Οι ΑΣΟτοι υιοί

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Μέχρι αυτή την ώρα η δημοτική αρχή δεν έχει εξηγήσει πειστικά την επιλογή της να κάνει πανελλήνιο διαγωνισμό ιδεών για τον σχεδιασμό των βασικών καρναβαλικών αρμάτων, μια πρωτοβουλία για την οποία βάλλεται από σύσσωμη την αντιπολίτευση, μείον την παράταξη του Χ. Πατούχα, που όμως δεν είναι αντιπολίτευση, αλλά και μείζον μέρος της καρναβαλικής κοινότητας όπως τους κατασκευαστές των αρμάτων. Εμεινε κανείς να είναι υπέρ; Ναι, οι πυρήνες που μεθόδευσαν την πρωτοβουλία. Η δημοτική αρχή έχει επιτρέψει να αιωρείται η θεωρία ότι ο όρος που έβαλε, να μετάσχουν στον διαγωνισμό μόνο μέλη του Εικαστικού Επιμελητηρίου, όρος εντελώς παράφωνος σε σχέση με την παραδοσιακή λαϊκότητα του εθίμου, υπηρετεί τον παραταξιακό έλεγχο της διαδικασίας, καθώς ο εν λόγω καλλιτεχνικός φορέας είναι ιδεολογικός συγγενής της δημοτικής πλειοψηφίας. Οι επικριτές υποπτεύονται ιδεολογικό έλεγχο, αλλά μάλλον τα πράγματα είναι πολύ πιο πεζά: Μιλάμε για έναν νομότυπο μηχανισμό που διασφαλίζει απασχόληση σε ταπεινούς εργάτες των
τεχνών.

Υποθέτουμε ότι η δημοτική αρχή δεν θα αφήσει να αιωρείται αυτή η σκιά, αφενός διότι την εμφανίζει να εναντιώνεται στην τοπική δημιουργία, ευνοώντας τις μικροελίτ των εικαστικών τεχνών, κάτι που κοντράρει άγαρμπα στην πολιτική της φιλοσοφία, ή τέλος πάντων αυτή που επικαλείται ως φιλοσοφία της, αφ’ ετέρου γιατί η μεροληψία στην κατεύθυνση αμοιβών δεν είναι συμβατή με το θρυλικό ηθικό πλεονέκτημα της παράταξης, που, όπως ο μέγας Αυλωνίτης, εκτός από πνεύμα πρεσβεύει και ηθική.

Με αφορμή τον θόρυβο αυτό, είχαμε την ιδέα να αποταθούμε σε δημιουργούς καρναβαλικών κατασκευών που έχουν αναπτύξει μια ιδιότυπη τεχνογνωσία που συνδυάζει τεχνικές έκφρασης με ευτελές υλικό, παραδοσιακή καρναβαλική γλυπτική και ατομικό ταλέντο, συνήθως με επαρκή αποτελέσματα. Ρωτήσαμε ποιο στιλ και ποια άποψη πρέπει να υπηρετεί η κατασκευή του καρναβαλικού άρματος. Εδώ είναι απαραίτητο να υπογραμμίσουμε ότι η καρναβαλική τέχνη, σε οποιαδήποτε εκδοχή της, από τις κατασκευές, τις συνθέσεις, τα χορούδια, τα τραγούδια και την ενδυματολογία, είναι μια τέχνη αναπόφευκτα και εν μέρει σκόπιμα ατελής, καθώς το καρναβάλι, παρωδώντας τα πάντα, παρωδεί και την ίδια την τέχνη, διότι μέσω αυτού ο καρναβαλικός δημιουργός και ο απλός συμμέτοχος σατιρίζει τις πεπερασμένες δυνατότητές του, όπως βέβαια και τις μειονεξίες ή τη σαθρότητα του κόσμου που τον περιβάλλει. Μερικές φορές γελάς με το άρμα ακριβώς λόγω της αρούκατης μορφής του, την άτσαλη κίνηση των χεριών του ενώ χαιρετάει παπάβουλα τον κόσμο και στρίβει λες και έχει λουμπάγκο.

