Γιώργος Κωνσταντίνου στην «Π»: «Εκανα πολλά λάθη στην προσωπική μου ζωή»

Ο σπουδαίος καλλιτέχνης, μιλώντας στην «Π», σημειώνει ότι ο κόσμος πρέπει να δει το έργο γιατί «έχει πάρα-πάρα πολύ γέλιο, πάρα πολύ ωραία νοήματα… είναι σπαρταριστοί οι ρόλοι. Βγάζουν πάρα-πάρα πολύ γέλιο μέσα στη σοβαρότητά τους».

Γιώργος Κωνσταντίνου στην «Π»: «Εκανα πολλά λάθη στην προσωπική μου ζωή»

Το φημισμένο και εμβληματικό έργο του Κώστα Μουρσελά «Εκείνος κι Εκείνος» είναι ένας ύμνος στην ποιητική αλητεία, στην παράλογη λογική σκέψη και στο ελεύθερο χιούμορ. Η παράσταση έρχεται στην Πάτρα με τον Γιώργο Κωνσταντίνου στον ρόλο του Λουκά.

Ο σπουδαίος καλλιτέχνης, μιλώντας στην «Π», σημειώνει ότι ο κόσμος πρέπει να δει το έργο γιατί «έχει πάρα-πάρα πολύ γέλιο, πάρα πολύ ωραία νοήματα… είναι σπαρταριστοί οι ρόλοι. Βγάζουν πάρα-πάρα πολύ γέλιο μέσα στη σοβαρότητά τους». Ο Κωνσταντίνου αναφέρει ότι στις δοκιμαστικές παραστάσεις, το κοινό «σηκώνεται όρθιο και χειροκροτάει στο τέλος, μάλιστα παθαίνουνε κρίση γέλιου».

Μιλώντας για τη σάτιρα και τον κοινωνικό σχολιασμό, τονίζει ότι το έργο «Εκείνος κι Εκείνος» δεν είναι απλώς διασκέδαση, αλλά μια βαθιά σάτιρα που αντικατοπτρίζει την ελληνική πραγματικότητα και τα κοινωνικά αδιέξοδα: «Η πάλη ενάντια στον συμβιβασμό αναδεικνύεται στο έργο. Το κεντρικό μήνυμα είναι η άρνηση των δύο χαρακτήρων να συμβιβαστούν με το “αβγό” του κατεστημένου και της ρουτίνας, παρά τους κοινωνικούς φόβους».

· Η Εννοια του «Αβγού» – Ο Συμβιβασμός και η Αντίσταση:
«Η φιλοσοφία του έργου ξετυλίγεται “μέσα από τα κουρέλια της καθημερινότητας”, με ένα πεζοδρόμιο, ένα παγκάκι και έναν διάλογο».
Παρόλο που γράφτηκε γύρω στο 1967, ο Κωνσταντίνου τονίζει τη διαχρονικότητά του: «Πιστεύω ότι αυτό το έργο είναι διαχρονικό τελικά, αφορά και το σήμερα και λέει αλήθειες οι οποίες υπάρχουνε. Το έργο είναι διαχρονικό και θυμίζει το “Περιμένοντας τον Γκοντό” του Μπέκετ, καθώς οι χαρακτήρες μιλούν για ένα ανύπαρκτο μέλλον που είναι τόσο επιθυμητό, ώστε βλέποντάς το ο θεατής πραγματικά θα νοσταλγήσει μία τέτοια εποχή».
Ο Μουρσελάς παρομοιάζει την καθημερινότητα, τη ρουτίνα, το κατεστημένο με ένα «αβγό».
«Οι δύο χαρακτήρες του έργου δεν θέλουν να συμβιβαστούν με τίποτα, γι’ αυτό και τη μισή τους ζωή είναι “σουρεάλ τελείως”. Ο φόβος να βγει κανείς από το “αβγό” είναι μεγάλος, καθώς μπορεί να θεωρηθεί “ψυχοπαθής”, “ανένταχτος”, ή ότι “δεν ξέρεις τι σου γίνεται γιατί δεν ακολουθείς το σύστημα που ζουν όλοι οι άνθρωποι κάτω από αυτό».

