Έρευνα: Τα αντισώματα κατά της Covid-19 στη μύτη είναι πιο βραχύβια από ό,τι στο αίμα, διευκολύνονται οι επαναλοιμώξεις

Νέα βρετανική επιστημονική έρευνα

Covid-19

Τα αντισώματα που παράγονται στη μύτη μειώνονται σημαντικά εννέα μήνες μετά τη λοίμωξη Covid-19, ενώ εκείνα στο αίμα διαρκούν τουλάχιστον έναν χρόνο. Τα αντισώματα στη μύτη είναι ακόμη πιο βραχύβια κατά της παραλλαγής Όμικρον του κορονοϊού. Εξάλλου, μολονότι τα υπάρχοντα εμβόλια αυξάνουν τα αντισώματα στο αίμα, δεν είναι εξίσου αποτελεσματικά όσον αφορά την παραγωγή αντισωμάτων στη μύτη, ενώ και οι ενισχυτικές δόσεις δεν βοηθούν πολύ σε αυτό, κάτι που εξηγεί σε έναν βαθμό τις επαναλοιμώξεις από κορονοϊό, ακόμη και μεταξύ των εμβολιασμένων.

Αυτά είναι τα βασικά συμπεράσματα μίας νέας βρετανικής επιστημονικής έρευνας από επιστήμονες του Κολλεγίου Imperial του Λονδίνου και του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Βιοϊατρικής eBioMedicine. Η μελέτη αφορούσε 446 ανθρώπους που είχαν νοσηλευθεί με σοβαρή Covid-19 και στη συνέχεια ελήφθησαν δείγματα έξι μήνες και ένα έτος μετά την ανάρρωσή τους, τόσο πριν όσο και μετά τον εμβολιασμό τους. Στόχος ήταν να υπολογιστεί πόσο καλά τα αντισώματα εξουδετερώνουν τον κορονοϊό, μεταξύ άλλων την Όμικρον και τα παρακλάδια της.

Τα αντισώματα IgA στη μύτη συνιστούν την πρώτη γραμμή άμυνας κατά της Covid-19 μπλοκάροντας τον κορονοϊό, όταν αυτός εισέρχεται συνήθως μέσω της αναπνευστικής οδού. Αυτά τα αντισώματα είναι πολύ αποτελεσματικά στο να αποτρέψουν τον ιό από το να εισδύσει στη συνέχεια στα κύτταρα, να τα μολύνει και έτσι να προκαλέσει λοίμωξη.

Όμως, οι Βρετανοί επιστήμονες βρήκαν ότι τα ρινικά αντισώματα υπάρχουν σε επαρκείς ποσότητες μόνο σε όσους έχουν μολυνθεί πρόσφατα. Αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί, μετά από ένα χρονικό διάστημα μερικών μηνών, όσοι είχαν αναρρώσει από Covid-19 κινδυνεύουν να μολυνθούν ξανά, ιδίως από την Όμικρον και τις υποπαραλλαγές της. Ο εμβολιασμός, σύμφωνα με την έρευνα, είναι πολύ αποτελεσματικός στη δημιουργία και ενίσχυση των αντισωμάτων στο αίμα, κάτι που αποτρέπει τη σοβαρή νόσο, αλλά έχει πολύ μικρή επίδραση στα επίπεδα των αντισωμάτων IgA στη μύτη.

«Πριν τη μελέτη μας ήταν ασαφές πόσο διαρκούν αυτά τα σημαντικά ρινικά αντισώματα. Η έρευνά μας βρήκε διαρκείς ανοσιακές αντιδράσεις μετά από λοίμωξη και εμβολιασμό, αλλά τα ρινικά αντισώματα-κλειδιά είναι πιο βραχύβια σε σχέση με εκείνα του αίματος. Ενώ τα αντισώματα στο αίμα βοηθούν να προστατευθεί κάποιος από τη νόσο, τα ρινικά αντισώματα μπορούν να εμποδίσουν τελείως τη λοίμωξη. Αυτό μπορεί να αποτελεί έναν βασικό παράγοντα πίσω από τις επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις με κορονοιό και τις νέες παραλλαγές του», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Φελίσιτ Λίου του Imperial.

Οι ερευνητές τόνισαν την ανάγκη η επόμενη γενιά εμβολίων να περιλαμβάνει ρινικά ή εισπνεόμενα (εμβόλια) που θα παράγουν τοπικά πιο αποτελεσματικά αντισώματα στη μύτη αλλά και στους πνεύμονες. Όπως ανέφερε ο καθηγητής Πίτερ Όπενσόου του Imperial, «αυτό θα μας βοηθήσει να ελέγξουμε καλύτερα την πανδημία και να σταματήσουμε την ανάδυση νέων παραλλαγών. Τα τωρινά εμβόλιά μας είναι σχεδιασμένα να μειώνουν τη σοβαρή νόσηση και τον θάνατο και πράγματι είναι πολύ αποτελεσματικά σε αυτό. Είναι τώρα, πια, ουσιώδες να αναπτύξουμε επίσης εμβόλια σε ρινικά σπρέι που θα μπορούν να παρέχουν καλύτερη προστασία έναντι της λοίμωξης. Είναι θαυμάσιο που χάρη στα σημερινά εμβόλια λιγότεροι άνθρωποι αρρωσταίνουν βαριά, αλλά θα ήταν ακόμη καλύτερο αν μπορούσαμε σε αποτρέψουμε εξ αρχής να μολυνθούν και να μεταδώσουν τον ιό».

Ο λοιμωξιολόγος δρ Λανς Τερτλ του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ σημείωσε: «Η μελέτη μας δείχνει πως η πρώτη γραμμή ανοσιακής άμυνας στη μύτη είναι ξεχωριστή από άλλες ανοσιακές αποκρίσεις και μολονότι αυξάνεται από τον εμβολιασμό και τη λοίμωξη διαρκεί περίπου μόνο εννέα μήνες. Τα ενισχυτικά εμβόλια μπορούν να την αυξήσουν ελαφρά, ενώ έχουν πιο σημαντική επίπτωση σε άλλες περιοχές της ανοσίας».