Tζούλια Γκανάσου: «Η Λογοτεχνία είναι το κυρίαρχο πάθος μου»

Η Τζούλια Γκανάσου καταπιάνεται με τα δύσκολα. Το παιδεύει. Εξ ου και γοητεύει τον αναγνώστη.

Γκανάσου

Από την πρώτη της κιόλας εμφάνιση με τα «Μαύρα πλήκτρα» (2006) φάνηκε ότι πρόκειται για μια πολλά υποσχόμενη συγγραφέα. Ακολούθησαν τρία ακόμα βιβλία, συμμετοχές σε λογοτεχνικά φεστιβάλ, βραβεία («Γονυπετείς»). Τώρα, οι «Γόνιμες Μέρες» (εκδ. Γκοβόστη κι αυτές) επιβεβαιώνουν ξανά ότι η Τζούλια Γκανάσου καταπιάνεται με τα δύσκολα. Το παιδεύει. Εξ ου και γοητεύει τον αναγνώστη. Σήμερα, μιλάει στην «ΠτΚ».

Σπουδές και καριέρα στην Πληροφορική αλλά και σπουδές στη Λογοτεχνία με 15ετή συγγραφική παρουσία. Θα μας εξηγήσετε αυτόν τον ενδιαφέροντα συνδυασμό;

Κατάγομαι από μια οικογένεια Φυσικών όπου η μελέτη του κόσμου συγκροτείται από τον ορθό λόγο και τους νόμους της φύσης. Δύο γενιές προγόνων, η γιαγιά κι η μητέρα μου, σπούδασαν και δούλευαν εφ’ όρου ζωής. Ο συνδυασμός των παραπάνω με ώθησε στις σπουδές και στον βιοπορισμό από την Πληροφορική ώστε να είμαι οικονομικά ανεξάρτητη. Ωστόσο, η μελέτη του κόσμου, για μένα, περιλαμβάνει και όρους Τέχνης, Ψυχολογίας, Κοινωνιολογίας, Ιστορίας, Ανθρωπογεωγραφίας, γεγονός το οποίο γέννησε μέσα μου μια ανάγκη για σπουδές στον Πολιτισμό. Παρ’ όλο που το κυρίαρχο πάθος μου είναι η Λογοτεχνία, έχω μάθει να ζω μέσα στο δίπολο Πληροφορική και Πεζογραφία, με βοηθάει να επιβιώνω καθώς η απελπισία του ενός με στρέφει στο άλλο.

Οι «Γόνιμες Μέρες» εκτυλίσσονται εν μέσω ενός εγκλεισμού. Αφενός στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου και αφετέρου στο σώμα του άνδρα που κείται, εκεί, σε κώμα. Πώς προέκυψε η ιδέα;

Eνας φίλος έπεσε σε κώμα μετά από ένα δυστύχημα. Κάθε φορά που τον επισκεπτόμουν, φανταζόμουν την καθημερινότητα μέσα στην ακινησία, το σκοτάδι, τις θύμησες. Αναρωτιόμουν τι είχε συμβεί προτού φτάσει εκεί. Διερωτόμουν αν υπάρχει ζωή μέσα σ’ αυτό το κλουβί. Hθελα να του δώσω φωνή! ετσι, γεννήθηκε η ιστορία μου…

Ενας άντρας βρίσκεται αναίσθητος δίπλα σ’ έναν νεκρό. Θεωρείται ύποπτος. Του χορηγείται φάρμακο για να ξυπνήσει, να θυμηθεί και να δώσει κατάθεση. Ξαφνικά, αποκτά πρόσβαση στην εποχή πριν από τα πέντε του χρόνια, στην αχαρτογράφητη ζώνη της ύπαρξης. Εκεί ανακαλύπτει μυστικά που του αλλάζουν εντελώς τη ζωή. Ταυτόχρονα, ανακαλεί τα γεγονότα που τον οδήγησαν σε κώμα ενώ ακούει τους δικούς του να ομολογούν όσα έπρεπε να αγνοεί.

Δύσκολο θέμα, αφ’ ης στιγμής αποτελεί έδαφος για τη -δύσβατη- πορεία προς την αυτογνωσία. Πού σας ζόρισε, τι σας ιντρίγκαρε και πώς νιώσατε βάζοντας τελεία;

Εξαιτίας μιας προσωπικής περιπέτειας, η οποία επέβαλλε εκτενή παραμονή σε νοσοκομείο, επέλεξα να γράψω για αυτό ώστε να ξορκίσω τους δαίμονες. Με ζόρισε η σκηνή όπου η οικογένεια του πρωταγωνιστή καλείται να αποφασίσει για την έκβαση της ζωής του ερήμην του, όπου τίθεται το δίλημμα της αύξησης του φαρμάκου αφύπνισης του εγκεφάλου του ήρωα, χωρίς να υπάρχει ενδελεχής γνώση των παρενεργειών. Η απουσία ελέγχου επάνω στο σώμα, καθώς και η έλλειψη συμμετοχής στις επιλογές που θα κρίνουν το πού μπορεί να βρεθεί ένας άνθρωπος και πώς θα αναγκαστεί να διάγει τον υπόλοιπο βίο του, με ζορίζει ακόμα. Οταν έβαλα τελεία, ένιωσα ότι ο ήρωας στις «Γόνιμες Μέρες» με παρηγόρησε όσο κανένας άλλος άνθρωπος εν ζωή.

