Νοέμβρης 1073: Η πρώτη μέρα

Του Τριαντάφυλλου Ιορ. Μασμανίδη, ήταν μαθητής Τεχνικής Σχολής.

Πρωί-πρωί στις 5, ως συνήθως, χτύπησε το ξυπνητήρι της κυρά-Δέσποινας, για να σηκωθεί, να ετοιμαστεί να πάει για δουλειά στην «Πειραϊκή-Πατραϊκή».

Ταυτόχρονα ξύπνησε και μένα, γιατί εκείνο το «φεγγάρι» στις 5.30 έπρεπε να είμαι στο γεφυράκι του Αϊ-Γιάννη, για να με φορτώσει ο μάστρο-Μήτσος στη σκεπαστή με μουσαμά καρότσα του Datsun να πάμε να δουλέψουμε στο Στρατιωτικό Αεροδρόμιο Ανδραβίδας.

Οταν γυρίζαμε το σούρουπο στην Πάτρα εξαντλημένοι, έπρεπε λάχα-λάχα να πλυθώ, ν’ αλλάξω, να φάω, να μαζέψω τετράδια και βιβλία, να τα βάλω στον χαρτοφύλακα και να πάω στη νυχτερινή Τεχνική Σχολή. Εκείνη τη νύχτα, το κλίμα έξω από τη Σχολή ήταν εντελώς διαφορετικό. Η ώρα είχε πάει 7.30 κι ενώ χτυπά το κουδούνι για να ανέβουμε στις τάξεις κάτω στην είσοδο, Κορίνθου & Αγίου Νικολάου, μαθαίνω από συμμαθητές μου πως στο Παράρτημα του Πανεπιστημίου έχουν κάνει κατάληψη οι φοιτητές!

Δεν χάθηκε χρόνος. Η απόφαση πάρθηκε επιτόπου. Δεν πάμε στο μάθημα. Κι αμέσως φεύγουμε, μια ομάδα 15 μαθητών, για το επόμενο σταυροδρόμι, Κορίνθου και Κολοκοτρώνη. Μόλις φτάσαμε, εντυπωσιαστήκαμε, ήταν κάτι που δεν είχαμε ξαναδεί. Ετσι όπως ήταν κατεδαφισμένο το Σινεμά «Αίγλη» και είχε πέσει η πλάκα του υπογείου της πολυκατοικίας που υπάρχει σήμερα, βλέπαμε το προαύλιο του Παραρτήματος, ιδιαίτερα τα πίσω μπαλκόνια. Εκεί ψηλά ήταν φοιτητές, είχαν κρεμάσει πανό και φώναζαν συνθήματα: «Απόψε πεθαίνει ο φασισμός», «δούλα-δούλα Σπυριδούλα», «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία», κ.ά.

Ηταν η πρώτη μέρα της κατάληψης, της εξέγερσης των μορφωμένων παιδιών της αλυσοδεμένης Ελλάδας από προδότες στρατιωτικούς, που εξυπηρετούσαν ξένα συμφέροντα! Τα τραγούδια του Μίκη, που κρυφά ακούγαμε σε γκαρσονιέρες
φοιτητών, τώρα ακούγονται δημόσια! Οχι δεν ήταν όλα συνειδητά, πολλά ήταν συμπτωματικά! Η παρουσία του κόσμου έξω από το Παράρτημα μικρή. Είχαμε χούντα, υπήρχε φόβος!

Ο χρόνος κυλά κι ενώ προσπαθώ να «ρουφήξω» το σκηνικό, την κάθε λεπτομέρεια, διακρίνω μέσα στο αραιό πλήθος δύο φίλους συμμαθητές στα Γυμνάσια του σημερινού συκροτήματος Τεμπονέρα, τον Βασίλη και τον Χρήστο.

Τρεις μας, μαζί με 3 μαθήτριες από το Αρσάκειο, στήνουμε «πηγαδάκι» επί της Κορίνθου, ώστε να έχουμε οπτική επαφή με τους φοιτητές στα μπαλκόνια.

Είμαστε όλοι συνεπαρμένοι απ΄ αυτό που ζούμε. Συζητάμε, ανταλλάσουμε πληροφορίες, κρίνουμε την παρουσία Πατρινών και ξαφνικά ο Βασίλης βάζει το ερώτημα «κλειδί»: «Θέλετε να φωνάξουμε ένα σύνθημα;» Ποτέ μέχρι εκείνο τον Νοέμβρη του 1973 δεν είχα φωνάξει σύνθημα. Ποιο σύνθημα, άρχισαν οι αναμεταξύ μας ερωτήσεις. Με ποιον τρόπο θα το φωνάξουμε; Τι θα πει ο κόσμος;

Κι αν μας πιάσουν αστυνομικοί; Ο Βασίλης, αποφασιστικός, απαντά «το σύνθημα που θα φωνάξουμε θα είναι: Είμαστε μαζί σας!».

Ημουν εκεί ανάμεσα στους 6 μαθητές που φώναξαν το πρώτο σύνθημα συμπαράστασης στους εξεγερμένους φοιτητές. «Είμαστε μαζί σας». Ακούστηκε δυνατά, καθαρά, αληθινά!

Οι φοιτητές τα χάνουν. Ηρθε κάτι μοναδικό από εκεί που δεν το
περίμεναν. Μπροστά στη μάντρα του Παραρτήματος, πάνω σε μαδέρια
είναι ανεβασμένοι και απαντουν με δικά τους συνθήματα. Ενας κοκκινομάλλης φωνάζει στους συμφοιτητές του: «Κοιτάτε-κοιτάτε τους πιτσιρικάδες πως εξηγούνται!».

Ο χρόνος συνεχίζει… σταματημένος. Κάτω από τις στοές είναι σκορπισμένοι συμμαθητές από τη Σχολή, απομακρύνομαι από το «πηγαδάκι» κι αρχίζω να τους συγκεντρώνω και να, από το τίποτα, στήνεται μια «κλάκα» 20 μαθητών. Τώρα, πλέον, φωνάζουμε τα ίδια συνθήματα με τους φοιτητές.

Ενώ έχει απαγορευτεί η κυκλοφορία αυτοκινήτων αντιλαμβάνομαι δύο να παρκάρουν επί της Κορίνθου, ανοίγουν οι πόρτες κι αυτοί που κατέβηκαν σου έδιναν να καταλάβεις πως ήταν αστυνομικοί. «Τι γίνεται ρε φίλε εδώ;» ήταν το ρητορικό ερώτημα ενός σε μένα. Τι να πω, τα χρειάστηκα. «Εδώ τα παιδιά
φωνάζουν» απαντώ και αποχωρώντας «διακριτικά» στρίβω από Κολοκοτρώνη προς Κανακάρη. Και τώρα; Πώς ξαναγυρίζω στο «πανηγύρι» της Ελευθερίας; Πώς
ανατρέπω την «ήττα» μου; Κρύβομαι στη διπλανή πολυκατοικία- γιαπί
και μέσα στο σκοτάδι, ψηλαφητά, βρίσκω τον όροφο, πηδάω από το μπαλκόνι στη μάντρα του Παραρτήματος και μπαίνω μέσα στην κατάληψη, στην εξέγερση!

Τι να πρωτοθυμηθώ από εκείνη τη νύχτα! Ο χρόνος άρχισε να ξανατρέχει…