Οι κερατάδες της Κυριακής

Του Κωνσαντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Σε πιάνει σχεδόν συνωμοτικά από τον αγκώνα και εξομολογείται ενοχικά: «Τις Κυριακές διάβαζα δύο εφημερίδες. Τώρα τις έχω σταματήσει. Μου έπαιρνε πολύ χρόνο αυτό». Και αντί να διαβάζει μόνο όσο προλάβαινε και αυτά που κυρίως τον ενδιέφεραν, επέλεξε να μη διαβάζει καθόλου στο εξής. Δεν μας λέει όλη την αλήθεια, φυσικά. Και το ξέρει. Και το ξέρει ότι το ξέρουμε. Αλλά οι ομολογίες έχουν όρια. Το ξέρουμε από τα δικαστήρια αυτό. Κυρίως όμως το ξέρουμε από τον εαυτό μας.

Δεν διαβάζει γιατί δεν θέλει να διαβάσει. Δεν διαβάζει γιατί δεν μπορεί να διαβάσει. Δεν διαβάζει γιατί δεν θέλει να προσπαθήσει να μπορέσει, δεν θέλει να νιώσει τον τρόμο αυτής της αδυναμίας. Αλλοι, λιγότερο φιλότιμοι, το περιγράφουν σαν κατόρθωμα. Τους έκοψα τους κερατάδες, φωνάζουν στη σύντροφό τους, η οποία ήταν πάντα πιο πραγματίστρια: Δεν το προσπαθούσε καθόλου, αντιθέτως της φαινόταν  κάτι σαν κυριακάτικο κόλλημα. Μας σκοτίζεις με τις εφημερίδες σου. Διαβάζεις και δεν μιλάς. Τις σκορπίζεις εδώ κι εκεί. Και κάνουν κι ένα σωρό λεφτά. Όταν βέβαια κόβεις το διάβασμα και αρχίζεις να μιλάς, νοσταλγούν τις Κυριακές που διάβαζες εφημερίδες.

Ανοίγεις την κυριακάτικη έκδοση, ήμαρτον. Σελίδες επί σελίδων με πελώρια κείμενα. Τα μεγάλα θέματα αναπτυγμένα σε ένα σερί από διαφορετικές προσεγγίσεις, αναλύσεις, συνεντεύξεις, ασκήσεις διανόησης. Ηττάσαι από την πρώτη παράγραφο. Τι διάβασα τώρα; Ξανά από την αρχή. Στη μέση σταματάς. Άλλες φορές ξεκινάς από τη μέση, από μια τυχαία παράγραφο, από ένα μότο, μια λεζάντα. Σηκώνεις το βλέμμα, διαπιστώνεις ότι είσαι ένας μοναχικός οδοιπόρος σε μια έρημο από λέξεις, μια στέππα από πληκτική, χαμηλή βλάστηση. Κανένα δέντρο, καμία σκιά. Καμία οφθαλμαπάτη, μια φαντασιακή όαση με νερά και φοίνικες. Ένα Πρέπει σε έχει βουτήξει από το σβέρκο και σε πάει μαλλιοκούβαρα. Τα ένθετα βγαίνουν το ένα μέσα από το άλλο, σαν αυστηρές μπάμπουσκες. Σε περιμένει πολύ ξύλο ακόμα. Αν μπορούσες να συγκεντρωθείς, αν μπορούσες να αναμετρηθείς με δύσκολες λέξεις και παχύρρευστα νοήματα, θα έφτανες σε ένα ξέφωτο ενημερωμένος και αυτοβελτιωμένος, πλουσιότερος σε πληροφορίες και έννοιες που δεν ενδιαφέρουν κανέναν από την πλατιά, αγριεμένη, αγχωτική, βιαστική κοινωνική αγέλη που παίζει ένα βόλει από ατάκες πάνω από ταλαιπωρημένα  υπολείμματα καφέ.

Οι κυριακάτικες εκδόσεις απαιτούν χρόνο και καθαρό κεφάλι, αλλά αντί να προσαρμόζονται στα δεδομένα των εποχών, τα κοντράρουν. Δυσκολεύεσαι με την ποιότητα και την ποσότητα, σου λένε; Θα στην επαυξήσω, σου απαντάει. Και θα κάνω το περιεχόμενο ακόμα πιο στρυφνό, με συνεργάτες που αρθρογραφούν σαν να απευθύνονται σε μεταπτυχιακούς της συγκριτικής λογοτεχνίας. Χάνουν τους χειρότερους, που είναι οι πολλοί, εστιάζουν τους καλυτερότερους που λιγοστεύουν, αλλά και εκείνοι αδιαφορούν. Τις προάλλες τηλεφωνήσαμε σε γνωστή προσωπικότητα για να συζητήσουμε πάνω σε ένα άρθρο της που δημοσιεύθηκε σε κυριακάτικο πλούσιο φύλλο. «Α, το βάλανε;» μας είπε. Δεν παρακολουθούσε καν την έκδοση που την αφορούσε.

Δεν ξέρουμε ποιο θα είναι το μέλλον του τύπου. Ξέρουμε όμως ποιο είναι το παρόν του και ποιο είναι το παρόν του αναγνώστη. Καλή ιδέα είναι να απευθύνεσαι στις ελίτ, αρκεί να βγάζεις τα έξοδά σου. Ετσι κι αλλιώς, ο «μέσος» άνθρωπος, έχει οθονοποιήσει το κεφάλι του, δεν χωράει κάτι άλλο πιο περίπλοκο, αλλά και αρκετοί ποιοτικοί ιστότοποι εφημεριδοποιούνται. Η διαφορά ήταν πάντα ότι η εφημερίδα υπάκουε στον αρχισυντακτικό κανόνα, στη ρύθμιση των δόσεων και την ιεράρχηση των θεμάτων στη βάση αυτοσχέδιων αλλά  δοκιμασμένων κριτηρίων. Σήμερα, όμως, ο κανόνας αυτός περιθωριοποιείται. Διεκδικώντας χρόνο από τον αναγνώστη που δεν θέλει, δεν μπορεί, δε γουστάρει να στον διαθέσει, κάνεις σαν τον πωλητή που φλομώνει τον υποψήφιο αγοραστή, με αποτέλεσμα εκείνος να το σκάει τρέχοντας από το μαγαζί, γιατί δεν αντέχει να του εκθέτουν τη γύμνια του, την αγοραφοβία του, την ανεπάρκειά του.

 

Δείτε επίσης: