Ευαγγελία Τσιμπρή: «Από μικρή, έστρεφα πάντα το βλέμμα μου στην ουρανία»

Μιλάει στην «Π» η Ευαγγελία Τσιμπρή, η οποία είναι, συγγραφέας του βιβλίου «Αγιογράφοι στην Πάτρα του 19ου αιώνα- Αγιογραφίες και φορητές εικόνες στην ακμάζουσα πόλη»

Ευαγγελία

Τι γνωρίζουμε για τους αγιογράφους των οποίων τα έργα κοσμούν τις εκκλησίες της πόλης μας; Τι για το εικονογραφικό πρόγραμμα των ναών -ήτοι τη διάταξη με την οποία τοποθετούνται οι εικόνες; Η Dr. Ευαγγελία Τσιμπρή νευρολόγος πρώην διευθύντρια ΕΣΥ Παν. Νευρολογικής Κλινικής ΠΠΝΠ έρχεται να καλύψει αυτό το κενό με το βιβλίο της «Αγιογράφοι στην Πάτρα του 19ου αιώνα- Αγιογραφίες και φορητές εικόνες στην ακμάζουσα πόλη» (εκδ. «Το Δόντι»).

Καρπός πενταετούς μελέτης, το σημαντικό αυτό πόνημα παραθέτει, επίσης, ιστορικά, πολιτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά στοιχεία της εποχής, βιογραφίες των αγιογράφων, πρακτικά δημοτικών συμβουλίων Πατρών σχετικά με τους ναούς, αναφορές στον τοπικό Τύπο, και, βεβαίως, χαρακτηριστικές αγιογραφίες.

Σήμερα, μιλάει στην «Π» η συγγραφέας του, η οποία είναι, επίσης, ζωγράφος -περίπου 150 ακουαρέλες της με κείμενα της πανεπιστημιακού Ευανθίας Στιβανάκη περιλαμβάνονται στο υπέροχο λεύκωμα με τίτλο «Πάτρα έργω και λόγω- Οψεις υδατογραφίας μιας σύγχρονης πόλης» (εκδ. «Το Δόντι»)- και αριστούχος του ΕΑΠ (Ελληνικός Πολιτισμός).

Ευαγγελία

Να υποθέσω ότι κι εσείς, όπως όλοι μας, «χαζεύατε», μικρή, τις εικόνες κάθε φορά που βρισκόσασταν στην εκκλησία;
Βέβαια, από μικρό παιδάκι στον παλαιό ιερό ναό του Αγ. Ανδρέα, όπου πήγαινα με τους δικούς μου, γιατί μεγάλωσα στην Τριών Ναυάρχων, έστρεφα το βλέμμα μου πάντα στην ουρανία του Δημ. Βυζάντιου, αλλά και στις τοιχογραφίες στους πλάγιους τοίχους με σκηνές από τον βίο του Αποστόλου -έργα του Τάκη Πριονά κατά κύριο λόγο. Μου άρεσε, επίσης, και την παρατηρούσα, η εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, του Επαμεινώνδα Θωμόπουλου, η οποία βρίσκεται στη δυτική είσοδο του ναού και τη δώρισε ο ίδιος τη δεκαετία του 1960. Με εντυπωσίαζαν πολύ αυτές οι εικόνες της ναζαρηνής δυτικότροπης τέχνης.

Τι σας ώθησε, λοιπόν, να ασχοληθείτε πιο επισταμένα με τις αγιογραφίες του 19ου αιώνα των πατρινών ναών;
Ολα ξεκίνησαν από μία ομιλία που έκανα, πάνε 4-5 χρόνια, στο πλαίσιο των εκθέσεων που διοργανώνουμε δύο φορές τον χρόνο με τον Σύλλογο Πατρινών Καλλιτεχνών Εικαστικών Τεχνών του οποίου είμαι αντιπρόεδρος. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο, παρουσία του Μητροπολίτη με την ευκαιρία των Πρωτοκλητείων. Είχα επιλέξει εντελώς τυχαία να κάνω μια παρουσίαση για τους αγιογράφους και πραγματικά βρέθηκα προ εκπλήξεως, γιατί ενώ είχα κατά νου να γράψω μία ομιλία των 8 με 10 λεπτών, βρέθηκα να γυρίζω στις εκκλησίες της πόλης μαζί τον Γιάννη Μαγιάκη, ερασιτέχνη φωτογράφο φίλο του άνδρα μου, ο οποίος τραβούσε φωτογραφίες. Διαπίστωσα, λοιπόν, ότι είχε μεγάλο ενδιαφέρον η αγιογράφηση του 19ου αιώνα, εποχή όπου όλα συμβάδιζαν με την ανάπτυξη της πόλης. Μετά την εκδήλωση, άρχισαν να μου ζητάνε την ομιλία και τότε αναρωτήθηκα μήπως ό,τι είχα συγκεντρώσει μπορούσε να αποτελέσει υλικό για κάποιο βιβλίο.

