Έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ: Για 4 στα 10 νοικοκυριά ο μισθός εξανεμίζεται μέχρι τις 19 του μήνα

Παρά τη μείωση των νοικοκυριών με ληξιπρόθεσμες οφειλές, περίπου 3 στα 10 νοικοκυριά δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις αυτές το 2022

έρευνα

Η ετήσια έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών το 2021, είναι η 10η κατά σειρά που διεξάγεται από το 2011 σε συνεργασία με την εταιρεία MARC. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε πανελλαδικό δείγμα 809 αντιπροσωπευτικά επιλεγμένων νοικοκυριών μεταξύ 9-17 Δεκεμβρίου 2021.

Διεξήχθη υπό συνθήκες πανδημίας, υψηλού πληθωρισμού και πριν από την εκδήλωση των πρόσφατων δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων, που αναμφίβολα θα έχουν σοβαρές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις, το βάθος και το εύρος των οποίων δεν είναι δυνατόν ακόμα να εκτιμηθούν.

Υπό αυτό το πρίσμα, τα στοιχεία που αποτυπώνουν την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών το 2021, μπορούν να αξιοποιηθούν για τη λήψη μέτρων και τη διαμόρφωση πολιτικών με στόχο την διατήρηση και ενίσχυση της εσωτερικής συνοχής.

Σχετικά με τις προσδοκίες ή/και εκτιμήσεις που καταγράφονται για το 2022, είναι μάλλον βέβαιο πως οι τρέχουσες εξελίξεις τις έχουν μεταβάλει προς το δυσμενέστερο.

Για 4 στα 10 νοικοκυριά ο μισθός ή η σύνταξη εξανεμίζεται μέχρι τις 19 του μήνα και, παρά τη μείωση των νοικοκυριών με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία ή/και τα ασφαλιστικά ταμεία, περίπου 3 στα 10 νοικοκυριά δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις αυτές το 2022.

έρευνα

Βασικά συμπεράσματα

Τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών για το 2021 είναι τα εξής:

  • Τα μέτρα στήριξης σε συνδυασμό με τη μερική επιστροφή στην «κανονικότητα» φαίνεται ότι οδήγησαν σε βελτίωση της εισοδηματικής διάρθρωσης των νοικοκυριών, η οποία ενισχύθηκε και από την αύξηση της απασχόλησης. Ειδικότερα, μειώθηκαν σημαντικά τα νοικοκυριά που ανήκουν στην χαμηλότερη εισοδηματική κατηγορία (με ετήσιο εισόδημα έως 10.000€) κατά 7,5 μονάδες, από 25,1% που ήταν το 2020  σε 17,5% το 2021.
  • Ωστόσο, διευρύνθηκε η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των χαμηλών και μεσαίων εισοδηματικά νοικοκυριών έναντι των υψηλών εισοδηματικά νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, το 31,6% των νοικοκυριών με εισόδημα έως 25.000 € δήλωσε πως το εισόδημα του μειώθηκε το 2021, έναντι μόλις του 6,9% που δήλωσε ότι αυξήθηκε. Στον αντίποδα το 20% των νοικοκυριών με εισόδημα πάνω από 25.000 € δήλωσε πως το εισόδημα του αυξήθηκε το 2021, έναντι του 11,6% που δήλωσε πως το εισόδημα του μειώθηκε. Σημειώνεται ότι με βάση την έρευνα μόνο 2 στα 10 νοικοκυριά διαβιούν με ετήσιο εισόδημα πάνω από 25.000€.
  • Η επάρκεια του εισοδήματος των νοικοκυριών δεν μεταβλήθηκε τόσο σε σχέση με το 2020 όσο και με το 2019. Ένας πολύ μεγάλος αριθμός νοικοκυριών διαβιεί επί μακρόν σε συνθήκες οικονομικής επισφάλειας, καθώς το μηνιαίο εισόδημα για περισσότερα από 4 στα 10 νοικοκυριά δεν επαρκεί για όλο το μήνα, αλλά για 19 ημέρες (μεσοσταθμικά).
  • Η ακρίβεια εκτίναξε τον αριθμό των νοικοκυριών που αύξησαν τις δαπάνες τους για βασικά αγαθά. Το 65,1% των νοικοκυριών αύξησε τις δαπάνες του για λογαριασμούς σπιτιού (20% το αντίστοιχο ποσοστό το 2020), το 52,8% για είδη διατροφής (26,2% το 2020), το 51,9% για θέρμανση (12,9% το 2020) και το 34,7% για υγεία και φάρμακα (26% το 2020). Σημειώνεται ότι  οι αυξήσεις των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν για 1 στα 2 νοικοκυριά την κατηγορία που έχει τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο εισόδημα τους. Γενικά, οι συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών αυξήθηκαν το 2021 κατά 12% (μεσοσταθμικά).
  • Παρά την αποκλιμάκωση του ποσοστού των νοικοκυριών με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία ή/και τα ασφαλιστικά ταμεία (16,8%) που καταγράφεται για το 2021, περίπου 3 στα 10 νοικοκυριά δήλωσαν πως δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις αυτές το 2022, υποδηλώνοντας πως απέχουμε από μια βιώσιμη διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους που δεν αποτελεί μόνο απότοκο της πανδημίας, αλλά και της δεκαετούς οικονομικής κρίσης.