Γιάννης Οικονομίδης: «Η οικογένεια είναι η βασική μυθολογία για εμάς τους μεσογειακούς λαούς»

«Δεν κάνω pop ταινίες, που είναι και κοινώς αποδεκτές από τους πάντες. Αλλά αυτοί που αγαπάνε το σινεμά μου, το αγαπάνε βαθιά, σκληρά, πολύ αφοσιωμένα, με εμμονή».

Γιάννης

Ξεκινώντας από το «Σπιρτόκουτο» και φτάνοντας μέχρι την «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» ο Γιάννης Οικονομίδης έχει καταφέρει να καθιερώσει το δικό του στυλ και τη δική του γλώσσα, αναγνωρίσιμα και τα δύο αμέσως. Στο επίκεντρο του κινηματογραφικού του φακού, με μικρομεσαία τάξη, η ελληνική οικογένεια ενώ μέσα από τις ταινίες του μας έχει χαρίσει αγαπημένες ατάκες που σίγουρα, όλοι κάποια στιγμή τις έχουμε χρησιμοποιήσει.

Η κουβέντα μας έγινε το απόγευμα της Δευτέρας, ανήμερα του Αγίου Πνεύματος. Αργία για εμένα, με τον Γιάννη Οικονομίδη να είναι έξω με την οικογένειά του. Και κάπως έτσι βρέθηκε ο χρόνος για να συνομιλήσουμε. Με την θερμοκρασία να έχει σκαρφαλώσει ψηλά, η ερώτηση για το αν η ιστορία που βλέπουμε να εξελίσσεται στο Σπιρτόκουτο, με αφορμή το χαλασμένο air condition, δεδομένων των τιμών του ρεύματος, θα είναι κάτι που θα ζούμε πιο συχνά, ήταν φυσική και επόμενη. «Τι να σου πω, ωραία ερώτηση» μου λέει και σκάει στα γέλια. Και κάπως έτσι, ανάμεσα σε γέλια, στη βιασύνη της οικογενειακής εξόδου και την χαλαρότητα της αργίας, ξεκινήσαμε την συζήτησή μας.

Από την Νομική στον κινηματογράφο και δη στο ντοκιμαντέρ. Πώς έγινε το πέρασμα αυτό;

Τυχαία. Απλά έψαχνα μια αφορμή να παρατήσω τη Νομική, και η αφορμή ήταν η σχολή κινηματογράφου. Μετά, έπρεπε να κάνω κάτι και ήταν πιο εύκολο ένα ντοκιμαντέρ, παρά μικρού μήκους ταινίες για αρχή.

Συνήθως γίνεται το αντίθετο, η τεκμηρίωση είναι πιο δύσκολη και έπεται των ταινιών μικρού μήκους.

Ανάλογα. Δεν διαφωνώ σε αυτό, απλά εκείνη την εποχή, τότε μου ήταν εμένα πιο εύκολο παραγωγικά.

Ωστόσο περνάν δέκα χρόνια μέχρι να σας δούμε στην πρώτη μεγάλου μήκους σας ταινία, το «Σπιρτόκουτο».

Ναι… Δυσκολίες, ο βιοπορισμός, το να καταφέρεις να μπεις όταν δεν έχεις πλάτες και είσαι και από επαρχία… Και όταν παίρνεις και πάρα πολύ σοβαρά αυτό που κάνεις, ταλαιπωρείσαι. Γενικά δεν είμαι επιπόλαιος με το σινεμά. Ένα πράγμα που το αγαπάς, το σέβεσαι. Είσαι πολύ αυστηρός. Όλο αυτό το πράγμα, κράτησε κάποια χρόνια, παράλληλα όλα αυτά τα ζητήματα.

Και έτσι έρχεται το «Σπιρτόκουτο», που πλέον θεωρείται κλασική ταινία. Και συνεχίζει μετά από τόσα χρόνια να αποκτά όλο και νέους θαυμαστές, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νεότερους ανθρώπους.