«Αν αλλάξει το παρελθόν, ποιος θα είμαι; Ποιος θα γίνω αν δεν είμαι εγώ…» σπαρακτική ερώτηση του ήρωα, σε ένα από τα ταξίδια του στον χρόνο, όπου τονίζεται ο ρόλος της μητρικής φιγούρας. Θα μας πείτε;

Ο ήρωας, αποκτώντας πρόσβαση στην εποχή πριν από τα πέντε χρόνια, ανακαλύπτει μυστικά που αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τον εαυτό, τους οικείους, την ιστορία του, την ίδια τη ζωή. Ως εκ τούτου, εγείρονται ερωτήματα που έχουν σχέση με την ύπαρξη, την κατασκευή της αφήγησης του παρελθόντος, τη διαχείριση της μνήμης, τον αυτοπροσδιορισμό. Ο εν λόγω ήρωας, πραγματοποιώντας ένα κυνήγι θησαυρού στην εποχή πριν απ’ τη μνήμη, συναντά τον μητρικό λόγο που αρθρώνεται στα πρώτα χρόνια της ζωής, έναν λόγο που έχει τη δύναμη να καταρρακώσει ή να δώσει φτερά. Πάνω σε αυτό, στήνεται ένα μέρος του ταξιδιού στις «Γόνιμες Μέρες».

Ποταμός τα «δεν» στη ζωή του. Κατά συρροήν ματαιώσεις. Είναι ο λόγος που «τόλμησε να ψηλώσει κόντρα στη φύση»;

Οι αρνήσεις, οι ματαιώσεις και οι αποτυχίες ώθησαν τον ήρωα να βγει εκτός εαυτού, εκτός ορίων, να μπλέξει σε μια ιστορία αρχαιοκαπηλείας και να βρεθεί αναίσθητος δίπλα σε έναν νεκρό με ένα μαχαίρι στο χέρι. Τα «δεν» τον εξέθεσαν, τον δυσκόλεψαν, αλλά συγχρόνως τον πείσμωσαν και τον γαλούχησαν να μην παραιτείται, ιδίως την ύστατη ώρα, που πρέπει να παλέψει για να διεκδικήσει ξανά τη ζωή.

Ενδιαφέρουσα η αναφορά-συμβολισμός στις πλάτες…

Ο ήρωας ανδρώνεται πίσω από τις πλάτες των γονέων, των φίλων, των δασκάλων, της κοινωνίας, της Πολιτείας, της γυναίκας που ερωτεύεται παράφορα. Οι άνθρωποι μαθαίνουν να ακολουθούν πλάτες, να θεοποιούν, να σκύβουν και να γυρίζουν τις πλάτες χωρίς δεύτερες σκέψεις. Ή όπως λέει ο ήρωας: «Πλάτες δέχονται πισώπλατα λίθους εις τους αιώνας των αιώνων. Πλάτες επωμίζονται βάρη, καμπουριάζουν, στραβώνουν, ξανασηκώνονται εις τους αιώνας των αιώνων. Πλάτες δέχονται τσεκούρια, κοντάρια και σφαίρες, βρισιές, καρφιτσώματα, ιδρώτα, αίμα, σπέρμα, χάδια, φιλιά, περιττώματα, Νόμους εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.»

«Εμείς κοιτάμε μπροστά!» έλεγε ο πατέρας του στον ήρωά σας. Είναι, εν γένει, μήνυμα ελπίδας, νέου ξεκινήματος ή κρύβει και παγίδες;

Ο πατέρας του ήρωα έχει στρέψει το βλέμμα στο μέλλον σε απόλυτο τόνο, προσποιούμενος πως δύναται να απαλλαγεί από τα βάρη του παρελθόντος. Ο ήρωας αναζητά ένα νήμα με νόημα από το οποίο να πιαστεί ώστε να αγωνιστεί. Η φράση «Κοιτάμε μόνο μπροστά…» χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως: με μια δόση αμφισβήτησης για το τι μπορεί να συμβεί αν αδιαφορήσουμε για το παρελθόν, μια νότα ανησυχίας για το τι σημαίνει να θυμόμαστε τα πάντα, αλλά και ως ένα αισιόδοξο βλέμμα στο μέλλον, σε ένα νέο ξεκίνημα με αλλιώτικους όρους.

Ο δικός μας διπλός εγκλεισμός, λόγω πανδημίας, πρόσφερε ευκαιρία για γόνιμες μέρες, λέτε;

Ερχονται μέρες όπου οι άνθρωποι αναμετρώνται με τον θάνατο, την απώλεια, τη μοναξιά, τον χρόνο, το σώμα. Μέρες όπου ο φόβος, η αγάπη, η ματαίωση, ο έρωτας αποκλίνουν ή συγκατοικούν τολμηρά. Μέρες όπου ξαναγράφεται η προσωπική (και όχι μόνο) Ιστορία. Μέρες όπου, από τις χαραμάδες, «φυτρώνουν» νέα ξεκινήματα κι από τα χαλάσματα ξεπηδάει η ελπίδα… Γόνιμες μέρες.

Στη νουβέλα σας, ρόλο κρατά και η μηχανή του χρόνου. Αν, υποθετικά, μπαίνατε σε μία αντίστοιχη, πού και πότε θα θέλατε να αποβιβαστείτε και με ποιον να συνομιλήσετε, ενδεχομένως;

Θα ήθελα να αποβιβαστώ στον φούρνο της γιαγιάς και του παππού μου την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής. Η γιαγιά μάζευε τα παιδιά της γειτονιάς στην κρυφή αλέα, τα τάιζε ψωμί και τους μάθαινε γράμματα. Θα ήθελα να βρεθώ εκεί ώστε να ακούσω ξανά τις απαγγελίες των δημοτικών τραγουδιών και να χωθώ μέσα στη μυρωδιά της από αλεσμένο καφέ και σουσάμι.