Γιάννης Κιουρτσάκης: «Η γλώσσα μας είναι πιο ζωντανή από πολλές ”μεγάλες” γλώσσες»

Ολιγοσέλιδο αλλά ουσιαστικό, το νέο βιβλίο-στοχασμός του είναι γραμμένο με καθαρή ματιά και τρόπο ελκυστικό -πρόθεσή του, άλλωστε, να κεντρίσει τους νέους. Τίτλος του «Το θαύμα και η τραγωδία» (εκδ. Πατάκη). Ο Γιάννης Κιουρτσάκης μιλά για την ανάγκη που γέννησε το βιβλίο του, για τις αντιφάσεις του λαού μας, τη ζωντάνια της γλώσσας μας, την ανθεκτική νέα γενιά.

Από ποια ανάγκη σας προέκυψε «Το θαύμα και η τραγωδία»;
Ας πάω αμέσως στα βαθιά. Το «Ποιος είμαι;», θεμελιακό υπαρξιακό ερώτημα κάθε ανθρώπου είναι, πιστεύω αξεχώριστο από το «Ποιοι είμαστε;» ως ανθρώπινα όντα, αλλά και ως μέλη μιας ξεχωριστής κοινότητας. Ειδικά για μια χώρα σαν τη δική μας που, εδώ και δυο αιώνες, μετεωρίζεται αδιάκοπα ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, Ελλάδα και Ευρώπη και σε ετερογενή ιστορικά παρελθόντα. Αυτή η συλλογική εμπειρία σημαδεύει καθοριστικά τον ψυχισμό του καθενός μας ως τις πιο αδιόρατες πτυχές του, έστω κι αν δεν το νιώθουμε. Προσωπικά, το συνειδητοποίησα χάρη στη μαθητεία της ζωής και της γραφής, με τα βιβλία μου για τον Σεφέρη, τον Καραγκιόζη και προπαντός με τη μυθιστορηματική τριλογία που ξεκινάει από το Σαν μυθιστόρημα: Εκεί κατάλαβα ότι μέσα στον πυρήνα του «εγώ» φωλιάζει πάντα κάποιος άλλος -που είναι στην αφετηρία του συλλογικός. Ιδού λοιπόν η ανάγκη: Με αφορμή τα 200 χρόνια από την Επανάσταση, θέλησα να καταλάβω λίγο καλύτερα ποιοι είμαστε, διαχρονικά, εμείς οι Ελληνες.

Η αδυναμία της Ελλάδας να βρει τον εαυτό της, πριν από 200 χρόνια, θεωρώντας την Ευρώπη Αλλού, τον Ευρωπαίο Αλλον και την ίδια «ξένη», πόσο έντονα έχει αφήσει το αποτύπωμά της στους σημερινούς Ελληνες;
Σκεφθείτε λίγο το «θαύμα» του 21. Ενας παμπάλαιος λαός, που θεωρούνταν νεκρός από πολλούς αιώνες, ξαναγεννιέται από τις στάχτες του. Ποθεί να λυτρωθεί από τον οθωμανικό ζυγό και να ενταχθεί σε μίαν Ευρώπη που τη ζηλεύει αλλά και την αγνοεί -την ξέρει μόνο από δεύτερο χέρι από τους ξένους περιηγητές, τους ντόπιους ναυτικούς, τους έμπορους και τους λόγιους της Διασποράς. Από αυτούς διδάχτηκε λίγο-λίγο την αρχαία του κληρονομιά, καθώς ήταν στην πλειονότητά του αναλφάβητος και ελάχιστα τη γνώριζε, μολονότι την κουβαλούσε στην ψυχή του μιλώντας εδώ και χιλιάδες χρόνια γλώσσα ελληνική. Εδώ αρχίζει η «τραγωδία» την οποία προσπαθώ να ανιστορήσω στο βιβλίο. Να όμως που, μεσ’ από τόσες αντιφάσεις, αυτός ο λαός αρχίζει να μαθαίνει και τον εαυτό του και τους άλλους. Και η πορεία συνεχίζεται. Τι δείχνει τούτο αν όχι ότι το «θαύμα» μπορεί να ξεπηδήσει πάλι από την «τραγωδία»;
Ο ξυπόλητος ήρωας, στον οποίο έχετε αφιερώσει το βιβλίο σας «Ενα αστόπαιδο στο σχολείο του Καραγκιόζη» εμφανίζεται και σε αυτό. Γιατί εξακολουθεί να μας «φωτογραφίζει» ποικιλοτρόπως -ακόμα και ως προς την «άσβεστη προσδοκία, που όσες φορές κι αν διαψεύδεται, δεν παύει να ξαναγεννιέται»;
Δεν κουράζομαι να μνημονεύω την παράγκα του Καραγκιόζη: Ενα κατάλυμα μονίμως ετοιμόρροπο αλλά παραδόξως ανθεκτικό, αφού αντιστέκεται και επιβιώνει ακόμα και στην επίθεση του φοβερού θηρίου που πασχίζει να την αφανίσει. Υπάρχει πιο πιστή «φωτογραφία» της νεοελληνικής κοινωνίας; Προχειρότητα και ανασφάλεια από τη μια, αντοχή και αντιστασιακό ήθος από την άλλη. Αυτή είναι η -ασυνείδητη- δύναμη της λαϊκής δημιουργίας. Ακόμα ένα σημάδι ότι «θαύμα» και «τραγωδία» είναι αχώριστα.

