Ο Ξανθόπουλος, η Πάτρα και τα δάκρυα…

2006: Η συγκινητική παρουσίαση του βιβλίου του στον «Αστέρα»

Ξανθόπουλος Ο κόσμος «πολιόρκησε» με την αγάπη του τον Νίκο Ξανθόπουλο, που υπέγραφε το βιβλίο του

Ηταν απόγευμα της 16ης Ιανουαρίου 2006, όταν ο κόσμος έσπευδε κατά κύματα στο ξενοδοχείο «Αστήρ» της οδού Αγίου Ανδρέου. Η παρουσίαση ενός βιβλίου, αλλά κυρίως ο συγγραφέας του πονήματος αυτού, ήταν εκείνος που είχε πυροδοτήσει το πρωτόγνωρο ενδιαφέρον των Πατρινών. Δεν είναι και τόσο συνηθισμένο να γεμίζει μια τεράστια αίθουσα, όπως αυτή του «Αστέρα», για μία λογοτεχνική εκδήλωση. Ομως ο συγγραφέας δεν ήταν απλά ένα γνωστό πρόσωπο ή ένας ευπώλητος. Και αυτό εξηγούσε την κοσμοπλημμύρα. Ηταν ένας μύθος…

Ηταν το θρυλικό «παιδί του λαού», ο Νίκος Ξανθόπουλος! Μετά από πρόσκληση του ιστορικού βιβλιοπωλείου «Μεθενίτης», ο παλαίμαχος ηθοποιός και τραγουδιστής, κατέφθανε στην Πάτρα, για να παρουσιάσει την αυτοβιογραφία του «Οσα θυμάμαι και όσα αγάπησα».

«ΝΑΤΟΣ, ΝΑΤΟΣ, ΗΡΘΕ!»

Ο κόσμος αδημονούσε… Τα λεπτά περνούσαν βασανιστικά… Ωσπου: «Νάτος, νάτος, ήρθε! ΓειΑ σου Νικόλα!», φώναξαν ενθουσιασμένοι οι πρώτοι ακροατές, όταν τον αντίκρισαν. Γρήγορα, η αίθουσα σείστηκε από τα παρατεταμένα χειροκροτήματα! Ο ίδιος, συγκινημένος, κοιτούσε τον κόσμο βουβός, και σαστισμένος προσπαθούσε να ανταποδώσει με χειρονομίες την αγάπη που εισέπραττε. Πήρε θέση στην τράπεζα της παρουσίασης, δίπλα στη φιλόλογο Σοφία Χριστοπούλου, που είχε αναλάβει την παρουσίαση του βιβλίου.

Ενός βιβλίου, με πολλές αναφορές στην Πάτρα, με την οποία η μοίρα τον συνέδεσε από πολύ μικρό παιδί. Γιατί μπορεί να γεννήθηκε στη Νέα Ιωνία της Αθήνας (1934), αλλά η ζωή τα έφερε έτσι, που βαπτίστηκε στο Δρέπανο, εκεί που βρίσκεται σήμερα η βιομηχανία «Τιτάν», ενώ μικρό παιδί δούλευε σε τράτα στον Ψαθόπυργο και στα Αραχωβίτικα! Στην Κατοχή μάλιστα, 9χρονος τότε, βρέθηκε με την μάνα του φυλακισμένος από τους Ιταλούς, στην Εγλυκάδα!

Ξανθόπουλος

Ο Νίκος Ξανθόπουλος, περιστοιχισμένος από τη Μαρία και την Ηλιάννα Μεθενίτη, τον Κώστα Βρη και το ζεύγος Σοφίας Χριστοπούλου – Χάρη Πανούτσου

Ο ίδιος είχε περιγράψει με πνιγμένη από τη συγκίνηση φωνή, σε εκείνη την παρουσίαση:

«Η ΒΑΦΤΙΣΗ ΣΤΟ ΔΡΕΠΑΝΟ»

