Το τρόπαιο του Μιλτιάδη

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Δεν κάψαμε μόνο τα δάση μας αυτό το καλοκαίρι. Γκρεμίσαμε και τα τείχη μας. Οσα είχαν απομείνει από αυτά, γιατί είχαμε γκρεμίσει μεγάλο μέρος τους κατά τις προηγούμενες σούπερ επιτυχίες του Μίλτου Τεντόγλου και άλλων πρωταθλητών. Και πρωταθλητριών, αλλά τους πρωταθλητές τους χαιρόμαστε κατά τι περισσότερο. Όπως κάνει κάθε οικογένεια με τον γιο. Μεγάλη υπόθεση η κόρη, αλλά ο γιος είναι άλλο πράγμα. Η κόρη σου φέρνει ένα ποτήρι νερό. Ο γιος είναι για μεγάλα πράγματα, αρκεί να μάθει να ξυπνάει πριν το μεσημέρι.

Ειδικά με τον Τεντόγλου σκίζουμε και τα ρούχα μας. Το αξίζει ο τύπος, δεν είναι μόνο λεβέντης, είναι και καραμπουζουκλής. Τους κερδίζει με κάτω τα χέρια, ρε φίλε. Και πηδάει όποτε θέλει. Θέλει στην αρχή; Φάε οκτώ πενήντα, Τζαμαϊκανέ. Θέλει στο τέλος; Φάε οκτώ πενήντα δύο, για να δεις τι σημαίνει παλικάρι.

Είναι και κουλ ο τύπος. Κάνει τη μια «επική δήλωση» μετά την άλλη. Είναι χαλαρός, γήινος, ο ορισμός του «άμα λάχει, να πούμε», αλλά χωρίς μαγκιές και φινιστρινιές. Δεν προκαλεί. Πώς λέμε αυτούς που δεν ενοχλούν; Ανενόχλητος. Αυτό. Είναι ταπεινός και φίνος, δεν κομπάζει: Αυτή είναι και η ιδανική μορφή κομπασμού που ονειρευόμαστε για την πάρτη μας. Ενας Λούκι Λουκ του στίβου. Ο κόσμος να χαλάσει, αυτός με το αλογάκι του να σεργιανάει από τόπο σε τόπο με ένα κλαράκι στα χείλη και το ηλιοβασίλεμα για παρέα. Ενδιάμεσα, σπάει τα ρεκόρ με τα άλματα και πυροβολάει πιο γρήγορα και από τη σκιά του. Εχει στείλει τρεις φορές τη σκιά του στο νοσοκομείο με σφαίρα στη χολή και στον πνεύμονα.

Οι μεγάλοι αθλητές είναι το καμάρι της φυλής. Ενσαρκώνουν τα εθνικά μας πρότυπα, την εθνική μας ιδέα για τις παραδοσιακές μας αρετές και τα συλλογικά μας χαρακτηριστικά. Κάνουμε πάνω τους προβολή του εαυτού μας, σε βαθμό που ο εαυτός μας τους υποκαθιστά και τους παραμερίζει. Το ιδεότυπο Τεντόγλου, με αφορμές και εμπνεύσεις που δίνει ο ίδιος, εμποτισμένος από μια ανάγκη απομυθοποίησης που τον αποφορτίζει, τείνει να κυριαρχεί πάνω στο πραγματικό φαινόμενο Τεντόγλου. Τον προικισμένο αθλητή που λιώνει στην προπόνηση, που εξελίσσεται, που κυνηγά τον στόχο με σπάνια προσήλωση, σοβαρότητα και αυτοπειθαρχία και που βρίσκει στη σεμνότητα τη γαλήνη της εσωτερικότητας.

Ο υψηλός πρωταθλητισμός, αλλά και ο γνήσιος αθλητισμός με τις αξίες του, δεν είναι εύκολα αποκωδικοποιήσιμα στοιχεία. Είτε μιλάμε για τον Τεντόγλου, είτε για τον Ντουπλάντις, είτε ακόμα και για τη Γκρισμπιώτη και φυσικά όλα τα μικρά και μεγάλα θηρία που παρέλασαν από τους στίβους του παγκόσμιου πρωταθλήματος, οι σφαίρες τους είναι ασύλληπτες για τον κοινό άνθρωπο. Αλλά καθώς ο τελευταίος θέλει να βουτήξει ψωμάκι στη δόξα και τη λάμψη του υπερανθρώπου, δεν έχει άλλη λύση από την εξανθρώπιση, το κόντεμα, την ενασχόληση με την ατάκα, τη γκριμάτσα, τον παππού από την περιφέρεια, την κερασμένη μπύρα, την πλακίτσα με τον γιαπωνέζο ρεπόρτερ. Αν σε κάποιο μέλλον ο Τεντόγλου βαρύνει και τα βάθρα ψηλώσουν, το επόμενο τροπάριο είναι γνωστό. Ελα μωρέ, τι να μας πει και ο Τεντόγλου. Πήρε δύο- τρία χρυσά, διορίστηκε κι εξαφανίστηκε.