Μίνως Ευσταθιάδης: «Δεν αγαπάω το σκοτάδι, νιώθω όμως τη δύναμή του»

O Μίνως Ευσταθιάδης, μιλάει στην «Π» για την όλη εμπειρία της κατάδυσής του σε μια κόλαση, προορισμένη, ίσως, για αθώους.

Μίνως

Οι ιστορίες που γεννούσε, έως τώρα, η φαντασία του αποτελούσαν, πάντα, αναγνώσματα με άφθονο μυστήριο και σασπένς, σε συνδυασμό με κοινωνικούς προβληματισμούς. Στο νέο του βιβλίο «Σου μιλάω από την κοιλιά του κτήνους» (εκδ. Μεταίχμιο) τη σκυτάλη από τη μυθοπλασία πήρε η –φρικτή- πραγματικότητα, με το αποτέλεσμα να επιβραβεύει την κοπιώδη του έρευνά του και τα δυο χρόνια συγγραφής.

Ο Μίνως Ευσταθιάδης βρέθηκε στη φυλακή ενώπιον ενωπίω με Γερμανό ισοβίτη για αποτρόπαιο έγκλημα, χωρίς ωστόσο 100%καθαρές αποδείξεις. Κι όταν αυτή η υπόθεση κούμπωσε με ακόμα μία βρίθουσα ελλιπών στοιχείων, ο συγγραφέας συνέθεσε, δεξιοτεχνικά, μια άρτια, ιντριγκαδόρικη, ανατριχιαστική αφήγηση. Σήμερα, μιλάει στην «Π» για την όλη εμπειρία της κατάδυσής του σε μια κόλαση, προορισμένη, ίσως, για αθώους.

-Πώς προέκυψε αυτό το βιβλίο; Είχατε σκοπό να στραφείτε στο true crime;

Ολα ξεκίνησαν από μια τυχαία κουβέντα σε κάποιο μπαρ.  Μιλούσαμε για εγκλήματα κι ένας φίλος άρχισε να διηγείται μια ιστορία που συνέβη στη Γερμανία το 2006. Στην αρχή ακουγόταν απίστευτη, αλλά τελικά ήταν αληθινή.

Ποτέ δεν ξέρω τι είδους βιβλίο θα είναι το επόμενο. Είναι ο μόνος τρόπος προκειμένου να συνεχίσω να γράφω. Στην περίπτωσή μου, κάθε συγκεκριμένος σκοπός και μελλοντικό πρόγραμμα καταστρέφουν την απόλαυση. Χωρίς αυτή, τίποτα δεν έχει νόημα.

-Αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την έρευνα της υπόθεσης και να επισκεφθείτε, το 2022, στη φυλακή του Στράουμπινγκ στη Γερμανία τον Φρέντερικ Τάλας, καταδικασθέντα σε ισόβια για τον φόνο της θείας του το 2006, ο οποίος, ωστόσο, ουδέποτε παραδέχτηκε την ενοχή του. Πώς θα περιγράφατε την εμπειρία αυτής της συνάντησης;

Οταν τελείωσε ο χρόνος της επίσκεψής μου και βγήκα από τη φυλακή, δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς είχε συμβεί εκεί μέσα. Με είχε καταβάλει ένα γενικό μούδιασμα. Στην προσπάθειά μου να επιστρέψω στο Μόναχο, όπου έμενα, συνεχώς έχανα τον δρόμο. Ως συγγραφέας, πολύ πιθανόν να μην έχω άλλη παρόμοια εμπειρία. Δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι σπάνια αποφασίζουμε να επισκεφθούμε καταδικασμένους ισοβίτες, αλλά στην αίσθηση ότι ξαφνικά είχα μετατραπεί κι εγώ σε ένα κομμάτι του παζλ. Δεν έγραφα πλέον για κάποια μακρινή ιστορία. Τη ζούσα. Η προσωπική μου εμπλοκή ήταν αυτή που διαμόρφωσε το βιβλίο, όπως είναι σήμερα. Για, παράδειγμα, πολλές από τις σημειώσεις, που αρχικά κρατούσα στο ημερολόγιό μου, αποτελούν πια μέρος του κειμένου.

-Ο Τάλας σάς έστρεψε και προς μια άλλη υπόθεση, τον φόνο ενός 10χρονου κοριτσιού, το 1981, που παραμένει ανεξιχνίαστος, παρότι έστειλε ακόμα έναν άνθρωπο στη φυλακή, ο οποίος δήλωνε αθώος. Τι νιώσατε με αυτή την αποκάλυψη;

Χρειάστηκα χρόνο μέχρι να πιστέψω ότι πραγματικά υπήρχε μια σύνδεση ανάμεσα σε δύο εγκλήματα, μεταξύ των οποίων είχε μεσολαβήσει ένα τέταρτο του αιώνα. Στην αρχή νόμιζα ότι όλα αυτά αποτελούσαν αποκυήματα της φαντασίας του Τάλας. Εξάλλου δεν είναι καθόλου παράξενο να φτιάχνεις διάφορα παρανοϊκά  σενάρια με το μυαλό σου, όταν έχεις ήδη παραμείνει δεκαέξι χρόνια κλεισμένος σε μια φυλακή υψίστης ασφαλείας.