Έγινε, τι να πω; Η ταινία της απελπισίας. Και όμως έγινε. Είχε πολύ ενέργεια, οργή, απελπισία, αδιέξοδο. Ήταν αυτά που βίωνα εγώ τότε για να κάνω αυτή την πρώτη μου ανεξάρτητη αυτοχρηματοδοτούμενη ταινία, με μια ομάδα ανθρώπων. Και όλο αυτό προφανώς, εγγράφηκε και μέσα στην ψυχή της ταινίας, πέρα από το πρώτο επίπεδο που είναι αυτό που βλέπουμε, το σενάριο, οι ηθοποιοί, η ιστορία. Από κάτω δηλαδή, όλη αυτή η αυθεντικότητα και η αλήθεια που έχει ενδεχομένως κουβαλούσαν αυτά που νιώθαμε όλοι τότε, όχι μόνο εγώ αλλά και οι ηθοποιοί και οι συνεργάτες μου. Θέλαμε λυσσαλέα να κάνουμε μία ταινία που να έχει κάτι να πει.

Γιάννης

Πιστεύετε ότι αυτό συμβαίνει μέχρι και σήμερα, για αυτό έχει τέτοια απήχηση; Υπάρχει ακόμα αυτή η οργή, η απελπισία στους ανθρώπους;

Ίσως υπάρχει και περισσότερη τώρα. Όχι, ίσως, σίγουρα.

Εσείς θα μπορούσατε να φανταστείτε ένα σενάριο που να περιλαμβάνει όλα αυτά που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια;

Είναι η επόμενη ταινία που ετοιμάζουμε τώρα, σε ένα σενάριο δικό μου με τον Βαγγέλη Μουρίκη, το έχουμε συγγράψει. Το έχουμε τελειώσει και σιγά – σιγά θα αρχίσουμε να μπαίνουμε στη διαδικασία της παραγωγής. Και είναι εμπνευσμένο από την εποχή, έχει να κάνει με τους καιρούς που ζούμε.

Πώς θα τους χαρακτηρίζατε αυτούς τους καιρούς; Είχαμε κρίση, ακολούθησε πανδημία, τώρα πόλεμος.

Μαύρους και άραχλους.

Με τον Βασίλη Μουρίκη έχετε «δέσει» ως συνεργάτες εδώ και χρόνια.

Από το 2005, που κάναμε την «Ψυχή στο στόμα». Αυτό που μας ενώνει είναι η εκτίμηση. Ταιριάζουμε, γίναμε φίλοι στην πορεία και δημιουργικοί φίλοι. Είμαστε στις ταινίες μαζί, στα σενάρια, στην παραγωγή.

Είστε σταθερός όσον αφορά τους συνεργάτες σας.

Προσπαθώ να μην αλλάζω γιατί δένομαι. Τους θεωρώ οικογένειά μου.

Βλέπουμε στις ταινίες σας να πρωταγωνιστεί η ελληνική μικρομεσαία τάξη, η ελληνική οικογένεια. Τι ρόλο παίζει γενικά η οικογένεια;

Καταλυτικό. Είναι η βασική μυθολογία για εμάς τους μεσογειακούς λαούς. Από εκεί πηγάζουν και εκπορεύονται όλα. Από εκεί ξεκινούν το ταξίδι τους τα πάντα και καταλήγουν εκεί, στην οικογένεια. Εκεί είναι όλα μέσα.

Γιάννης

Κάτι που προξένησε σε πολλούς εντύπωση με την τελευταία σας ταινία, «Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» ήταν το πέρασμά σας στην κωμωδία. Πώς το αποφασίσατε;

Το ένιωθα, θέλαμε λίγο να ξεφύγουμε από τον ζόφο του «Μικρού ψαριού» για να είμαι ειλικρινής. Κάναμε μεγάλο ταξίδι, βαθύ ταξίδι στο σκότος με το «Μικρό ψάρι» και το είχα ανάγκη. Να δω την Ελλάδα και τους Έλληνες με άλλο βλέμμα, με άλλο φακό, με τον φακό του μαύρου χιούμορ και του σαρκασμού. Όχι ότι δεν υπάρχει χιούμορ και στις άλλες ταινίες, απλά είναι πιο απενεχοποιημένο τώρα, πιο καθαρό.

