Ελληνική πολεμική βιομηχανία: Γιατί παραμένει καθηλωμένη
Του Δημήτρη Μάρδα, Καθηγητής Οικονομικών ΑΠΘ – π. αν. υπουργός Οικονομικών – υφυπουργός Εξωτερικών.
Στη χώρα μας οι γεωπολιτικοί περιορισμοί, που συνδέονται με την τουρκικό επεκτατισμό, δε συγκίνησαν τις εδώ πολιτικές ηγεσίες.
Ετσι, αντί να οδηγηθούμε στην ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας, μειώσαμε το βάρος της στην εγχώρια παραγωγή διαχρονικά, δίνοντας προτεραιότητα στις πανάκριβες εισαγωγές ολικών συστημάτων.
Ενώ από το 1974, δεχόμαστε διαρκείς προκλήσεις με αφορμή την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, το Κυπριακό και τόσα άλλα, εμείς θυμόμαστε τις ανάγκες μας σε εξοπλισμούς μόνο όταν αντιμετωπίζουμε όξυνση κρίσεων με την Τουρκία.
Αντίθετα η Τουρκία από την αρχή της δεκαετίας του 1990, μεθοδεύει συστηματικά την ανάπτυξη της αεροναυπηγικής και της πολεμικής της βιομηχανίας, δημιουργώντας πόλους τεχνολογίας που συμβάλλουν, εκτός των άλλων, στην ανάπτυξη του κλάδου της ηλεκτρομηχανικής και των μεταφορικών μέσων.
Εμείς στρεφόμαστε στις εισαγωγές τελικών προϊόντων (αεροσκαφών, αρμάτων μάχης, κ.λπ) για να καλύψουμε τις άμεσες ανάγκες της άμυνάς μας. Οι βεβιασμένες, όμως, αποφάσεις και οι προκλήσεις της στιγμής, οδηγούν εύλογα σε αγορές ακριβών οπλικών συστημάτων, καθώς πιέζουμε και για γρήγορες παραδόσεις. Οταν περάσει η όποια κρίση, η άμυνα μπαίνει στο ράφι.
Πλην των θετικών επιπτώσεων στην απασχόληση και στην παραγωγή, τα εγχώρια παραγόμενα οπλικά συστήματα θα ελαφρύνουν αρχικά το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας. Από την άλλη, ακόμη και αν δε μειώσουν σε απόλυτους αριθμούς το χρέος, που αντιστοιχεί στις αγορές οπλικών συστημάτων, ένα μέρος αυτού θα οδηγήσει στην αύξηση της παραγωγής, και οπότε του ΑΕΠ, μέσα από παραγγελίες αμυντικού υλικού, που τώρα δίνονται στο εξωτερικό. Αυτό με τη σειρά του θα συμβάλει στη μείωση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ.
Λόγοι του μη προσανατολισμού των δημοσίων δαπανών υπέρ τη εγχώριας βιομηχανίας θα μπορούσαν να είναι:
Πρώτος: έλλειψη εμπιστοσύνης στα ελληνικά οπλικά συστήματα. Αυτά όμως για να βελτιωθούν χρειάζεται να γίνουν παραγγελίες και να δοθούν χρήματα εκ μέρους του κράτους, όπως γίνεται παντού στον πλανήτη. Ακόμη, πώς είναι δυνατόν πολλά από αυτά να κατακτούν ξένες αγορές και μην έχουν πρόσβαση στην εγχώρια;
Δεύτερος: είναι κακές αναπτυξιακές επιλογές με επίκεντρο τη βιομηχανία και ειδικότερα τον τομέα των εξοπλισμών.
Στο θέμα της μη στήριξης της εγχώριας παραγωγής έρχεται και η οικονομική θεωρία. Αναλυτικότερα, όταν δεν υπάρχει ανταγωνισμός και εισάγεται ένα σύνολο ευνοϊκών ρυθμίσεων υπέρ ενός προμηθευτή, που υπέχει τη θέση του μονοπωλητή, τότε είναι πιθανό να αναπτυχθεί ένα σύστημα χρηματισμού εκ μέρους του ευνοούμενου και υπέρ των ατόμων που προωθούν την ανωτέρω μεταχείριση. Ως εύνοια θα μπορούσε να θεωρηθεί λόγου χάριν μια απευθείας ανάθεση προμήθειας πολεμικού υλικού βάσει λοιπόν μιας ρύθμισης ή νόμου υπέρ ενός εισαγωγέα.
Η απουσία ανταγωνισμού λοιπόν είναι φυσικό να οδηγήσει αρχικά σε υψηλές τιμές πώλησης. Ο προνομιούχος παραγωγός, λόγω των υψηλών τιμών πώλησης έχει τη δυνατότητα λοιπόν να αφιερώσει σημαντικούς πόρους για δωροδοκία.
Στον χώρο των εξοπλισμών, μια μεγάλη ξένη εταιρία ή μια μεσαίου μεγέθους με διεθνή εμβέλεια και υψηλούς τζίρους βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από μια αναδυόμενη εγχώρια στο θέμα του χρηματισμού των ατόμων εκείνων που ευθύνονται για την εν λόγω εύνοια. Διαθέτουν περισσότερους πόρους για χρηματισμό κάθε εμπλεκόμενου στις σχετικές αποφάσεις.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η δύναμη της δωροδοκίας μπορεί να θεωρηθεί ως τρίτη αιτία μη ανάπτυξης της εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας ερμηνεύοντας έτσι τη στροφή προς τους ξένους προμηθευτές.
Η οικονομική θεωρία, από μόνη της, θέτει τα ερωτήματα και συχνά τη βεβαιότητα ή την πιθανότητα ύπαρξης πεδίου διαφθοράς.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News