφημερίδες του χώρου επίσης δεινοπαθούν κυκλοφοριακά. Με την ευκαιρία, τι θα πει «εφημερίδα του χώρου»; Είναι η εφημερίδα που κατά κύριο λόγο φτιάχνεται από ανθρώπους που απηχούν τη φιλοσοφία, το πνεύμα, τις παραδόσεις, τις τάσεις της παράταξης και που αποδίδουν την επικαιρότητα με ένα ύφος το οποίο είναι συμβατό προς τις αντιλήψεις και τις αναμονές των οπαδών του κόμματος. Προκειμένου να τη διαβάζουν και κυρίως να τέρπονται και να βγάζουν το άχτι τους παρά να ενημερώνονται. Την εφημερίδα δεν τη διαβάζεις τόσο για να ενημερωθείς όσο για να ευχαριστηθείς ενημέρωση. Ελπίζουμε ότι  η διαφορά είναι κατανοητή.

Το όλο φαινόμενο παίρνει αρκετές ερμηνείες. Κάποιος λέει ότι οι καιροί δεν ευνοούν τα έντυπα κομματικά όργανα. Αυτή η εκδοχή είναι λογικοφανής, αλλά δεν κολλάει με το πνεύμα της εποχής κατά το οποίο θέλουμε διακαώς να ακούμε απόψεις με τις οποίες συμφωνούμε και εξαγριωνόμαστε όταν πέφτουμε πάνω σε αντίθετες (κάτι που στην ουσία λατρεύουμε, γιατί μας ψοφάμε να εξαγριωνόμαστε). Άλλος διερωτάται, ΟΚ, οι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ δεν διαβάζουν την «Αυγή». Αλλά ποια εφημερίδα διαβάζουν; Η απάντηση είναι πως δεν πολυδιαβάζουν εφημερίδα, κάτι που ασφαλώς ισχύει και στην άλλη πλευρά: Η ΝΔ πλειοψηφεί καταφανώς, αλλά ούτε οι εφημερίδες του δικού της κλίματος σκίζουν σε απήχηση. Άλλος λέει ότι στην ουσία «οπαδός του ΣΥΡΙΖΑ» είναι ένα υποσύνολο του «ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ» που δεν συνεπάγεται συνείδηση σταθερού ανήκειν σε παράταξη.   Τη συζήτηση κλείνει εκείνος που παρατηρεί: Δείτε εκατό άτομα σε ουρά, σε  αίθουσα αναμονής, στον δρόμο. Πόσοι από αυτούς διαβάζουν εφημερίδα;

Με λιγότερα λόγια, η «Αυγή» είναι το πιο ευάλωτο θύμα μιας γενικευμένης απαξίας κατά του έντυπου τύπου (άχαρος πλεονασμός, αλλά δεν έχει βρεθεί κατάλληλος γλωσσικός όρος για να αποδώσει τα άυλα  ενημερωτικά μέσα με μια λέξη, που δεν θα είναι «τύπος»).  Σε έναν κόσμο που τρέχει πολύ γρήγορα, πραγματικά ή φαντασιακά, η έννοια της ιστορικής εφημερίδας δεν λέει και πολλά. Το παρελθόν έχει πολύ μικρότερη σημασία από όση πιστεύουν οι παλιότεροι. Δεν έχουμε και πολύ χρόνο να καταναλώσουμε παρελθόν, όταν υπάρχει τόσο παρόν να μας διεκδικεί. Η ταχύτητα του διαδικτύου στην παραγωγή και διακίνηση υλικού προς κατανάλωση, είναι ασυναγώνιστη. Οι εφημερίδες είναι σαν το θέατρο: Επιβάλλουν αυτοπειθαρχία, σιωπή, αυτοσυγκέντρωση, αναμέτρηση με κείμενα. Ασε που θέλουν και να πληρώνεις. Όχι τρία ευρώ, αλλά ούτε μισό δεν σου δίνει ο άλλος. Μισό έχουν τα χαρτομάντηλα, και είδες πόσο κρατάνε.

Θα πεις, όποιος διαβάζει κείμενα έχει συνθετότερη σκέψη. Ακόμα χειρότερα δηλαδή.