Μαριτίνα Πάσσαρη: “Η μνήμη, οι ιστορίες και η αγάπη είναι το μόνο που μας κρατά ζωντανούς”
Η Μαριτίνα Πάσσαρη, με αλήθεια και ευαισθησία, μιλά για την παράσταση «Τηλεφώνησε ο γιος σου», τη μνήμη που χάνεται και ξαναβρίσκεται, και τη δύναμη της αφήγησης.

Σε μια συνέντευξη γεμάτη ειλικρίνεια και ευαισθησία, η Μαριτίνα Πάσσαρη μιλά στο pelop.gr για την παράσταση «Τηλεφώνησε ο γιος σου», για τη μνήμη που ξεγλιστρά και για τις ιστορίες που γίνονται γέφυρες ζωής.
Με αφορμή ένα έργο που φωτίζει την αθέατη μοναξιά της τρίτης ηλικίας και των φροντιστών, η σκηνοθέτις και ηθοποιός μοιράζεται μαζί μας σκέψεις για τη φθορά, τη συνεξάρτηση, την απώλεια – και τη δύναμη της αγάπης που μένει όταν όλα γύρω αλλάζουν.
Έχουμε μία παράσταση που μιλάει για δύο γυναίκες οι οποίες “μοιράζονται” την απουσία. Τι σας συγκλόνισε περισσότερο στην πρώτη σας επαφή με το κείμενο και αποφασίσατε να το αγγίξετε με τα χέρια σας;
Αυτή είναι μια ερώτηση πολύ δύσκολη και πολύ εύκολη συγχρόνως γιατί στην πραγματικότητα το κείμενο το ήξερα αρκετά χρόνια. Στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν μονόλογο, όμως δεν είχα σκοπό να ανεβάσω έναν μονόλογο, γιατί το είχα κάνει πέρυσι.
Συζητώντας όμως με τη φίλη και συνεργάτιδα Μαριλένα Μακρή, η οποία ανακάλυψε το έργο όταν της το έστειλα, άρχισα να σκέφτομαι ότι θα μπορούσε αυτό το έργο να αλλάξει και να γίνει για δύο πρόσωπα. Και από εκεί ξεκίνησε η περιπέτεια.
Η μνήμη είναι κάτι που έχει τον δικό της χώρο πάνω στην σκηνή. Πώς φτιάξατε τον κόσμο της Τερέζας και της Χούλιας;
Ναι, ήταν ένας μονόλογος της Χούλιας που εμείς τον ονομάζουμε Τζούλια για να μην έχει αυτό το πολύ ισπανικό, καθώς έχουμε «καθαρίσει» το έργο από τοπικότητες, κάνοντάς το λίγο πιο παγκόσμιο. Δεν θέλαμε να ανήκει σε μία συγκεκριμένη περιοχή.
Το έργο, όπως σας είπα, είναι ένας μονόλογος, άρα η μνήμη ανήκει μόνο στη Τζούλια, η οποία είναι η φροντίστρια. Βάζοντας και το άλλο πρόσωπο, το οποίο στο πρωτότυπο έργο δεν το βλέπουμε καν στην σκηνή, είναι πιθανόν μία γυναίκα σχεδόν σε κώμα, κάνοντάς το πραγματικό, έχουμε και ένα παιχνίδι με την μνήμη. Και αυτό γιατί η Τερέζα χάνει τη μνήμη της, αλλά δεν την έχει χάσει εντελώς. Οπότε, έχουμε ένα παιχνίδι με τη μνήμη, γιατί άλλοτε ο θεατής μπορεί να σκέφτεται ότι η Τερέζα θυμάται πολύ περισσότερα από όσα λέει και άλλοτε να σκέφτεται ότι δεν θυμάται τίποτα. Οπότε, αυτό είναι κάτι το οποίο είναι σαν ένα εκκρεμές στην παράσταση.