· Γιατί παίζει ακόμα:
Οπως λέει στην «Π» ο Γ. Κωνσταντίνου, η δουλειά του στην τέχνη δεν είναι απλώς επάγγελμα, αλλά «λειτούργημα» και «εξάρτηση»: «Αυτό δεν υπήρχε περίπτωση να το αλλάξω, γιατί κυλούσε μέσα στο αίμα μου και μόλις πήγα στη Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, μπήκε στο αίμα μου και μετά έγινε εξάρτηση. Τελείωσε. Εζησα με αυτό. Είναι η ζωή μου! Δηλαδή άμα μου το πάρουν, θα μου πάρουν το αίμα. Αμα σταματήσω να δουλεύω, θα μείνω χωρίς αίμα. Τελείωσα!».

· Παιδικά Χρόνια (Κατοχή και Μεταπολεμική Περίοδος):
Νοσταλγεί μια περίοδο της νιότης του, όπου, παρά την έλλειψη πραγματικών ελπίδων, υπήρχε μια αίσθηση ελευθερίας και η δύναμη της προσμονής. Χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως «κατοχικό παιδί» που μεγάλωσε «τελείως ανερμάτιστα χωρίς κανένα μέλλον, χωρίς καμιά ελπίδα και χωρίς να περιμένουμε τίποτα. Οπως και η χώρα τότε, μετά την Κατοχή, ήταν και αυτή το ίδιο. Μιλάω για τα παιδικά μου χρόνια, δηλαδή από το 1945 έως το 1950».

· Νεότητα:
Νοσταλγεί από τη νεότητά του την αίσθηση ότι «χωρίς να υπάρχουν ελπίδες, υπήρχαν ελπίδες, δεν είχαμε μέλλον, απλά προσπαθούσαμε να προσεγγίσουμε κάποιο μέλλον» και το «να ξυπνάς κάθε πρωί και να περιμένεις κάτι».
Παρά τις δυσκολίες, υπήρχε μια «ανεξαρτησία» και αίσθηση ελευθερίας: «Ημασταν πραγματικά ελεύθερα παιδιά, για να μην πω ελεύθερα… σκυλιά! Αυτή η ανεξαρτησία με ακολούθησε και στα υπόλοιπα χρόνια. Γι’ αυτό και πάντα αντιδρούσα, στην καταπίεση, στην αδικία, στην παλιανθρωπιά. Νομίζω, όμως, ότι κάθε άνθρωπος το έχει μέσα του αυτό. Δεν έχουμε όμως τη δυνατότητα να βγούμε από το ‘’αβγό’’, που περιγράφει και το έργο. Ο φόβος να βγεις από το ‘’αυγό’’, είναι μήπως σου προσάψουν ότι είσαι ψυχοπαθής, ότι είσαι ανένταχτος, ότι δεν ξέρεις τι σου γίνεται, ότι δεν ακολουθείς το σύστημα».

· Μετάνοια για προσωπικά λάθη:
Μιλώντας στην «Π», παραδέχεται ότι έκανε πολλά λάθη στην προσωπική του ζωή όταν απέκτησε οικονομική ανεξαρτησία, καθώς όπως εξομολογείται «είχα στερηθεί στα νεανικά μου χρόνια και απ’ την ώρα που είχα στερηθεί, όταν έγινα αυτεξούσιος και έβγαζα χρήματα, έπρεπε να ζήσω ελεύθερα, αλλά υπερέβην το όριο». Οπως παραδέχεται «θα άλλαζα δύο-τρία πράγματα σε αυτό το κομμάτι, θα τα είχα διορθώσει».

