Αν ήσαν Αθάνατοι

Του Κωνσταστίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Ηταν Μάρτιος του 1984, τελευταία Κυριακή καρναβαλιού, όταν το άρμα των Αθανάτων χύμηξε προς τον «Απόλλωνα», όπου ο Θεόδωρος Αννινος χαιρέτιζε τα πλήθη των καρναβαλικών πληρωμάτων. Είχαν αναγγελθεί πρωτεύσεις και βραβεύσεις, η κρίση της επιτροπής είχε διχάσει και επικρατούσε αντάρα. Πάνω στην περίσταση έσκασε το γκρουπ των Αθανάτων με τη νταλίκα τους, μια πολυπληθής ομάδα με αρτίστικ αμφίεση, που είχαν επιμεληθεί το δίδυμο- τότε- των καλλιτεχνών Γιώργου Μπογδανόπουλου και Στάθη Χρυσικόπουλου.

Οι Αθάνατοι είχαν αρκετά ακόμα επιφανή και ανήσυχα μέλη από τον χώρο της τέχνης και της διανόησης, πρόσωπα που είχαν ζυμωθεί με νεωτερίστικες ιδέες από
πανεπιστήμια, εξεγέρσεις, ζυμώσεις της Ευρώπης και της Αθήνας, αλλά και αρκετά άλλα μέλη που απλά γοητεύονταν από τη φάση, όπως θα την αποκαλούσαμε σήμερα. Δεν τους ενδιέφεραν οι βραβεύσεις, αλλά εκτιμούσαν ότι το καρναβάλι ήταν το σύμβολο της στασιμότητας και του αναχρονισμού που χαρακτήριζε την Πάτρα στα χέρια της δημοτικής αρχής Αννινου ή έστω ότι ο τότε και επί σειρά ατέλειωτων ετών δήμαρχος δεν είχε τα φόντα και τις διαθέσεις για μια ανοιχτότητα που είχε ανάγκη η πόλη.

Ο αυτοδιοικητικός βίος προσδιοριζόταν από τις δικές του ιδέες, και επειδή ήταν και ολίγον διδακτικός και επιδεικτικός, του άρεσε να βάζει τη δική του ιντελεκτουέλ σφραγίδα στα θέματα του «Θησαυρού», υποχρεώνοντας τα γκρουπάκια, παιδόπουλα αδιάβαστα ένεκα η ηλικία αλλά και οι ορίζοντες που λέγαμε, να ψάχνουν στα βιβλία της ποίησης για να ταυτοποιήσουν άγνωστο ποιητικό κείμενο. Ηταν λοιπόν του Αραγκόν. Και ποιος ήταν ο Αραγκόν; Κάποιος εκείνα τα χρόνια έλεγε ότι είχε βρει τον Ελύτη στο τηλέφωνο και είχε το θράσος να τον ρωτήσει αν οι στίχοι ήταν δικοί του και ο Ελύτης του είχε απαντήσει ειλικρινώς, τι να σου
πω, δεν αποκλείεται, πού να θυμάμαι στα τόσα ποιήματα.

Το αίτημα των Αθανάτων- στην παρέα και οι Λάκης Φιλιππάτος και Βαγγέλης Πολίτης- ήταν στην ουσία πολιτικό. Ηταν ένα ταρακούνημα με πολιορκητικό κριό τις καρναβαλικές ομάδες και τη στιγμιαία αποκαρδίωσή τους για τη γενικότερη ανία που απέπνεε η διοργάνωση- οι νέοι θέλουν τα πάντα, και τα θέλουν τώρα, και πιστεύουν ότι όλα όσα θέλουν είναι ορθά και λειτουργικά, και τέλος πάντων κάτι θέλουν οι νέοι, εν αντιθέσει προς τους ώριμους που έχουν μάθει να μη θέλουν τίποτα πέραν του να μην κάνουν οι νέοι φασαρία- αλλά συνειδητοποιημένα ή μη επρόκειτο για αίτημα πολιτικής μεταβολής στην αυτοδιοίκηση. Η οποία επήλθε και οι οργανωτικοί πυρήνες του Καρναβαλιού εμπλουτίστηκαν από ανθρώπους με καρναβαλική παιδεία και τρέλα- σολομώντειος ιδέα από τη δημοτική αρχή Καράβολα, στο όνομα της δημοκρατικότητας, αλλά και σαν ελιγμός- και πράγματι το πράγμα τονώθηκε. Αλλά ο Στάθης Χρυσικόπουλος, χωρίς το άρμα των
Αθανάτων πλέον, αλλά πεζός και πολύ συγκεκριμένος, επανήλθε έξι χρόνια αργότερα, ενώνοντας την όρεξη και τις ιδέες του με την ιδρυτική ομάδα του Καρναβαλικού Κομιτάτου, η οποία συστήθηκε πάνω στην άποψη ότι το Καρναβάλι πρέπει να φύγει από τους λαϊκισμούς, να μην προσδιορίζεται από την αισθητική της μάζας ούτε τις μπαγαποντιές των πειρατών, να αναζητήσει τις ρίζες του, να τις ζυμώσει με το λαϊκό πνεύμα, και πρωτίστως να αυτονομηθεί οργανωτικά.

