Χίστορι φλοπ

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Υπήρξε η σπάνια περίπτωση ανθρώπου του οποίου η επιτυχία έγκειται ακριβώς στο ότι μέχρι που μάθαμε για τον θάνατό του, δεν τον μνημόνευε κανείς, πέρα από τους
ιστορικούς του κλασικού αθλητισμού. Μέχρι και στη δεκαετία του ’70, το όνομα του Ντικ Φόσμπερι ήταν διάσημο επειδή οι άλτες ήταν διχασμένοι ανάμεσα στον παλμό Τζόνσον και το Φόσμπερι φλοπ, όπως ονομάστηκε αμερικανιστί, τον οποίο εισήγαγε ο ίδιος. Τα επόμενα χρόνια όλοι οι αθλητές υιοθέτησαν το άλμα εις ύψος με την πλάτη στον πήχη, οπότε ο όρος Φόσμπερι φλοπ παραμερίστηκε, για τον απλό λόγο πως είχε επιβληθεί στη συνείδηση των πάντων ως αυτονόητη μέθοδος προσέγγισης στο ύψος.

Ο παλμός Τζόνσον, ή στράντλ, έφερνε τον αθλητή με το στήθος στο σκάμμα, και δουλειά γινόταν με κάμψη στο ένα γόνατο μέχρι να φτάσεις με το σάλτο στον πήχη. Οι αθλητές διαπίστωσαν ότι με Τζόνσον δεν φτάνεις ψηλά όσο με Φόσμπερι, κι ας επέμεινε ο τρανός Μπάιλσμιτ να πρωτεύει με τον παλιό καλό τρόπο. Τον οποίο κήδεψε ο μέγας Στόουνς.

Το άλμα σε ύψος είναι ένα από τα μαγικά αγωνίσματα, γιατί στηρίζεται στο αδιανόητο: Πώς γίνεται ρε φίλε να πηδάς παραπάνω από το ίδιο σου το ύψος; Εντάξει, είσαι ψηλός και ελαφρύς. Ο Φόσμπερι ήταν πάνω από 1 και 90. Εντάξει, καταφέρνεις και σηκώνεις τα πόδια σου από το έδαφος περισσότερο από τους κοινούς θνητούς. Αλλά πώς γίνεται η ράχη και η μέση να σου δίνουν τέτοια ώθηση, σε συνδυασμό με τη φόρα και την ταχύτητα, έτσι που να κάνεις το κορμί σου να περνάει πάνω από εμπόδιο 2,20 κάποτε, 2,30 μετά, και 2,40 στις μέρες μας; Εντάξει, οι επικοντιστές έχουν το κοντάρι. Εσύ πώς το κάνεις, με όπλο σου ένα
απλό λαστιχένιο παπούτσι;

Αλλά ξέχασες. Οι αθλητές δεν είναι κανονικοί άνθρωποι. Βλέπεις τον Τεντόγλου: Ολοι έχουν πέσει πάνω καταπάνω για λάθος λόγους, επειδή είναι αντιηρωικός και ροκ στοιχείο, και παραβλέπουν αυτό καθαυτό το θαύμα του. Τρέχει, πατάει το πόδι στη βαλβίδα και προσγειώνεται οκτώμιση μέτρα μακρύτερα. Πάρε ένα πασέτο, ξετύλιξε τα οκτώμιση μέτρα και πες μου πώς γίνεται να καλύπτει άνθρωπος αυτή την απόσταση με ένα τίναγμα. Μαθαίναμε για τους παλιούς κλέφτες (όχι τους σημερινούς), θρυλικές ιστορίες. Ο Καρατάσος ήταν που περνούσε, λέει, πάνω από τρία άλογα μαζεμένα. Αλλά μάλλον τα άλογα ήταν ζεμένα στο πλάι και όχι κατά μήκος. Και, δεύτερον, οι κλέφτες, εκτός από κλέφτες, μπορεί και να ήταν και κομματάκι ψεύτες. Τρίτον, τα άλογα δεν μιλάνε.

Ο Φόσμπερι είχε περάσει από τα μέρη μας κάποτε. Μαζί με άλλους μεγάλους αθλητές της εποχής του, και μεταγενέστερους, τη Σεβίνσκα και τον Τεόφιλο Στίβενσον, είχαν σταλεί μέσω της ΔΟΕ στην Πάτρα, ως κήρυκες του ολυμπισμού. Οι νεότεροι συνάδελφοι τους αγνοούσαν, φυσιολογικά. Οι παλιότεροι κάναμε λες και έρχονταν οι Μπιτλς. Ο Φόσμπερι ήταν ένας χαλαρός, γελαστός τύπος, όπως πολλοί πανύψηλοι άνθρωποι. Η μεγάλη του στιγμή ήταν το 1968, όταν τον έμαθε όλος ο πλανήτης. Μετά ο πλανήτης τον ξέχασε, αλλά παρέμενε χαλαρός και γελαστός. Και πανύψηλος, σταθερά. Λίγο αργότερα η τηλεόραση μπήκε στη ζωή μας και μας έφερε ζωντανές μεταδόσεις, και τρέχαμε όλη η πιτσιρικαρία, με σπάγκους να κάνουν το νήμα, κοτρώνες να κάνουν τις σφαίρες και τις σφύρες, βέργες να
κάνουν τα ακόντια και σπάζαμε τις φτέρνες μας από το κοπάνημα στα δάπεδα, πηδώντας μήκος και τριπλούν της συμφοράς. Πηγαίναμε κατ’ ευθείαν για το χρυσό. Στον κανονικό στίβο για κανονική εκμάθηση των αθλημάτων και κανονική προπόνηση, πήγαιναν ελάχιστοι. Αν σου τύχαινε καμιά φορά να τρέξεις σε γήπεδο, περνούσαν από δίπλα σου οι αθλητές, όπως ο Ρόουντ Ράνερ από το κογιότ, και τότε καταλάβαινες τι Δεν Είσαι και τι Δεν Θα Γίνεις.

Οι αθλητές σήμερα έχουν μεγαλύτερες επιδόσεις. Είναι ασυναγώνιστοι σε σχέση με τους παλιούς. Αλλά καθένας μας θεωρεί την παιδική του ηλικία καλύτεροι από του αλλουνού, οι ήρωές του ήταν πιο σημαντικοί, οι τηγανητές του πατάτες νοστιμότερες και οι κωμωδίες του πιο γελαστικές. Συγχωρήστε τη γραφικότητα, κρατήστε μια αλήθεια, την αναπόσπαστη θέση που πήρε και κράτησε ο κλασικός αθλητισμός στη συνείδησή μας, αυτή την αγωνία που είχαμε, να πάει βράδυ, να στηθούμε στην τηλεόραση, και να δούμε δέκα δευτερόλεπτα αγώνα, τον τελικό των εκατό μέτρων, με κομμένα τα γόνατα, λες και τρέχαμε εμείς. Εμείς τρέχαμε, βέβαια, αν το καλοσκεφτείς. Κι ακόμα αυτό κάνουμε, στην ονειρική πίστα που συνοδεύει τα περπατήματά μας, ανάμεσα στον Φόσμπερι που πηδάει ύψος, στον Μπήμον που πηδάει μήκος, και στον Καρατάσο που τον βλέπουν τα άλογα και σκύβουν, μη φάνε τσαρουχιά στο σβέρκο.