Οταν συνειδητοποίησα πως πιθανότατα είχε δίκιο, ήμουν σίγουρος για ένα πράγμα: ήθελα να γράψω για όλα αυτά.

-Αφού βουτήξατε στην έρευνα και των δύο υποθέσεων, που απαίτησε γερά κότσια, όπως καταλαβαίνουμε από το βιβλίο, ποιες οι προκλήσεις για την ύφανση της αληθινής ιστορίας ώστε να παραδοθεί στον αναγνώστη ως, εξαιρετικά ελκυστικό, είναι η αλήθεια, μυθιστόρημα;

Συνεχώς εμφανίζονταν νέες δυσκολίες και προβλήματα: αρχεία δικογραφιών στα οποία δεν διέθετα πρόσβαση, μάρτυρες που δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να μιλήσουν σε κάποιον άγνωστο όπως εγώ, γραφειοκρατικά θέματα και καθυστερήσεις και βέβαια η γερμανική γλώσσα. Τα πάντα ήταν στα Γερμανικά, μιλάμε για έγγραφα με ορολογία νομική, ιατρική, ψυχιατρική κ.λπ.

Το βασικότερο όμως ήταν η τελική επιλογή. Υπήρχαν κυριολεκτικά αμέτρητα στοιχεία γι’ αυτές τις δύο υποθέσεις, μόνο οι δικογραφίες περιείχαν περίπου τριάντα πέντε χιλιάδες σελίδες. Επρεπε λοιπόν να αποφασίσω τι θα μπορούσε να μπει σ’ ένα κείμενο και τι να μείνει απέξω. Ο σκοπός μου ήταν να γράψω αυτό που μ’ έκαιγε, όχι ιατροδικαστική εγκυκλοπαίδεια.

-Ως πραγματικός μάρτυρας της κατάθεσης του Τάλας, κι έχοντας μελετήσει τα στοιχεία, ποια η διαπίστωσή σας για το δικαστικό σύστημα της Γερμανίας, μιας και έχετε σπουδάσει νομικά; Μας προβληματίζετε…

Δεν είμαι ικανός να κρίνω κανένα δικαστικό σύστημα. Κανένας δεν μπορεί –ειδικά αν έρχεται από μια άλλη χώρα και δεν το έχει μελετήσει σε βάθος. Αυτό που ξέρω είναι ότι υπήρξαν δύο κατηγορούμενοι που κρίθηκαν με μεγάλη σκληρότητα, κυρίως όμως βάσει ενδείξεων και όχι αποδείξεων. Η συγκεκριμένη επιλογή νομίζω πως δείχνει κάτι.

Σε όλα τα συστήματα απονομής δικαιοσύνης, γίνεται μια στάθμιση ανάμεσα στην ανάγκη για αποκατάσταση της ασφάλειας από τη μία, και το δικαίωμα του κατηγορουμένου για μια δίκαιη δίκη από την άλλη. Στις συγκεκριμένες υποθέσεις χάθηκε κάθε ισορροπία. Φαίνεται ότι έπρεπε να βρεθούν οπωσδήποτε κάποιοι ένοχοι κι αυτός ο δρόμος πάντα καταλήγει σε μια παρωδία δικαιοσύνης.

-Πέραν της επίσκεψής σας στη φυλακή, επιστρέψατε στον τόπο του έτερου εγκλήματος, στο δάσος της βαυαρικής λίμνης Αμερ, όπου χάθηκε το κοριτσάκι. Γιατί το κάνατε και ποια η αίσθηση;

Λένε ότι πλέον μπορείς να γράψεις για οποιοδήποτε μέρος χωρίς να χρειαστεί να κουνηθείς απ’ το δωμάτιο σου και την οθόνη σου. Google earth, street live view, AI, κ.λπ., οι λύσεις είναι πολλές και σχεδόν τελειοποιημένες.

Για μένα είναι κάπως διαφορετικά. Υπάρχουν τόσα πράγματα που μόνο ένα ταξίδι μπορεί να σου δώσει: ήχοι, εικόνες, μυρωδιές, απροσδόκητες συναντήσεις και καταστάσεις. Αλλο πράγμα να νομίζεις πως είσαι εκεί, κι άλλο να είσαι στ’ αλήθεια.

Οταν μπήκα στο δάσος που είχε χαθεί το κοριτσάκι, ήξερα ότι ακολουθούσα κατά βήμα την τελευταία της διαδρομή. Θα έγραφα κάτι τελείως διαφορετικό, αν δεν είχα βρεθεί εκεί.

 -Θα επιχειρούσατε να ξανα-εμπλακείτε συγγραφικά με κάποια άλλη αληθινή υπόθεση;

Ισως. Κάτι θα έπρεπε όμως να με τραβήξει πολύ δυνατά για να ξανακάνω μια τέτοια διαδρομή. Δηλαδή να με εξαναγκάσει.

 -Τι αγαπάτε στα σκοτάδια, ώστε να γράφετε γι’ αυτά;

Δεν αγαπάω το σκοτάδι. Το βλέπω όμως καθαρά, νιώθω τη δύναμή του. Πολλές φορές θέλω να το περιγράψω, να φτιάξω έναν από τους πολλούς χάρτες του. Εξάλλου, από εκεί ξεκίνησαν όλα και εκεί θα καταλήξουν.