Ενα «σάλτο μορτάλε»: «Δημητράκη, τα ηύρα τα λεφτά»

Του Βασίλη Μπεκίρη, Πρώην βουλευτής – υφυπουργός.

Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματα, που είχαν να αντιμετωπίσουν οι κυβερνήσεις του 1920 -εκτός από τον πόλεμο στη Μικρά Ασία- ήταν το οικονομικό.

Η οικονομική κατάσταση και πριν από την 1η Νοεμβρίου 1920 δεν ήταν ρόδινη. Ο τιμάριθμος είχε φθάσει στο 35%. Ο προϋπολογισμός είχε μεγάλο χάσμα και η αβέβαιη προοπτική είχε συσσωρεύσει όλα τα δυσμενή δημοσιονομικά. Υπήρχε το μεγάλο δάνειο, που ελπίδα για το παρόν και το μέλλον της χώρας. Ομως η ραγδαία επιδείνωση της αγγλικής οικονομίας καθιστούσε προβληματική τη χορήγηση των δικών της δόσεων προς την Ελλάδα. Στην ίδια κατάσταση και η Γαλλία, η οποία διέκοψε τις δόσεις του πολεμικού δανείου.

Η δανειακή προσφυγή στην ελεύθερη αγορά απέτυχε, διότι πλέον δεν παρείχαν οι συμμαχικές κυβερνήσεις απαραίτητες εγγυήσεις. Δεν απέμεινε στο κράτος παρά μόνον η φορολογία και η εκδοτική μηχανή.

Η κατάσταση αυτή είχε απογοητεύσει τους πάντες, με πρώτους τα μέλη της κυβερνήσεως Δημ. Γούναρη, οι οποίοι πίστευαν ότι εάν δεν ευρίσκετο κάποιος τρόπος δανεισμού, η χώρα θα κατέρρεε οικονομικά. Εκείνη τη δύσκολη στιγμή, ο υπουργός των Οικονομικών, Π. Πρωτοπαδάκης, ενεπνεύσθη τη διχοτόμηση του νομίσματος.

Αξίζει να αναφέρουμε τι γράφει ο βιογράφος του, για την ιστορική εκείνη στιγμή.«Βαρύθυμοι ήσαν ο Πρωθυπουργός και ο Υπουργός των Οικονομικών, όταν ο πρώτος γύρισε από την Ευρώπη (Φεβρουάριο 1922) με άδεια χέρια. Και ξαφνικά, ο δεύτερος τινάχθηκε για να πη στον Γούναρη: «Δημητράκη, τα ηύρα τα λεφτά». Ο Γούναρης έμεινε εμβρόντητος και τον κοίταζε με ολάνυκτα και ακίνητα μάτια, χωρίς να αρθρώσει λέξιν. Ο Πρωτοπαδάκης αντί άλλης εξηγήσεως έβγαλε από το πορτοφόλι το εν εκατοντάδραχμου χαρτονόμισμα, το έκοψε εις δύο και επέδειξε τα τεμάχια, κρατών αύτα προ των εκστατικών οφθαλμών του φίλου του. Ο Γούναρης δεν κατάλαβε τι συνέβαινε. ‘’Ενόμισα πως τρελάθηκε’’ έλεγε κατόπιν. Αφού ο Πρωτοπαδάκης μειδιών απήλαυσε το θέαμα το οποίον παρείχε ο άναυδος φίλος του, απεφάσισε να του εξηγήσει το σχέδιόν του. Πλήρης θαυμασμού ο Γούναρης διά την ευφυά και απλουστάτην επινόησιν προσεπάθησεν εν ταύτοις να εύρη κάθε πιθανήν αντίρρησιν για την ορθότητα της εφαρμογής της. Και ηύρε πολλάς ως έλεγε, πολλάς, αλλά ουδεμία ηδύνατο να σταθή προ των επιχειρημάτων του Πρωτοπαδάκη. Απεδέχθη λοιπόν πλήρως το σχέδιόν του. Αμφότεροι ετήρησαν απόλυτον εχεμύθειαν».

Η έμπνευση του Πρωτοπαδάκη ήταν πολύ απλή: Με τη διχοτόμηση του χαρτονομίσματος θα κυκλοφορούσε μόνον το ένα ήμισύ του και η τιμή του θα ήταν η μισή του αρχικού. Το άλλο ήμισυ θα αποσυρθεί από την κυκλοφορία. Ο κάτοχός του θα το κρατήσει σαν ομολογία που θα την εξοφλήσει το κράτος σε 20 χρόνια με τόκο 7%. Ετσι επιτυγχάνετο το εξής: Ο κάθε Ελληνας έχανε τα μισά του λεπτά, με την ελπίδα να του τα αποδώσει το Δημόσιο αργότερα και τοκισμένα.

Το κυκλοφορούν χαρτονόμισμα, που είχε φθάσει τα 3.000 εκατομμύρια δραχμές της εποχής, εμειώνετο στα 1.500 εκατομμύρια δραχμές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το κράτος μπορούσε να εκδώσει χαρτονόμισμα 1.500 εκατ. δρχ. στη θέση εκείνου που αποσύρθηκε, χωρίς να υπερβεί η κυκλοφορία το προηγούμενο επίπεδο.

Ο υπουργός των Οικονομικών έπεισε τον Γούναρη και έφερε αιφνιδιαστικά στη Βουλή (20 Μαρτίου 1922) το νομοσχέδιο προς ψήφιση. Αφού ανέβηκε στο βήμα έβγαλε από την τσέπη του 1 εκατοστάρικο και το έδειχνε δεξιά κι αριστερά λέγοντας: «Είμαι κύριοι κάτοχος ενός εκατοντάδραχμου. Προς τα δεξιά είναι γραμμένη η εικών του Γεωργίου Σταύρου προς τα αριστερά το Βασιλικόν Στέμμα.

Θα διχοτομήσω το εκατοντάδραχμον και το τεμάχιον το φέρον την εικόνα του Σταύρου θα εξακολουθήσει κυκλοφορούν ως νόμισμα αξίας 50 δραχμών, το δε έτερον, θα αποτελεί ομολογίαν αξίας πεντήκοντα δραχμών και το πράγμα τελείωσε». (χειροκροτήματα, επευφημίαι, γέλωτες).

Ψηφίσθηκε 25 Μαρτίου 1922, με 151 ψήφους υπέρ και 148 κατά. Από εκείνη την ημέρα οι Ελληνες έγιναν πτωχότεροι, αλλά το κράτος πλουσιότερο κατά 1.500 εκατ. δρχ.

Το δραστικό αυτό μέτρο του Πρωτοπαδάκη αποτελούσε ένα «σάλτο μορτάλε».