Η τίμια προσπάθεια και ο χαμένος βηματισμός

Ο διευθυντής σύνταξης της «Π» Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει στην έντυπη έκδοση για την ταινία «Καλάβρυτα 1943»

τίμια

1. Παρουσιαστείτε για να σας εκτελέσουμε. Οποιος δεν παρουσιαστεί, θα εκτελεστεί: Αυτό τον χαρακτήρα είχε το μήνυμα του μεγαφώνου που απευθυνόταν στους πολίτες των Καλαβρύτων εκείνο το τρομερό πρωινό της 13ης Δεκεμβρίου του 1943. Ωμότητα, συνδυασμένη με μοχθηρή πονηρία, από μια στρατιωτική δύναμη που βαυκαλιζόταν ότι υπερείχε των άλλων λαών και ομάδων, ενώ αποτελούσε μια σκέτη ποταπότητα. Μα αυτή ακριβώς η παρανοϊκά αλαζονική ψευδαίσθηση υπεροχής καταργούσε τους άλλους ως αξίες και επέτρεπε (επέβαλλε) την ποδοπάτησή τους, από έναν «ανώτερο» που δεν βλέπει ότι έχει μετατραπεί σε απάνθρωπο τσογλάνι: Αυτή ήταν μια από τις σκέψεις που σου πυροδοτούν οι σκηνές από την ταινία «Απόηχοι του Παρελθόντος- Καλάβρυτα 1943» την οποία είδαμε την Παρασκευή, σε μια σχεδόν άδεια, παρεμπιπτόντως, αίθουσα.

2. Δεν υπήρχαν «καλοί ναζί». Οι ναζί ήταν κυριευμένοι από ολοκληρωτικές θεωρίες που απεργάζονταν την κυριαρχία των ημετέρων και την εξολόθρευση των «κατωτέρων». Υπήρχαν όμως Γερμανοί που δεν ήταν ναζί, και πολύ περισσότεροι Αυστριακοί που απεχθάνονταν τον ναζισμό μετά βδελυγμίας, αλλά η μόνη μορφή αντίστασης που είχαν διαθέσιμη ήταν η αυτομόληση. Αυτά είναι γνωστά. Γιατί τα μπερδέψαμε; Καχυποψίας ένεκα, ίσως.

3. Η ταινία δεν σου παρουσιάζει κανέναν «καλό ναζί», αλλά έναν ευαίσθητο Αυστριακό στρατιώτη. Αλλά και η ανθρωπιστική χειρονομία του υποτιθέμενου αυτού δευτερεύοντα ήρωα σε σχέση με τα εγκλωβισμένα γυναικόπαιδα, επ’ ουδενί δεν λειτουργεί εξισορροπιστικά απέναντι στη θηριωδία. Θα λέγαμε μάλλον ότι την αναδεικνύει ακόμα περισσότερο, σαν αντίστιξη του ανθρωπιστικού ιδεώδους και της τρυφερής ψυχής προς τη σκοτεινή, δαιμονική πλευρά του ανθρώπου.

4. Η ταινία δεν επιχειρεί καν ερμηνείες, απλά προσπαθεί- με βάση στοιχεία και μαρτυρίες που καλόπιστα χρησιμοποιεί- να παρουσιάσει το ιστορικό πλαίσιο του Ολοκαυτώματος. Θα λέγαμε ότι απέφυγε να τολμήσει επικίνδυνες τομές, αν και επιχειρεί κάποιες (ανολοκλήρωτες) νύξεις: Τι μπορεί να σκεφτόταν άραγε ο αντιστασιακός βλέποντας να οδηγείται στο απόσπασμα ο γιος του και ο ίδιος, στο πλαίσιο αντιποίνων για τη φονική δράση στην οποία μετείχε αυτοπροσώπως;

5. Οχι, δεν «δικαιολογείται» ο διοικητής Τένερ που διεκπεραίωσε την εκτέλεση, ως εκβιαζόμενος από τους ανωτέρους του. Αντίθετα, μας εμφανίζεται ένα καριερόμουτρο που καταπνίγει κάθε υποψία εσωτερικής ένστασης -ούτε μια ρωγμή δεν παρουσιάζει, άλλωστε- προκειμένου να αποφύγει τη δυσμένεια και τον υπηρεσιακό κατατρεγμό. Οχι, δεν μοιάζει στον απαξιωμένο πατέρα του, του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Γερμανία του Β΄ Παγκοσμίου, είναι αμείλικτη, διδαγμένη από την ήττα. Δεν κωλώνει μπροστά σε αμάχους.

6. Η ταινία είναι αρκετά σφιχτοδεμένη, επινοητική σκηνοθετικά και σκηνογραφικά (είναι άθλος να στήνεις τέτοιες παραγωγές με αναλόγως λίγα χρήματα). Πηγαίνει προς το φινάλε, πάντως, χάνοντας τον βηματισμό της, καθώς η αφήγηση σβήνει χωρίς κορυφώσεις και μεταπτώσεις. Αλλά αυτό είναι δευτερεύον μπροστά στο μείζον: Είδαμε μια τίμια, αισθητικά πλούσια και ερμηνευτικά δυνατή προσπάθεια να αναδειχθεί το Ολοκαύτωμα σαν μαύρη σελίδα για την ανθρωπότητα με τις επιπτώσεις του στην ατομική μνήμη και τη συλλογική συνείδηση. Η ταινία καλεί την ευρύτερη κοινότητα να εντάξει στη δική της συνείδηση το δέος, την οδύνη και τον αποτροπιασμό για το έγκλημα, διότι αυτό αποτελεί οφειλή του ανθρώπου στον πολιτισμό και την ψυχή του.

7. Δεν πρέπει να απαιτούμε από την τέχνη να υπηρετεί την ιστορία «μας», αλλά να μας φέρνει σε διαρκή διαλεκτική σχέση με την ιστορία, για να αυτο-συνειδητοποιούμαστε στο διηνεκές και να μην απολιθωνόμαστε στις στάχτες του παρελθόντος.