Υπάρχει η μνήμη που ποτέ δεν είναι ολοκληρωμένη στη Τερέζα. Υπάρχει η μνήμη της ζωής της Τζούλια, την οποία όμως δεν την αναλύει γιατί προσπαθεί να μιλήσει στην Τερέζα λέγοντάς της ιστορίες από ταινίες περισσότερο… Από ένα σημείο και μετά της μιλάει για τη δική της ζωή γιατί δεν αντέχει άλλο. Αλλά στην πραγματικότητα η Τζούλια πηγαίνει συνέχεια στο σινεμά και βλέπει ταινίες και τις διηγείται στη Τερέζα, προσπαθώντας να της κρατήσει τον ενδιαφέρον. Και εκεί πάλι υπάρχει ένα θέμα με τη μνήμη γιατί και η Τζούλια όταν πηγαίνει στο σινεμά βλέπει τις ταινίες δύο φορές, καθώς ανακαλύπτει ότι κάθε φορά βλέπει κάτι διαφορετικό. Η μνήμη δεν είναι ποτέ κάτι το πάρα πολύ σταθερό.
Στην παράσταση υπάρχει κάτι σπαρακτικά απλό: μια γυναίκα διηγείται ταινίες για να κρατήσει μια άλλη γυναίκα ζωντανή. Πόση δύναμη κρύβει αυτό το «ψέμα» της αφήγησης;
Δεν είναι ψέμα ακριβώς. Είναι αυτό που μας κρατάει ζωντανούς όντως. Οι ιστορίες είτε είναι αληθινές είτε είναι φανταστικές, είναι ο τρόπος μας να υπάρχουμε. Είναι αυτό που μας κάνει περισσότερο ανθρώπους.
Αυτό είναι κάτι που, αν ξαναγυρίσουμε στην πρώτη ερώτηση, είναι κάτι που με συγκινεί πραγματικά. Δηλαδή ότι η αφήγηση ιστοριών είναι κάτι που και μας δίνει το ποιοι είμαστε αλλά και μας δίνει έναν τρόπο να επικοινωνούμε.
Εσείς τι ιστορίες λέτε για να κρατηθείτε όταν όλα μοιάζουν ότι σβήνουν;
Λέω τις ιστορίες από τα σχέδια που προσπαθώ να υλοποιήσω.
Η μοναξιά των φροντιστών είναι κάτι που σπάνια φωτίζεται. Πώς δουλέψατε την Τζούλια, ώστε να μην γίνει ποτέ «η καλή γυναίκα» του στερεοτύπου αλλά να παραμείνει άνθρωπος με όνειρα, φωνή, θυμό και χιούμορ;
Αυτό ήταν κάτι που με απασχόλησε πολύ. Έχω προσωπική εμπειρία από φροντίστριες, τις έχω ζήσει βαθιά, και το έργο μου έδωσε τη δυνατότητα να επεξεργαστώ δικά μου, πολύ προσωπικά θέματα. Συνήθως εμείς, οι συγγενείς, βλέπουμε τις φροντίστριες και θετικά και αρνητικά: από τη μια τους έχουμε τεράστια υποχρέωση και από την άλλη θεωρούμε ότι πρέπει να τα κάνουν όλα άψογα. Το να παίξω έναν τέτοιο ρόλο ήταν για μένα κάτι πολύ απελευθερωτικό.
Με βοήθησε πολύ και το γεγονός ότι έφερα επί σκηνής και το άλλο πρόσωπο: δεν έχουμε μόνο λόγια, αλλά μια σχέση που αναπνέει. Μια σχέση όπου υπάρχουν όλα — θυμός, καλοσύνη, εξάρτηση, πονηριά. Αυτό προσπαθούμε να χτίσουμε στην παράσταση: μια σχέση που νομίζουμε ότι τη γνωρίζουμε, αλλά στην πραγματικότητα μόνο αν τη ζήσεις μπορείς να την καταλάβεις. Γιατί όσο κι αν πηγαίνουμε στους δικούς μας ανθρώπους, ποτέ δεν ξέρουμε ακριβώς τι συμβαίνει όταν εμείς φεύγουμε.
