Καλά κρασά

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Τις επετείους είναι να τις αναδεικνύουμε όταν έχουμε στρογγυλό φορτίο περασμένων χρόνων. Ας πούμε: Διακόσια χρόνια από το ’21. Μάλιστα. Αυτό το «διακόσια» σου γεμίζει το στόμα- μερικοί τρώνε και το ιώτα, «διακόσα», όπως με τα «κρασιά», που τα αποκαλούν «κρασά» και απολαμβάνουν περισσότερο τη λέξη- σε βαθμό που συγκροτείς επιτροπή εορτασμού που οργανώνει γεγονότα, εκθέσεις, εκδόσεις, συναυλίες και άλλα βαρυσήμαντα και υποβλητικά. Ετούτα τα εφτά χρόνια από το δημοψήφισμα, τι θέλουμε να τα θυμόμαστε και να χαλάμε τις καρδιές μας; Πασχίζουμε τόσο καιρό να παριστάνουμε πως δεν έγινε ποτέ, παλεύουμε να ξεχάσουμε την περίοδο εκείνη κατά την οποία εφτά στους δέκα Ελληνες πιάστηκαν χέρι με χέρι στο Ζάλογγο και έπεσαν χορεύοντας στη χαράδρα, για να μην τους πιάσει ο οχτρός, ο οποίος οχτρός δεν ερχότανε. Και το ακόμα πιο τρομερό ήτανε ότι ενώ έπεσαν στη χαράδρα, πίστευαν ότι δεν θα φτάνανε στον πάτο του γκρεμού, και ότι, αντί να φάνε τα μούτρα τους θα σώζονταν, όπως γίνεται στα κινούμενα σχέδια όπου ο ήρωας πέφτει στο κενό και τον βλέπεις στο επόμενο καρέ να βγαίνει ατσαλάκωτος, έτοιμος να διαπράξει την επόμενη  αυτοκαταστροφή του. Και θέλουμε αυτά να τα θυμόμαστε; Να ανακαλούμε- ή και να νοσταλγούμε κιόλας;- μια συλλογική χειρονομία εθελοτύφλωσης, μια εθνική προσπάθεια να δικαιώσουμε τη θεωρία πως όσο περισσότεροι υποστηρίζουν μια ανοησία, τόσο μεγαλύτερες προοπτικές δίνουν στην ανοησία αυτή να διεκδικήσει δικαιώματα έναντι της ιστορίας. Μια εκκωφαντική σύγχυση ανάμεσα στη μαζική πεποίθηση και τη δικαιοσύνη, μέσα από στρέβλωση της θεμελιώδους ιδέας της δημοκρατίας. Στη δημοκρατία, οι πολλοί αποφασίζουν. Διαπαιδαγωγημένοι από μια δημαγωγική κολακεία της βούλησης των πολλών, για την οποία μεριμνούσαν άρχοντες και ποιητές, οι πολλοί τείνουν να θεωρούν ότι η βούλησή τους δεν παράγει απλώς δίκαιο, αλλά το δίκαιό τους είναι και δίκαιο. Αποφασίζουμε επομένως ότι η πραγματικότητα οφείλει να μην είναι Α, αλλά Β. Και τούτο διότι η πραγματικότητα οφείλει να συμβαδίζει προς τη λαϊκή βούληση, ειδάλλως τι πραγματικότητα της συμφοράς είναι δαύτη; Να αντικατασταθεί από την επιθυμητή πραγματικότητα, την οποία υποχρεούνται οι πάντες να αποδεχθούν, διότι ή έχουμε δημοκρατία ή δεν έχουμε. Δεν νοείται δημοκρατία κατά την οποία ο λαός δεν μπορεί να αποφασίσει για τη μοίρα του. Ετσι δεν μας μάθατε, λογοτέχνες, τραγουδιστάδες και ρήτορες; Τα υπόλοιπα είναι όσα διαδραματίστηκαν εκείνες τις αξέχαστες μέρες του 2015, όταν ο πρωθυπουργός ανακοίνωνε ότι απορρίπτει τους όρους των δανειστών, άρα πιθανόν η χώρα να ξέμενε από λεφτά, και άρα ο κόσμος θα πήγαινε τη Δευτέρα να σηκώσει κανένα φράγκο, να έχει να πορεύεται, κάτι που οι πάντες μπορούσαν να προβλέψουν, εκτός από τον άνθρωπο που είχαμε εκλέξει για πρωθυπουργό, τον άνθρωπο που πίστευε- και έκανε και τους πολλούς να το πιστέψουν- ότι η συντηρητική καγκελάριος θα στρίμωχνε τον συντηρητικό πρωθυπουργό, αλλά μόλις θα εκλέγαμε αριστερό, θα έτρεχε να τον επιβραβεύσει που ήταν λεβέντης και καραμπουζουκλής. Αναγκάζονται τότε οι τράπεζες να κλείσουν, κι εμείς τη βγάζαμε με εικοσάρικα που μας έδινε το μηχάνημα, περιμένοντας με τις ουρές, όπως όταν είμαστε μικροί και περιμέναμε για παγωτό χωνάκι μετά την κάψα της ακρογιαλιάς. Και όλο αυτό το πράγμα το λέγαμε αριστερή αντίληψη, και το χορεύαμε στις πλατείες χασαποσέρβικο, και το δικαιώσαμε και στις κάλπες του δημοψηφίσματος, και στις εκλογές που ακολούθησαν, πεισματικά, ατίθασα, μαγκιόρικα. Κατά τα άλλα, είμαστε η χώρα που γέννησε τον Καραθεοδωρή, τη μαθηματική διάνοια του 20ου αιώνα.

Και συ θέλεις να τα θυμόμαστε αυτά; Καλά δεν καθόμαστε; Γιατί να στενοχωρούμε τους συμπατριώτες μας που ακόμα και σήμερα είναι τσακωμένοι με τον ορθολογισμό και πιστεύουν ότι όλο το λάθος το είχε κάνει η ΕΕ και ότι αν δεν επέμενε ξεροκέφαλα σε μνημόνια και όρους και τα τοιαύτα, θα ζούσε όλη η Ευρώπη σήμερα ζωή χαρισάμενη, με δραχμές από το φωτοτυπείο του Πούτιν, του ηγέτη της καρδιάς μας;  Η μόνη μας   απορία: Αφού πιστεύουν τόσο πολύ ότι έχουν δίκιο, γιατί δεν το γιορτάζουν εκείνο το ΟΧΙ, το αστραφτερό, το αγωνιστικό, το σοφό; Πού είναι οι τούρτες; Πού είναι οι χοροί; Πού είναι η αναπαράσταση στον δρόμο προς το Ζάλογγο; Πού είναι τα μπαρούτια, να ξανακάνουμε τον τόπο Κούγκι; Και πού είναι ο Κούγκερμαν;