Μια μυία μιαρή

Ο διευθυντής σύνταξης της “Π” Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει…

Ποια  γνώμη έχετε για τις μύγες; Όχι την καλύτερη, υποθέτουμε. Είναι πάντως ένα έντομο με το οποίο έχουμε εξοικειωθεί, έτσι που η απέχθεια να παραμερίζεται. Μαθαίνουμε να μη δίνουμε στις μύγες κάποια σημασία, εξαιρουμένων των μυγών που έχουν μέγεθος παραπλήσιο με εκείνο το ρωσικό αεροσκάφος που ήρθε να μας συνδράμει στις φωτιές. Αν μπει μια τέτοια μύγα σε εσωτερικό χώρο, αίρονται όλες οι δραστηριότητες μέχρι που η μύγα είτε θα εξοντωθεί είτε θα φύγει. Στο χέρι της είναι να διαλέξει. Μόνο που έχει ένα σωρό χέρια και μέχρι να διαλέξει γίνεται μάχη. Υπάρχει πάντως ένας κανόνας: Οσο μεγαλύτερη είναι η μύγα, τόσο ευκολότερα εξουδετερώνεται. Οι μύγες μεγάλου μεγέθους χάνουν το πλεονέκτημα του είδους. Το πλεονέκτημα αυτό παραπέμπει στην ταχύτητα με την οποία ο ίσκιος μας παρακολουθεί τις κινήσεις μας. Κουνάμε χέρι, κουνάει και ο ίσκιος το δικό του σκούρο χέρι ακαριαία. Ούτω και η μύγα: Μόλις κουνήσουμε το χέρι μας εναντίον της, έχει σηκωθεί και έχει φύγει και θα ρυθμίζει το πέταγμά της ανάλογα με τις δικές μας κινήσεις. Για να τη βγάλεις από τη μέση πρέπει να κουνήσεις τη μυγοσκοτώστρα όπως ο Τσιτσιπάς όταν του σερβίρει ο Ναδάλ. Θα σου κάνει άσους η μύγα, αλλά κάποια στιγμή θα τη ρίξεις τ’ ανάσκελα.

Δεν ασχολούμαστε γενικά με τις μύγες, είπαμε. Οσο δεν είναι πολλές, άστες να πετάνε. Τι γίνεται όμως όταν η μύγα ασχολείται μαζί μας. Συμβαίνει σε κάτι τέτοιες εποχές, Αύγουστο και Σεπτέμβριο, και μάλλον έχει να κάνει με τις καιρικές συνθήκες. Η μύγα ψάχνει για νερό στους πόρους του δέρματός μας, ανιχνεύοντας με τα ραντάρ της δροσοσταλιές από φρέσκο ντους ή από εφίδρωση. Και τότε αρχίζει τις τυραννικές κοντόβολτες. Ξεκινά από τον κρόταφο, πάς να τη διώξεις, πάει στη μύτη πάς να τη διώξεις, πάει στον κρόταφο, πάς να τη χτυπήσεις, πάει στο αυτί, πάς να τη διώξεις, πάει στον λαιμό, πάς να τη διώξεις, πάει στον κρόταφο. Σε κάθε της κίνηση σου προκαλεί μια εντοπισμένη, φευγαλέα φαγούρα. Όχι του κουνουπιού, την τίμια φαγούρα, που είναι στατική, σταθερή, συνεπής, ορατή, διαχειρίσιμη με αλοιφές, ξύσιμο, φυσημα, βρισίδι, αλλά τη φαγούρα την ύπουλη, που σε υποχρεώνει να σταματάς κάθε τρία δευτερόλεπτα αυτό που κάνεις,  για να ξύσεις τη μύτη, τον αυχένα, το αυτί, για να διώξεις τη ρουφήχτρα μύγα από αυτόν, εκείνον, τον άλλον πόρο, τον παράλλον και πάλι τον ίδιον. Και κάθε που σκέφτεσαι να κουνήσεις το χέρι, η μύγα έχει σκεφτεί τι θα σκεφτείς και έχει μετακινηθεί κατά τόσα εκατοστά όσα σε αποτρέπει μεν να τη χτυπήσεις, της διασφαλίζει δε άμεση πρόσβαση σε έναν άλλον πόρο, τον οποίο ληστεύει με αντλίες αμέσου αποδόσεως.

Οι λύσεις είναι δύο.

Πρώτον, χτυπάς τη μύγα με τα ίδια της τα όπλα. Δηλαδή: Αφού βλέπεις πως σκέφτεται όπως σκέφτεσαι, σκέφτεσαι πλέον εσύ όπως θα σκεφτεί αυτή. Ετσι, αντί να απλώσεις το χέρι εκεί όπου είναι τώρα, το απλώνεις εκεί όπου θα βρεθεί κατά την άμεση απογείωσή της. Στην περίπτωση αυτή μπορείς να πιάσεις τη μύγα στη φούχτα και να την πετάξεις στο δάπεδο με γδούπο, όπως τα χταπόδια. Γδούπο, δηλαδή, μη φανταστείς κανέναν ήχο που θα κάνε το γραφείο να πεταχτεί, να βρει ποιος έπεσε από τον 2ο, αλλά έναν ήχο που μάλλον ακούγεται στη φαντασία σου, αλλά είναι γλυκός, ηδονικός, λυτρωτικός.

Δεύτερον, αναπτύσσεις την άμυνα του ανατολίτη. Υψώνεις  το εσωτερικό ποτενσιόμετρο της στωικότητας και βγαίνεις από το σώμα σου. Δεν νιώθεις τώρα φαγούρα. Είναι άλλος στο δέρμα σου μέσα. Ποιος είναι αυτός; Δεν σε νοιάζει. Πού μένει; Δεν ξέρεις. Πώς σε λένε; Τι νόημα έχει; Τώρα η μύγα μπορεί να τρυγάει και να πίνει μέχρι να σκάσει. Και να φέρει και τις φίλες της.

Αυτές οι σκέψεις μας απασχόλησαν  νωρίς το πρωί. Δεν είναι σοβαρές, σύμφωνοι. Κάντε εσείς τι σοβαρότερες. Είναι πάντως προτιμότερες από πολλές άλλες.