Δουλέψαμε μαζί με τη φίλη και συνεργάτιδά μου, ηθοποιό της παράστασης: ξεκινούσα κάτι και εκείνη το πήγαινε ακόμα πιο μακριά. Αν εγώ ξεκινούσα μια επιθετικότητα, εκείνη την ανέβαζε κι άλλο. Αν εγώ άνοιγα μια τρυφερότητα, εκείνη έβρισκε κι άλλες διαστάσεις.
Τα δύο πρόσωπα δεν βρίσκονται ποτέ στο ίδιο μήκος κύματος. Η Τζούλια είναι μια “κανονική” γυναίκα που λειτουργεί, που τα έχει τετρακόσια. Η Τερέζα είναι μια γυναίκα σε ένα μεταίχμιο: μπορεί να έχει αρχόμενη άνοια, μπορεί να έχει περάσει εγκεφαλικό, μπορεί να είναι Αλτσχάιμερ — δεν το ορίσαμε ακριβώς. Είχαμε επιστημονική βοήθεια από γηρίατρο, αλλά δεν θελήσαμε να φτιάξουμε ένα «ιατρικό πορτρέτο»∙ η Τερέζα είναι ένα θεατρικό πρόσωπο, όχι μια διάγνωση.
Αυτή η συνάντηση, η ανομοιογένεια στη σχέση τους, γεννά κάτι πολύ ζωντανό θεατρικά: αντιδράσεις που άλλοτε είναι λογικές, άλλοτε παράλογες, και συχνά ετεροχρονισμένες. Και αυτό ήταν κάτι που μας μάγεψε να το ανακαλύπτουμε κάθε φορά πάνω στη σκηνή.
Μπορεί δύο «ξένοι» να γίνουν οικογένεια απλώς και μόνο επειδή δεν τους έμεινε κανείς άλλος;
Ναι. Απολύτως. Νομίζω ότι ειδικά αυτές οι σχέσεις είναι πάρα πολύ συγκινητικές και πολύ βαθιές. Γιατί τελικά δεν έχει σημασία το αίμα, δηλαδή μόνο η συγγένεια, έχει σημασία αυτή η καθημερινή συναναστροφή, η συνεξάρτηση. Γιατί η κάθε μία τους έχει απόλυτη ανάγκη την άλλη.
Σαν γυναίκα, σαν καλλιτέχνιδα, σαν κόρη—σε ποιο σημείο του έργου νιώσατε ότι “σπάει” κάτι μέσα σας; Ποια ατάκα ή ποια σκηνή σας ράγισε;
Επειδή είναι ένα πολύ δύσκολο έργο, παρόλο που φαίνεται ότι είναι κάτι πάρα πολύ απλό, είναι πιο δύσκολο στην υλοποίησή του. Μπορώ να πω ότι, ενώ έχουμε κάνει αρκετές παραστάσεις στην Αθήνα, είμαστε ακόμα στη φάση όπου βρίσκουμε καινούργια πράγματα.
Εμένα με συγκινεί πάρα πολύ κάτι, ενώ δεν είμαι μητέρα, όταν μιλάει αυτή για το γιο της. Συγκινούμαι πάρα πολύ χωρίς να έχω γιο. Χωρίς να έχω καν παιδιά. Και είναι πολύ περίεργο, γιατί αυτό βρέθηκε από την πρώτη στιγμή. Δηλαδή, από την πρώτη στιγμή βρήκα ένα κουμπί, ας πούμε, που μπορούσε να ανοίξει μέσα μου πάρα πολλά συναισθήματα και να εκφραστώ για κάτι που δεν είναι δικό μου. Υπάρχουν πράγματα που είναι πολύ δικά μου, που δεν θέλω να τα αναφέρω, που ακόμα τα δουλεύω, που δεν μου είναι πολύ εύκολα.
Ας μιλήσουμε λίγο για το γήρας. Το γήρας και η εγκατάλειψη είναι κοινωνικά ταμπού, ακόμα και σήμερα.
