Αλίμονο στους νέους

Tου Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Η πλατεία ήταν γεμάτη από νέους. Το δυστύχημα των Τεμπών και πρωτίστως η απώλεια συνομηλίκων τους, έχει διεγείρει συνειδήσεις. Είναι ένα αίσθημα κοινότητας λόγω ηλικιακής εγγύτητας, που δεν θέλει ανάλυση. Δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν είναι δεκτικός στις ταυτίσεις, οι νέοι ιδίως. Ο ψυχισμός μας τις έχει ανάγκη τις ταυτίσεις, αυτόν τον μηχανισμό «εγώ- στη θέση σου». Κανείς βέβαια δεν διεκδικεί ασυνείδητα ή συνειδητά τη θέση ενός νεκρού, αλλά ένα θύμα παίρνει άλλη θέση στο φαντασιακό μας, μια θέση στο φάσμα της συλλογικής προσοχής και συμπάθειας.

Ο μηχανισμός αυτός ενεργοποιεί το ανακλαστικό της αλληλεγγύης και της οργής, που πολλαπλασιάζονται και ενισχύονται μέσα στο πλέγμα της συλλογικότητας: Οι νέοι αυτές τις μέρες, όπως συνέβη και κατά τις μέρες της οργής για τον Αλέξη Γρηγορόπουλο βιώνουν μια συνθήκη ομοθυμίας και συντροφικότητας μέσα από την προσήλωση σε ιδανικά και σε αξίες, μια συνθήκη που τους φωτίζει και τους εξυψώνει ηθικά. Είναι μια κατάσταση ερωτική: Ο νέος έχει ανομολόγητη ανάγκη για μια τέτοια αίσθηση που έχει χαρακτηριστικά μοιράσματος, μιας μέθεξης σε ένα έπος που διέπεται από καθαρτική, παρηγορητική, μεθυστική, επαναστατική εξιδανίκευση. Και κάθε εποχή θα δώσει ένα θέμα για μια τέτοια εσωτερική- συλλογική διαδικασία. Αλλοτε το θέμα είναι πράγματι σοβαρό, ογκώδες, βαρύ, όπως η εξέγερση στο Πολυτεχνείο, άλλοτε το θέμα δεν βρίσκεται, αλλά επινοείται, μέσα από μια υπερ-δραματοποίηση των νομοσχεδίων του υπουργείου Παιδείας. Ή και χωρίς νομοσχέδιο: Εχουν αρκέσει και οι ελλείψεις στα σχολεία.

Αλίμονο στους νέους: Ο τίτλος μιας ταινίας που αποπνέει μάλλον έλλειμμα κατανόησης της ηλικίας. Διότι το αλίμονο πάει κυρίως στους ώριμους, που η ζωή τους κυλάει χωρίς ενεργοποίηση του ερωτισμού που μπορούν να προσφέρουν τα γεγονότα. Δεν ζηλεύουμε ασφαλώς όσα άχαρα και τυραννικά συμβαίνουν στα άγουρα χρόνια, αλλά ζηλεύουμε απλώς τα άγουρα χρόνια. Ένα χαρακτηριστικό των οποίων είναι η οργή. Η οποία μας οργίζει, γιατί προφανώς έχουμε ξεχάσει τον καιρό που οργιζόμαστε εμείς οι νέοι και οργίζαμε με την οργή μας τους μεγαλύτερους. Η οργή έχει κάποια ανώριμα χαρακτηριστικά: Η ιδέα της προσπάθειας, του προγράμματος, της ανταγωνιστικότητας, σε βγάζει από τα ρούχα σου. Πες την αλήθεια: Και στα σαράντα σου και στα πενήντα σου, σηκώνεσαι το πρωί για το καθήκον και αισθάνεσαι όπως όταν είχες να εξεταστείς στην τριγωνομετρία και να σου επιτεθούν τα συνημίτονα όπως τα Αλιεν στη Σιγκούρνι Γουίβερ. Εχει όμως και την ώριμη πλευρά της. Είναι βάναυσο, άδικο και σκληρό να μην είναι εξασφαλισμένη η ανταμοιβή της προσπάθειας, να είναι τόσο επισφαλές το μέλλον όπως και η καθημερινότητα, να μην μπορείς να κατοχυρώνεις κάποιες περισσότερες ανάσες, να χρειάζεται να ματώνεις για αυτονόητα υλικά αγαθά. Η αίσθηση αυτή, διάχυτη στο ίδιο σου το σπίτι, μετατρέπεται σε αντισυστημική επιθετικότητα, σε μια πεποίθηση ότι η πίεση και η αδικία είναι τα όπλα με τα οποία ο δεσμοφύλακας καθηλώνει τον ανίσχυρο για να προστατεύσει τον ισχυρό. Όταν είσαι νέος, σου φαίνεται αδιανόητη η ανισότητα, σου φαίνονται απλές οι λύσεις, σου φαίνονται στοιχειώδεις οι διέξοδοι. Γιατί δεν δίνονται; Γιατί «Αυτοί» δεν θέλουν.

Η ωριμότητα είναι μια κατάσταση νηφάλιας παραίτησης από εξιδανικευμένες διεκδικήσεις και προτάγματα, με το άλλοθι της σωφροσύνης, και την αποζημίωση ενός αρκετά καλού αυτοκινήτου. Οι νέοι έχουν άδικο που μας παρεξηγούν: Θυμόμαστε απέξω τα ωραία ροκ τραγούδια, είχαμε δει τους καλούς ποδοσφαιριστές να αγωνίζονται για τη φανέλα, προλάβαμε την πόλη χωρίς πολυκατοικίες και ανωνυμίες και κάναμε το σήμα της νίκης όταν έπεσε η χούντα. Δεν είναι και λίγα. Καθόλου λίγα. Βρίζουμε κι εμείς το σύστημα, βέβαια, αλλά, σσσς νέοι, εμείς το βρίζουμε για σωστούς λόγους και με σωστές βρισιές.