Όσον αφορά την γλώσσα που χρησιμοποιείτε, έχετε την δική σας σχολή, καθώς αναγνωρίζεται αμέσως, πώς θα την χαρακτηρίζατε;

Για εμένα, είναι τελείως φυσική αυτή η γλώσσα. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Μπορεί να ξενίζει γιατί είμαστε 50 χρόνια πίσω όσον αφορά τον ρεαλισμό και την αναπαράσταση του κόσμου και του πραγματικού. Αλλά για εμένα αυτό είναι, δικαιολογούνται όλα από τις καταστάσεις, το πώς είναι στημένες οι σκηνές, κοινωνικά, ταξικά, δραματουργικά. Είναι όλα δικαιολογημένα, δεν είναι στο «κουτουρού» αυτή η γλώσσα. Είναι θεμελιωμένη. Και για αυτό υπάρχει και η αναγνώριση που υπάρχει από τον κόσμο. Την αναγνωρίζει και την καταλαβαίνει, ταυτίζεται.

Αν σας ζητούσα να ξεχωρίσετε έναν ήρωά σας από όσους έχετε δημιουργήσει, ποιος θα ήταν αυτός;

Δεν μπορώ. Τους αγαπάω όλους του ίδιο. Είναι όλοι τους παιδιά μου (γέλια).

Γιάννης

Την Παρασκευή θα βρεθείτε με έναν από τους πληρωμένους δολοφόνους της «Μπαλάντας» (σ.σ. ο ρόλος που έπαιζε ο Θοδωρής Κανδηλιώτης στην ταινία).

Και παλιά είχα έρθει Πάτρα. Ο Νίκος Καββαδίας είχε δείξει στην Πάτρα το «Σπιρτόκουτο» από τους πρώτους. Μας δόθηκε τώρα η ευκαιρία με τον Θοδωρή Κανδηλιώτη, που είναι και συνεργάτης, και τον χώρο του, να κάνουμε ένα αφιέρωμα στις ταινίες και με μεγάλη χαρά είπα και εγώ να «κατέβω». Την Κυριακή το βράδυ θα είναι και οι μαμάδες της «Μπαλάντας», η Βασιλική Καλλιμάνη με τη Σοφία Κουνιά. Θα συναντήσουμε λίγο και τους Πατρινούς, γιατί έχουμε χρόνια να έρθουμε.

Στην τελευταία ταινία σας σημαντικό ρόλο παίζει και η μουσική.

Πολύ και είμαι και πολύ ευχαριστημένος. Την έκανε ο Jean – Michel Bernard που είναι Γάλλος και είναι μία μεσογειακού τύπου σύγχρονη τζαζ που θυμίζει όμως και ταινίες νουάρ του ’50-’60. Θεωρώ ότι ταιριάζει και δίνει έναν χαρακτήρα στην ταινία πολύ ιδιαίτερο. Και το βινύλιο έχει κυκλοφορήσει από την πατρινή εταιρία Veego Records.

Περάσατε και από το Θέατρο, με το «Στέλλα Κοιμήσου». Αυτό το πέρασμα πώς έγινε;

Έγινε σε μία ενδιάμεση περίοδο που περίμενα πότε θα ξεκινήσει η παραγωγή της «Μπαλάντας» και τότε βρήκα την ευκαιρία, είχε γίνει και το κάλεσμα από το Εθνικό και προέκυψε η «Στέλλα». Νομίζω ότι είχε επιτυχία και καλλιτεχνική και εμπορική. Ήταν και μια νέα εμπειρία και για εμένα αλλά και για τους ηθοποιούς.

Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη αγάπη μεταξύ κινηματογράφου και θεάτρου; Θα μείνετε πιστός στον σινεμά;

Όχι, όχι, θα επανέλθουμε στο θέατρο, δεν τελειώσαμε ακόμα. Απλά πρέπει να ταιριάξει η στιγμή, να έρθει το σωστό timing.

Γιάννης

Αν σας ρωτούσα γιατί να έρθει κάποιος στο αφιέρωμα, τι θα λέγατε;

Δεν μπορώ να αναγκάσω κανέναν… Όποιος θέλει έρχεται, όποιος δεν θέλει δεν έρχεται! Και επίσης όποιος θέλει μπορεί να φύγει και στη μέση! Ήσυχα, χωρίς να ενοχλήσει τον διπλανό του. Δεν αναγκάζουμε κανέναν να μας αγαπήσει!

«Δεν αναγκάζουμε κανέναν να μας αγαπήσει». Για αυτό λέτε να αγαπά το κοινό τις ταινίες σας, επειδή δεν το αναγκάζετε;

Ε, κάποιο κοινό, όχι όλο το κοινό. Δεν μπορώ να πω ότι με αγαπάνε όλοι. Δεν κάνω pop ταινίες, που είναι και κοινώς αποδεκτές από τους πάντες. Αλλά αυτοί που αγαπάνε το σινεμά μου, το αγαπάνε βαθιά, σκληρά, πολύ αφοσιωμένα, με εμμονή.

Εσείς πώς θα χαρακτηρίζατε τις ταινίες σας;

Ερωτικές. Πολύ ερωτικές. Στο «Σπιρτόκουτο» π.χ. υπάρχει ένα love story από κάτω. Παντού υπάρχει ο έρωτας, με διάφορες μορφές, ματαιωμένος, παθιασμένος, πυρπολημένος, ψεύτικος, βίαιος, αλλά αν το δεις, όλες οι ταινίες έχουν από κάτω τον έρωτα. Οι ταινίες μου έχουν πολλά επίπεδα. Ο καθένας μπορεί να επιλέξει από πού να την δει, από πού να την αναλύσει, από πού θα συγκινηθεί, από πού θα ταραχθεί. Δεν είναι εύκολο με μια κουβέντα να χαρακτηριστούν οι ταινίες μου. Και εγώ ακόμα δυσκολεύομαι να κατατάξω τις ταινίες μου πολλές φορές, όταν με ρωτάνε. Ίσως γιατί είναι αυτό που είναι, δεν ξέρω… Οι ταινίες είναι αυτό που είναι.

Η σημερινή κοινωνία έχει έρωτα, έχει αγάπη;

Ο έρωτας ποτέ δεν πεθαίνει. Απλά μπορεί να μην τον βλέπουμε ή να τον ποδοπατάμε.

Αν σας ζητούσα να μου πείτε μία ταινία που σας συγκίνησε, ποια θα ήταν αυτή;

«Η φλόγα που τρεμοσβήνει» του Λουί Μαλ. Αγαπημένη.

Info

Το αφιέρωμα στον Γιάννη Οικονομίδη στις «Γραμμές Τέχνης» θα πραγματοποιηθεί στις 17, 18 και 19 Ιουνίου. Το πρόγραμμα του τριημέρου περιλαμβάνει την Παρασκευή 17/6 στις 21:00 την προβολή της ταινίας «Σπιρτόκουτο» και αμέσως μετά, συζήτηση και γνωριμία με το Γιάννη Οικονομίδη. Συζήτηση και γνωριμία με το σκηνοθέτη θα ακολουθήσει και το Σάββατο 18/6, μετά την προβολή της ταινίας «Το μικρό ψάρι», στις 21:00. Τέλος, την Κυριακή 19/6 στις 21:00, θα προβληθεί η ταινία «Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς», παρουσία των ηθοποιών: Βασιλικής Καλλιμάνη, Σοφίας Κουνιά, Θεόδωρου Κανδηλιώτη.