Σήμερα είναι ακόμα χειρότερα, γιατί υπάρχει τέτοια μεγάλη λατρεία για τη νεότητα που προσπαθούμε όλοι να κρατήσουμε μέχρι να μην γίνεται άλλο και είναι πολύ δύσκολο να αποδεχθεί κανείς το γήρας Και ενώ έχει αυξηθεί το όριο ζωής, που σημαίνει ότι οι άνθρωποι πια που γερνάνε είναι ορατοί για πολύ καιρό. Παλιότερα, φαντάζομαι ότι στα εξήντα, στα εβδομήντα, οι άνθρωποι γερνούσαν και πέθαιναν ή δεν τους έβλεπες.
Τώρα έχουν πολλά πράγματα να κάνουν. Στέκονται ακόμα στα πόδια τους. Άρα, για να μην το πούμε γήρας, γιατί η λέξη «γήρας» κατά κάποιο τρόπο τρομάζει τον κόσμο, ας πούμε η τρίτη ηλικία είναι πια μεγάλη. Δεν είναι πέντε χρόνια, ξέρω εγώ. Μπορεί να είναι δέκα, μπορεί να είναι είκοσι, μα και παραπάνω. Άρα αυτοί οι άνθρωποι, εμείς σε λίγο, είμαστε εδώ και δεν μπορεί να είμαστε αόρατοι ή όλοι να φοβούνται ότι θα μεγαλώσουν και θα γεράσουν και τι θα γίνει.
Νομίζουμε ότι θα είμαστε για πάντα νέοι, δεν θα έχουμε κανένα πρόβλημα και ξαφνικά θα βρεθούμε μαζί με όλους αυτούς που φοβόμαστε ότι θα φτάσουμε και θα λέμε τώρα τι γίνεται; Μα τίποτα δεν γίνεται. Μεγαλώνουμε και είμαστε ίδιοι. Είμαστε ίδιοι άνθρωποι. Απλώς ίσως δεν μπορούμε να τρέξουμε τόσο γρήγορα. Αλλά η ψυχή μας, το μυαλό μας, οι επιθυμίες μας είναι ίδιες. Δεν έχει διαφορά. Μπορεί να έχουμε ρυτίδες, αλλά δεν σημαίνει ότι παύουμε να είμαστε όμορφες. Είμαστε ίδιοι άνθρωποι, δεν είμαστε άλλοι.
Πιστεύετε ότι παίρνετε μία θέση με αυτή την παράσταση απέναντι σε αυτό το ζήτημα;
Ναι, εγώ νομίζω ότι τη μόνη θέση που μπορώ να πάρω είναι ότι αγαπάω αυτούς τους ανθρώπους. Τη μόνη θέση που μπορώ να έχω είναι η θέση της αγάπης. Και τη θέση ότι η ζωή είναι το ανώτερο πράγμα που έχουμε. Δεν έχουμε τίποτα άλλο, έχουμε μόνο τη ζωή. Και σε όλη τη ζωή μας, αυτό που έχει αξία είναι να ζούμε. Και να ζούμε όσο γίνεται καλύτερα. Να χαιρόμαστε όσο γίνεται περισσότερο, όποιες καλύτερες στιγμές έρθουν, τόσο το καλύτερο.
Αν η Τερέζα και η Τζούλια έγραφαν ένα γράμμα στους γιους τους μετά το τέλος της παράστασης, τι πιστεύετε ότι θα τους έλεγαν;
Υπάρχει αυτό λίγο με κάποιον τρόπο στην παράσταση. Δεν θα ήθελα να του πω, αλλά θα ήθελα να πω κάτι άλλο. Νομίζω ότι θα έλεγαν κάτι πολύ απλό: Εξακολουθώ και σ’ αγαπώ.
ΙΝΦΟ
“Τηλεφώνησε ο γιος σου” των Ιγνάθιο δελ Μοράλ και Μαργαρίτα Σάντσεθ, στο Επίκεντρο+
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News