Ρεζίλι των στολών*

Ο διευθυντής σύνταξης της «Π» Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει

Οι στολές. Όταν σε βλέπουν να πλησιάζεις κουνάνε την ουρά τους σαν τα σκυλιά του κυνηγού που διαγωνίζονται ποιο θα πρωτοβγεί μαζί του για τη γύρα. Οι αδικημένες  θα αδικηθούν και πάλι. Ετρεφαν φέτος την ίδια ελπίδα με την περυσινή, πως αυτή τη φορά θα προτιμηθούν στα σίγουρα, χάρη στα χρώματά τους τα φανταχτερά, αλλά όχι, θα πάρεις πάλι το ίδιο πανωφόρι, με τα ίδια ταπεινά κριτήρια. Οι πολλοί νομίζουν πως διαλέγεις με γνώμονα τη χάρη και την πλάκα, αλλά όλα γίνονται για τη βολή, διαλέγεις το ρούχο το παντός καιρού, κάνει για μέσα, κάνει για έξω, έχει και τσέπη ασφαλή, με φερμουάρ, ό,τι μπει εκεί μέσα δεν θα χαθεί με τίποτα, κλειδιά, λεφτά, μια πρόσκληση- γιατί δεν τις αποκαλούμε εισιτήρια; γιατί άραγε υποδυόμαστε τους καλεσμένους, τους εκλεκτούς, τους μυημένους, ενώ εμείς είμαστε που καλέσαμε τον εαυτό μας, με προσπάθεια, ενίοτε με μέσο, πληρώνοντας καλούτσικα λεφτά- δεν πέφτει τίποτα λοιπόν, από την τσέπη την ασφαλισμένη, άλλο αν μετά από κάμποσα ποτά είναι ιδιαιτέρως πιθανό να αρχίσεις να σκορπάς τα πράγματά σου σε τσέπες, τσεπίδια, φόδρες και χρόνια μετά ανακαλύπτεις σε μια ξεχασμένη φορεσιά ένα δεκάρικο αγανακτισμένο: Τα λεφτά έχουν μια αρρωστημένη ανάγκη να χαλαστούν. Ανοίγεις το πορτοφόλι σου και πετάγονται, το εικοσάρικο σβερκώνει τα τάλιρα για να προτιμηθεί, αλλά το πενηντάρικο, αυτή η ήρεμη δύναμη, ξέρει πως θα σαρώσει άμα τη εμφανίσει, όπως η βασίλισσα στο σκάκι.

Οι στολές. Ολες τους έχουν ιστορίες να διηγηθούν. Αλλά ποια; Την επομένη των χορών έχεις αναμνήσεις αμυδρές, όπως οι ήρωες των σκοτεινών θρίλερ, αναλαμπές, θυμούνται τον εαυτό τους σε ένα λιβάδι, σε ένα παιδικό δωμάτιο, και μετά να πέφτει από τη γέφυρα στο νερό, όταν οι άλλοι πιάνουν να αφηγούνται κάτι κατά τη γνώμη τους εξαιρετικά σημαντικό, τα δικά τους θραύσματα, ο εαυτός σου συγκατανεύει, ναι, πώς, το θυμάμαι, αυτό δεν θυμάμαι; Τι ώρα έγινε αυτό; Όχι, το θυμόμουν, απλά μέσα στο σκοτάδι δεν έβλεπα το ρολόι μου, γιατί δεν βγάζουν μια εφαρμογή όπου οι ώρες θα φωνάζουν τον εαυτό τους, όπως ο βαλές στο Μπάκιγχαμ αναγγέλλει τους επισκέπτες στο πάρτι των μεταμφιεσμένων: Ο κύριος και η κυρία Εξι και Πέντε. Ο λόρδος Επτά και η λαίδη Παρά Τέταρτοου.

Οι στολές. Πότε τις ράψαμε; Ποια χρονιά; Η αποστολή τους, η πρώτη, ήταν ασφαλώς άλλη, η οποία είχε τεράστια προφανώς σημασία, την οποία πλέον η μνήμη δεν συγκρατεί, σιγά μη θυμάται ο Μποντ όλες του τις εξορμήσεις και φυσικά όλα του τα κορίτσια, αλλά το γενικό αφήγημα παραμένει αναλλοίωτο. Ημαστε και είμαστε σπουδαίοι, ανεπανάληπτοι, μοναδικοί και αξιοζήλευτοι, και πρωτοπόροι φυσικά, ζήσαμε και ζούμε μεγάλες στιγμές, όπως άλλωστε πιστεύει και η πεταλούδα. Μην πιάσεις πάλι αυτόν τον παραλληλισμό, να χαρείς, τόσα και τόσα έντομα υπάρχουν, η λαμπρίτσα αίφνης, ο μπούρμπουλας, η πυγολαμπίδα που πετάει και φωτιές από τον πισινό, να κάτι που δεν έχουμε ντυθεί, να πώς έρχονται οι ιδέες, δεν είναι περίπλοκο, έναν πισινό χρειάζεται, όλοι έχουν.

Οι στολές. Φωτισμένες στον πρωινό ήλιο φαντάζουν υπέροχες, περνώντας η ώρα  τις ρυτιδιάζει το καλούπι του σώματος, οι κοιλιές, τα χοντρά πόδια, η άχαρη στάση, το ξεχαρβάλωμα του περπατήματος και του χορού. Τις ποτίζει ο καπνός, τις μουσκεύουν οι γουλιές από το άτσαλο πιώμα, το αναπόφευκτο μπουγέλωμα από τους ανοικονόμητους χοροπηδηχτάδες της πίστας και της μπάρας, τις ξεκουφαίνουν οι φωνές και οι μουσικές, γυρίζοντας στο σπίτι πέφτουν πανικόβλητες στο δάπεδο, ξεπνεωμένες, ζαρωμένες, σε νεκροφάνεια. Ξυπνώντας το πρωί, είσαι ένα σούπερ μάρκετ από μανίκια, παντελόνια, περούκες, σφυρίχτρες, κορδέλες, κονκάρδες, τελειωμένες μέρες και προσδοκίες που κάνουν το κορόιδο, διαβάζοντας εφημερίδα και πίνοντας καφέ.
Οι προσδοκίες. Δεν μπορεί, θα φιλοτιμηθούν κάποια στιγμή να ανταποκριθούν στο καθήκον, αφού επιτέλους συνεννοηθούν με τις περιστάσεις, τις συνθήκες, τους αστερισμούς, τις βουλήσεις των άλλων, ενόσω εσύ φοράς τη στολή και ξεχύνεσαι για μια φορά ακόμα στην άσφαλτο.  Αυτή τη φορά, θα είναι Η Φορά. Ελα στολή. Μην κουνάς την ουρά, μη γαυγίζεις σα χάχας και μη μυρίζεις τις άλλες στολές σαν ξελιγωμένη. Ρεζίλι με έκανες πάλι.

 

*Και του χρόνου με υγεία