«Κάθε φορά που η αλήθεια και η ομορφιά τούτης της γλώσσας ζωντανεύουν στα χείλη μας, το θαύμα αναβρύζει πάλι» γράφετε. Συμμερίζεστε την ανησυχία που εκδηλώθηκε για την εισχώρηση ξένων -αμετάφραστων- όρων στα Ελληνικά; Θεωρείτε ότι κινδυνεύει η γλώσσα μας;
Είναι αλήθεια ότι η γλώσσα μας κακοποιείται κατά κόρον από ξενισμούς, άστοχους νεολογισμούς και προπαντός από τα σαχλά Ελληνικά τόσων τηλεοπτικών αστέρων που τα μιμείται η νεολαία (όταν δεν συμβαίνει το αντίστροφο). Αλλά δεν πιστεύω πια ότι απειλείται. Αντίθετα, αισθάνομαι πως σήμερα είναι πιο ζωντανή από πολλές «μεγάλες» γλώσσες που αφυδατώνονται είτε από την εργαλειοποίησή τους είτε από μια περιττή εκζήτηση. Προσέξτε πόσο ωρίμασε η γλώσσα στη νεοελληνική λογοτεχνία από τον Σολωμό και τον Παπαδιαμάντη έως σήμερα, αν συγκριθεί με την πομπώδη γλώσσα των καθαρευουσιάνων του 19ου αιώνα. Εδώ η λέξη παλιγγενεσία κυριολεκτεί. Κι αυτό δεν θα είχε συμβεί αν τα Ελληνικά δεν είχαν μείνει ζωντανά στα χείλη τόσων γενεών ανθρώπων. Οταν μιλάω για την «αλήθεια» της γλώσσας, εννοώ αδιαίρετα εκείνη την ακρίβεια και την ειλικρίνεια που απαγορεύουν στις λέξεις να διαστρεβλώνουν το νόημα των εννοιών και των πραγμάτων. Κι όταν μιλώ για ομορφιά, σκέφτομαι την ποίηση την οποία εκπέμπει τούτη η αλήθεια όταν ακούγεται ολοκάθαρα στη μιλιά μας.
Γράφετε για τη νέα γενιά, που «έχει ήδη δοκιμαστεί σκληρά-κι όμως αντέχει και είναι πάντα ζωντανή». Η διάθεση για αυτογνωσία, παύση κάθε μιμητισμού, και πίστη τον εαυτό υπάρχει στους σημερινούς νέους, θεωρείτε;
Ναι, ζωντανή, αν και εγκλωβισμένη στο εφήμερο παρόν, που την εξωθεί άλλοτε στον μιμητισμό, τον ναρκισσισμό και στη φτηνή διασκέδαση και άλλοτε στην απελπισία, καθώς ένα τέτοιο παρόν δεν είναι ικανό να της προσφέρει ένα νόημα ζωής. Κολλημένη στις οθόνες, κορεσμένη από ένα πλήθος πληροφοριών και συνήθως αβοήθητη από τους γονιούς της, που πρώτοι αυτοί παραδόθηκαν αμαχητί στην απατηλή ευτυχία του καταναλωτισμού και στο συνεχές ζάπινγκ της καθημερινότητας, έχει μια μάλλον ρηχή γνώση του κόσμου στον οποίο ζει. Αραγε η δεινή οικονομική κρίση και το άνοιγμα των οριζόντων που της δίνει η αναγκαστική μετανάστευση, για μιαν ακόμα φορά στην Ιστορία μας, δεν θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν να ωριμάσει και να χαράξει τον δικό της δρόμο;

Τι θα θέλατε να δείτε, ως ευκαιρία, μέσα από τον εορτασμό της 200ής επετείου της Ελληνικής Επανάστασης;
Μια ευκαιρία βαθύτερης αυτογνωσίας, προσωπικής και συλλογικής. Κι αυτό σημαίνει πολλά. Πρώτα, να κοιτάξουμε κατάματα το παρελθόν μας, χωρίς υπερπατριωτικούς εξωραϊσμούς ή μηδενιστική απαξίωση, αντιμετωπίζοντάς το ως κέντρισμα για δημιουργία. Να καταλάβουμε ότι η Ελλάδα δεν είναι το κέντρο του δύσκολου σημερινού μας κόσμου, αλλά ένα μικρό κομμάτι του που εξαρτάται από τους άλλους και είναι υποχρεωμένη να συμπορευτεί μ’ εκείνους: Εχουμε πια όλοι μπαρκάρει στο ίδιο καράβι και ή θα σωθούμε ή θα βουλιάξουμε μαζί. Να γιατί χρειάζεται να θεμελιώσουμε μια στέρεα ανθρωπιστική παιδεία για τα παιδιά μας, ικανή όχι μόνο να τους εμπνεύσει τη χαρά της ανιδιοτελούς γνώσης, αλλά και να εξισορροπήσει, όσο γίνεται, την πρωτοφανή απειλή για την ανθρωπιά που γεννάει η ανεξέλεγκτη πρόοδος της τεχνολογίας και της οικονομίας. Τέλος, να συναισθανθούμε, πέρα από τα σπουδαία που έχει να μάθει από τους άλλους η μικρή πατρίδα μας, πόσα πολύτιμα έχει να τους δώσει εκείνη. Ομως αυτό ζητάει από μας να αναγνωρίσουμε στο βάθος του εαυτού μας το μέσα πλούτος αυτού του τόπου που τόσο συχνά το ρημάζουμε με τα καμώματα και τις διχόνοιές μας.

Συνέντευξη στην Κρίστυ Κουνινιώτη