Οι δημιουργοί συνέπεσαν, επί της ουσίας: Η καρναβαλική δημιουργία δεν οφείλει να είναι προπαγανδιστική, αλλά ανθρωποκεντρική και να επικοινωνεί με τις παραδόσεις, την
καταγωγή, το πνεύμα του πατρινού καρναβαλιού. Ο βασιλιάς Καρνάβαλος πρέπει να ενσαρκώνει μνήμη πόλης και τη βιωματική σχέση των πατρινών με το καρναβάλι. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι εξαγώγιμα. Αντιθέτως, μπορούν είναι εξαγώγιμα ακριβώς λόγω του ταυτοτικού τους χαρακτήρα. Σαν τις ελιές Καλαμάτας, σα να λέμε. Αυτό δεν απαγορεύει, ασφαλώς, την εισαγωγή και την ενσωμάτωση ιδεών και ρευμάτων από τον περιβάλλοντα χώρο. Αλλά ο κροκόδειλος της Λακόστ θα είναι πάντα ο κροκόδειλος που ξέρουμε.

Θα προσθέταμε ότι εφόσον το καρναβάλι της Πάτρας είναι πατρινοκεντρικό- κάτι που αποτυπώνεται υπέροχα, συναρπαστικά και συγκινητικά στον πίνακα του Βούρτση που είναι κρεμασμένος στο δημαρχείο, αλλά τον κοιτάει ο δήμαρχος;- θα μπορούσε αυτό να αναδεικνύεται μέσα από τα άρματα, ως εξής: Κάθε χρόνο, η καρναβαλική κοινότητα να επιλέγει έναν πατρινό που θα δίνει τη μορφή του σε ένα άρμα, αν όχι του ίδιου του Βασιλιά ή της Βασίλισσας, στο άρμα του υπασπιστή του. Το πρόσωπο θα επιλέγεται με γνώμονα την καρναβαλική του διαδρομή, την αναγνωρισιμότητα, τη δημοφιλία του, την ικανότητά του να εκφράζει τον σφυγμό της πόλης: Του πατρινού που τον χαιρετίζει ο κόσμος από το απέναντι πεζοδρόμιο. Κάτι τέτοιο θα προσέθετε ταυτότητα στο έθιμο και ενδεχομένως θα μυούσε τον ξένο παρατηρητή στο πνεύμα του καρναβαλιού της Πάτρας.

Ας πούμε ότι αυτή είναι μια ιδέα ανάμεσα σε άλλες πολύ καλύτερες. Όμως θα τη φάει και αυτήν και όλες η μαρμάγκα, στο μέτρο που δεν διεξάγεται κάποιος διάλογος στους κόλπους του Δήμου. Κάθε παρέα, στο τέλειωμα του Καρναβαλιού και πολύ συχνά μέσα στον χρόνο, συζητάει τι μπορεί να βελτιώσει, τι πρέπει να αποφεύγει, ποια τρελή ιδέα αξίζει τον κόπο. Ο Δήμος καταφέρνει να τσακώνεται με τις καρναβαλικές δυνάμεις, είτε λόγω ιδιοσυγκρασίας είτε λόγω πολιτικής ιδιοτροπίας είτε λόγω αλαζονείας (ποιοι είστε εσείς που θα αμφισβητείστε εμάς) είτε μιας ιδιαίτερης πεποίθησης ότι ο κόσμος του καρναβαλιού προέρχεται από μια καταδικάσιμη και ελαφρά κοινότητα παλαιοπατρινών
που δεν ξέρουν τι θα πει τσιμινιέρα και λαϊκοί αγώνες. Μια τάξη ασώτων, για να το πούμε εκκλησιαστικά, σε πνεύμα που η δημοτική αρχή ίσως καταλαβαίνει περισσότερο.