· Για το παρελθόν:
«Πέρασα πολύ άσχημα χρόνια παιδικά και αυτό με κάνει να μη θέλω να στρέφω το μυαλό μου στο παρελθόν. Να μη σκέφτομαι απολύτως τίποτα από τα παλιά, ούτε με νοσταλγία, ούτε με πόνο, ούτε με φόβο, ούτε με τίποτα. Γι’ αυτό από τότε αποφάσισα να κοιτάζω πάντα μπροστά!».

· Η Δύναμη του «μπορώ»:
Η φιλοσοφία του βασίζεται στη δύναμη της θέλησης: «Είχα στο μυαλό μου πάντα το ‘’μπορώ’’. Οχι μόνο για το θέατρο, αλλά και για τη ζωή την ίδια… Αν βλέπεις μια σκάλα και λες ‘’ωχ, πώς θα την ανέβω τώρα’’, τότε την έχεις πατήσει. Αν κάτσεις προς τη σκάλα και πεις ΄΄εγώ θα την ανέβω΄΄, τελείωσε! Τότε έχεις τη δύναμη και γίνεται η δύναμη του νου καταλύτης για την πραγματοποίηση κάθε στόχου -είναι πολύ σημαντική».

· Ανθρωπιά και έλλειψη έπαρσης:
Είναι γνωστή η προσήνεια του Κωνσταντίνου απέναντι σε όλους, ακόμη και στον «τελευταίο θεατή». Παρά την καλλιτεχνική του επιτυχία, ο Γιώργος Κωνσταντίνου διατηρεί μια βαθιά ανθρωπιά, προσήνεια και έλλειψη έπαρσης, στοιχεία που χαρακτηρίζουν την προσωπικότητά του. Ο ίδιος το αποδίδει στην αγάπη του για τους ανθρώπους και στην αδυναμία του να νοήσει «μίσος, κακία, φθόνο, ζήλια». Δηλώνει ότι είναι «αυτοδίδακτος» και ότι η ευγένειά του προέρχεται από το DNA του.

· Η δύναμη του νου και της θέλησης:
Η προσωπική του φιλοσοφία τονίζει την πεποίθηση στο «μπορώ» ως κινητήρια δύναμη τόσο στην τέχνη όσο και στη ζωή.

· Οι ταινίες και τα σίριαλ: Αποκαλύπτει ότι η άρνησή του να τυποποιηθεί σε συγκεκριμένους ρόλους (π.χ., «τον ψηλό κουτό») τον οδήγησε να περιοριστεί σε μόλις 15 κινηματογραφικές ταινίες. Ωστόσο, δηλώνει ότι «δικαιώθηκα όμως και ευτυχώς εν ζωή. Οι ταινίες αυτές, που τότε δεν γνώρισαν ιδιαίτερη επιτυχία στην εποχή τους, σήμερα θεωρούνται κλασικές». Ο Κωνσταντίνου υποστηρίζει ότι το έργο του (ταινίες, σίριαλ, σενάρια) ήταν πάντα «πιο μπροστά από την εποχή του», γεγονός που «δεν το άντεξε η βιομηχανία του κινηματογράφου και με πέταξε έξω. Επέλεξα να μην τυποποιηθώ στον ρόλο του ψηλού κουτού και το ξεκαθάρισα. Αυτό δεν το άντεξαν. Εβλεπαν τον Βέγγο να τρέχει, τον Χατζηχρήστο να κάνει «αμ πώς» και έλεγαν για μένα ‘’αυτός τι ακριβώς κάνει;’’ Κάθε ταινία έκανα διαφορετικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό έκανα μόλις 15 ταινίες, αλλά εν τέλει δικαιώθηκα με την αναγνώριση των έργων μου, ως “viral” σήμερα».

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:
Θερινό Δημοτικό Θέατρο στο Παμπελοποννησιακό Στάδιο
Πέμπτη 31 Ιουλίου (ώρα 21:00).
Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Ρήγας. Παίζουν: Γιώργος Κωνσταντίνου, Λεωνίδας Κακούρης, Δημήτρης Σταρόβας, Σοφία Μανωλάκου.