Σε αυτά τα πέντε χρόνια της έρευνάς σας, με ποιες δυσκολίες ήρθατε αντιμέτωπη και πώς ήταν η όλη διαδικασία;
Η όλη διαδικασία ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, και πέρασα πολύ ωραία, ωστόσο ήταν δύσκολο εγχείρημα. Επρεπε να μελετήσω τους ναούς και τα δύο μοναστήρια -τις ιερές Μονές Παναγίας της Γηροκομίτισσας και Ομπλού- και μάλιστα, επειδή με το πέρασμα του χρόνου, στις περισσότερες τοιχογραφίες έχουν χαθεί τα ονόματα των αγιογράφων, χρειάστηκε να τα ψάχνουμε με φακό… Βέβαια, σημαντική ήταν η βοήθεια ιερέων και νεωκόρων που μου έδωσαν πολλές πληροφορίες. Μια άλλη δυσκολία είχε να κάνει με τη φωτογράφιση. Για παράδειγμα, δεν κατέστη δυνατό να φωτογραφίσουμε εικόνες μέσα σε τζάμι επειδή γυάλιζε ή πίσω από μανουάλια, οπότε από όσες είχα καταγράψει μόνο τις μισές μπορέσαμε να φωτογραφίσουμε σωστά. Και, φυσικά, αφιέρωσα χρόνο στη μελέτη της βιβλιογραφίας, την αναζήτηση στοιχείων στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, στο Μουσείο Τύπου, στην ψηφιακή βιβλιοθήκη της Βουλής…

Κατά τη διάρκεια της έρευνάς σας, προέκυψαν κάποια στοιχεία, ενδεχομένως, που σας προκάλεσαν εντύπωση;
Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι για τις εκκλησίες της Πάτρας -ειδικά για την Ευαγγελίστρια και την Παντάνασσα- καλούσαν από την Αθήνα τους καλύτερους αγιογράφους, όπως ήταν ο Χατζηγιαννόπουλος, ο Φανέλλης… Υπήρχε, κατά κάποιον τρόπο, ένας «ευσεβής» ανταγωνισμός μεταξύ των εδώ εκκλησιών ως προς το ποια θα είναι η ωραιότερη, όπως, επίσης, ανταγωνισμός υπήρχε με τις εκκλησίες της Αθήνας, καθώς η Πάτρα ήταν, τότε, η πύλη της Ελλάδας στη Δύση. Και βεβαίως, διατίθεντο χρήματα για τους αναγνωρισμένους αγιογράφους από εύπορους ευεργέτες Πατρινούς αλλά και άλλους από τα Επτάνησα και άλλες χώρες -Αμβουργερ, Κλάους, Βουδ…

«Ανοικτή πόλη, εξωστρεφής, πολυεθνική, κοσμοπολίτικη, με τον πληθυσμό της ν’ αυξάνεται σταδιακά» διαβάζουμε στο βιβλίο σας για την Πάτρα του 19ου αιώνα. Εστιάζοντας σ’ αυτή τη λαμπρή για την πόλη εποχή, μπήκατε στον πειρασμό να κάνετε συγκρίσεις με το σήμερα;
Δεν είναι υπερβολικό να πω ότι η Πάτρα του 19ου αιώνα δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή. Τότε ήταν μια πόλη ακμάζουσα, έσφυζε από ζωή, η συμμετοχή των πολιτών της ήταν ενεργός και οι οικονομικά εύρωστοι συνέβαλλαν στη δημιουργία μιας πόλης κόσμημα.
Σήμερα, ζούμε σε μια εποχή όπου υπερισχύει ο ατομικισμός. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για την κοινωνία της Πάτρας αλλά και για την κοινωνία του 20ού και 21ου αιώνα, εν γένει. Σήμερα δεν υπάρχει αυτό το ενδιαφέρον για τα κοινά που υπήρχε τον 19ο αιώνα. Η Πάτρα σήμερα, αντιλαμβάνομαι ως πολίτης, έχει πολλά ζητήματα -καθαριότητα, πολιτιστικές εκδηλώσεις που να αγγίζουν όλους τους πολίτες κ.λπ… Τα παρατηρώ, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο υπάρχουν δυνατότητες μέσα στο οικονομικό πλαίσιο της εποχής και φυσικά στη διάθεση των οικονομικά ισχυρών, κάτι που συνδέεται, θεωρώ, με τον χαρακτήρα της εποχής μας, όπως προείπα.