Τι από όλα αυτά συνέβη; Κάτι ολίγον από όλα, εν μέρει και με την υπογραφή του ίδιου του Στάθη Χρυσικόπουλουπου το υπηρέτησε σαν πρόεδρος του νεοσύστατου οργανισμού και σαν καλλιτεχνικός διευθυντής, αλλά οπωσδήποτε η αυτονόμηση είναι τεχνητή. Στην πραγματικότητα το Καρναβάλι ελέγχεται από τη δημοτική πλειοψηφία, απλά οι καρναβαλικές δυνάμεις έχουν ρόλο συμβουλευτικό. Το πρόβλημα δεν έγκειται στην ιδέα του πολιτικού ελέγχου τόσο, όσο στην αντίληψη περί πολιτικού ελέγχου που έχουν οι δημοτικές πλειοψηφίες. Το ερώτημα ποιος κάνει το Καρναβάλι έχει πάντα την ίδια απάντηση: Ο Δήμος το κάνει και ο Δήμος πρέπει να το κάνει. Αλλά τι εννοούμε ως «Δήμο»;

Μετά τη θητεία του στα καρναβαλικά όργανα ο Στάθης Χρυσικόπουλος αυτό-
αποστρατεύθηκε καρναβαλικά και επικέντρωσε στις εικαστικές του αναζητήσεις. Με τη στάση του ήταν σαν να έκανε μια δήλωση προσωπική και πολιτική ταυτόχρονα: Αυτά μπόρεσα να κάνω, αυτά έκανα, μέχρι εκεί έφτασα, μέχρι εκεί με άφησαν.

Το σημερινό καρναβαλικό κίνημα δεν έχει τη στόφα των δικών του ορμητικών ημερών, αλλά είναι ενεργό, αν και διατηρούμε μια αμφιβολία περί του τι διασώζει και τι διδάσκεται, όμως γούστο και καπέλο του είναι να διδάσκεται όσο του καπνίζει και να μη δεσμεύεται. Καθώς ο Στάθης παραμέρισε εθελουσίως, δεν έτυχε να τον ρωτήσουμε για την προσωπική αποτίμηση της διαδρομής του, αν και τοποθετήθηκε μια δυο φορές με λιτά κείμενα- ο Στάθης ήταν κυρίως προφορικός, σχηματικός, καλλιτεχνικός, αρχιτεκτονικός και ενίοτε γριφώδης-, αλλά τώρα που τον αποχαιρετάμε μια φωνή μέσα μας λέει να μην τους φοβάται τους νεότερους, υπάρχει ομορφιά, υπάρχει γούστο, υπάρχει αίσθηση ταυτότητας, υπάρχει
χαρά, υπάρχει πυρήνας και ομαδικότητα, η νεολαία κάνει τα δικά της τα τρελά και άναρχα που του αρέσανε του Στάθη και διόλου δεν τα κατέκρινε. Αν βέβαια οι Αθάνατοι ήταν πράγματι αθάνατοι, θα χυμούσαν ξανά με το άρμα, το ένα και μεγάλο, και δεν θα διασπούσαν τη δύναμή τους σε μικρά ευέλικτα πλοιάρια, πλην χάρη στα πλοιάρια αυτά νικήθηκε ο Ξέρξης στη Σαλαμίνα. Λες να είχαμε ανέκαθεν νικήσει και να το αγνοούσαμε;