Το τρόπαιον του Μιλτιάδη

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν η Βούλα Πατουλίδου. Κόβει το νήμα αναπάντεχα αλλά παλικαρίσια, αφιερώνει τη νίκη της στην Ελλάδα, ρε γαμώτο, και αυτομάτως η Βούλα, ο στίβος και η φράση μετατρέπονται σε σημεία αναφοράς των Ελλήνων, απανταχού. Δεν ήταν μόνο η νίκη, ήταν και η μαγκιά, η οποία μαγκιά μας πήρε από μπροστά το θέαμα της Ντίβερς, του φαβορί, που παραπάτησε και έπεσε- εκεί να δεις γαμώτο που είπε- στα αμερικάνικα- και το μόνο που έμεινε ήταν ο θρίαμβος φωταγωγημένος.

Ο θρίαμβος της αθλήτριας και της ελληνικής λεβεντιάς. Και μετά ήρθε η κεφαλιά του Χαριστέα, και το σηκώσαμε το τιμημένο, και μετά ξαποστάσαμε για λίγο, αλλά τραβήξαμε και πάλι για τη δόξα στο πρόσωπο του μέγιστου και κουλαριστού Τεντόγλου, ο οποίος τα ρεκόρ τα έχει για την πλάκα του, για να μη μεταχειριστούμε έναν άλλο όρο πιο ταιριαστό στην όψιμη γλωσσική μας κουλτούρα. Και ου μόνον τούτο, αλλά ο Μίλτος- ποιο άλλο όνομα θα είχε πάρεξ ενός ήρωα σαν τον στρατηγό του Μαραθώνα, που στοίχειωνε το τρόπαιόν του τον ύπνο του Θεμιστοκλέους- συνδυάζει τα ρεκόρ με αντικομφορμιστικές δηλώσεις και συμπεριφορές: Οσο πιο πολύ απομυθοποιεί τα επιτεύγματα, τόσο πιο πολύ μυθοποιείται ο ίδιος, σαν ένας ήρεμος γίγαντας που δεν το έχει σε τίποτα να καθαρίσει τη στρατιά του
Καίσαρα με μια γροθιά, αλλά μέχρι να ρίξει τη γροθιά αράζει και ρεμβάζει: Δεν ήξερες Καίσαρ, τίνος το πόδι πάτησες. Αυτό έγινε και εσχάτως με την ακύρωση του άλματος για ανούσιο και γελοίο λόγο, που έδωσε την εντύπωση προκατάληψης και καταφρόνιας των ισχυρών κατά των αδυνάτων, οι οποίοι δεν δικαιούνται να νικούν, καθότι τα ρεκόρ είναι προνόμιο των βορείων. Σηκώθηκε τότε ο πολεμιστής, πήρε φόρα κανονική και όχι Τσαπανίδειο, και σάλταρε όπως τις προάλλες και καλύτερα. Μην του μιλάτε του παιδιού και μη μας το ανάβετε, εξήγησε ο προπονητής. Και ο λαός λάτρεψε τον αθλητή ακόμα πιο πολύ: Αφιερώθηκαν στον Μίλτο διθύραμβοι ακόμα και σε στήλες σχολιαστών που ασχολούνται με τον στίβο άμα πετύχουμε παγκόσμιο ρεκόρ κι απάνω, και ποτέ άλλοτε.

Ο Μίλτος είναι σαν το πετυχημένο αδελφάκι ή ανιψάκι μας. Μόλις σαρώσει στις εξετάσεις, διακριθεί στη σχολή, νικήσει σε κάποιο αγώνισμα ή εφεύρει ένα νέο χημικό στοιχείο, η αντίδρασή μας ήταν: «Είδες το γονίδιο;». Και ανεβαίνουμε στο βάθρο οικογενειακώς, στριμώχνοντας το ανιψίδι, δαγκώνοντας το μετάλλιό του, φωτογραφιζόμενοι με τους άλλους νικητές. Κι εσείς άλμα εις μήκος, ε; Κι εμείς, κι εμείς, από μικροί. Υψώνοντας το δικο μας μπόι, μειώνουμε την αξία της προσπάθειας και του ταλέντου του αθλητή. Και βέβαια μεταφράζουμε την επιτυχία του σε μια διάλεκτο κοινή: Προσιδιάσαμε παιχνιδιάρικα το άλμα στο σκάμμα με τη σεξουαλική πράξη, μια που συνδέονται με τη μεταφορική χρήση του πηδήματος. Ο αθλητής μας δεν έκανε απλά την καλύτερη επίδοση στον κόσμο, αλλά τιμώρησε τους ασεβείς κριτές που τον αδίκησαν με τον τρόπο που ξέρει ο Ελληνας λεβέντης
να τιμωρεί. Ετσι αγαπάει ο Πειραιάς, για να θυμηθούμε το γνωστό καμαρωτό σύνθημα.

Ο πατριωτισμός ήταν συνδεδεμένος με τον πατριωτισμό από την αρχαιότητα, ως γνωστόν, μέσω της συμβολικής συνεκδοχής. Ο θριαμβευτής θριαμβεύει και αποδεικνύει το αξιόμαχο της φυλής. Εκτροπή του πατριωτισμού είναι ο εθνικισμός: Δεν μιλάμε για το αξιόμαχο, πλέον, αλλά για ανωτερότητα. Είναι βαριά, όπως επανειλημμένως έχει αποδειχθεί, η φούστα του τσολιά. Μην κοιτάς που δεν φτάνουμε όλοι στο 8.41 μ. κάθε μέρα. Μπορούμε ανά πάσα στιγμή, έτσι και μας κεντρίσεις το φιλότιμο. Όπως ο Μίλτος, έτσι κι εμείς. Μάλλον, όπως εμείς, έτσι κι ο Μίλτος. Με το τρόπαιόν του. Παι, με άλφα γιώτα.