«Ο πατέρας μου πέρασε τη ζωή του, ανάμεσα στο τσαγκαράδικο, στη νέα Ιωνία και στα γρι-γρι της Πάτρας, όπου είχε κάνει κάτι κολεγιές. Ετσι, πού τον έχανες πού τον έβρισκες, λαμπαδόρο στην Πάτρα, στο γρι-γρι του Αννινου, να πάρει αέρα ο πισινός του. Η καημένη η μάνα μου, με την ψυχή στο στόμα και μένα στην αγκαλιά, να τον ψάχνει εκεί που της λέγανε ότι τον είδανε. Κι έτσι έτυχε να βαφτιστώ εγώ στο Δρέπανο της Αχαΐας, εκεί που είναι τώρα το τσιμεντάδικο της «Τιτάν»

«ΣΤΙΣ ΤΡΑΤΕΣ ΣΤΑ ΑΡΑΧΩΒΙΤΙΚΑ»

«Ο κόσμος έφευγε από τις πόλεις για τα χωριά, να βρούνε να ζήσουνε. Εφυγε κι ο πατέρας εκεί που είχε παλιές φιλίες και κουμπαριές, και μετά θα έπαιρνε κι εμάς, όπως κι έγινε. Βρεθήκαμε στ’ Αραχωβίτικα της Αχαΐας, ο πατέρας να δουλεύει στου Ράφτη την τράτα κι εμείς να περιμένουμε τι θα βγάλει η θάλασσα….

…Οι ξέγνοιαστες παιδικές μου μέρες τελείωσαν απότομα. Ο πατέρας βγήκε στο βουνό. Αφησε την οικογένειά του εδώ, στον ξένο τόπο, πέρασε απέναντι στη Ναύπακτο και από τον Μόρνο ανέβηκε στ’ αντάρτικα. Πήγε με τον Αρη Βελουχιώτη. Απομείναμε με τη μάνα μου στα Αραχωβίτικα. Επιασα δουλειά στο καΐκι, πιτσιρίκος για όλες τις δουλειές. Ηταν μια τράτα με κουπιά…».

Ξανθόπουλος

Βουρκωμένος, δέχεται από μια κυρία φωτογραφία της έπαυλης Λυμπερόπουλου, όπου ήταν φυλακισμένος στην Κατοχή

«ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΤΗΣ ΕΓΛΥΚΑΔΑΣ»

«….Στο χωριό το ξέρανε όλοι ότι ο πατέρας βγήκε στο βουνό, δεν πιστεύανε τα παραμύθια που τους έλεγε η μάνα μου. Ωσπου μια μέρα μάς μπαγλαρώσανε οι καραμπινιέροι και μας πήγανε στην Πάτρα.

Ακουγα από το διπλανό κρατητήριο που δέρνανε τη μάνα μου. «Πού ‘ναι ο άντρας σου, μωρή;». Εκείνη έσκουζε από τους πόνους. Της σπάσανε το χέρι, εγώ να κλαίω, στο τέλος μας κλείσανε φυλακή, στην Εγλυκάδα, στο τρελάδικο του Λυμπερόπουλου, που το είχανε τότε φυλακή. Στον όροφο οι γυναίκες, στο ισόγειο οι άντρες. Μείναμε μέσα κάπου οκτώ μήνες. Στο μεταξύ, αναλάβανε οι Γερμανοί. Κάνανε πέρα τους Ιταλούς κι εμάς έτρεμε το φυλλοκάρδι μας ότι θα μας στείλουν στη Γερμανία για σαπούνι, έτσι είχαμε ακούσει.

Θυμάμαι ένα βράδυ, βλέπαμε προς την Αχάια Κλάους μια μεγάλη σειρά από φώτα αυτοκινήτων που ανέβαινε στο βουνό. Μάθαμε μετά ότι κάψανε τα Καλάβρυτα….

Κι έτσι έμεινα στη φυλακή μήνες επτά, οκτώ, ούτε θυμάμαι καλά – καλά….».

«Η ΠΡΕΜΙΕΡΑ ΣΤΟ «ΑΣΤΥ»

«Μετά από χρόνια, παιζόταν μια ταινία μου στο ΑΣΤΥ, στην Πάτρα, κι είχα πάει για την πρεμιέρα. Πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια. Ανέβηκα στην Εγλυκάδα να δω την παλιά φυλακή. Εστεκα βουβός και κοίταζα, δάκρυα τρέχανε από τα μάτια μου. Μια γυναίκα σταμάτησε, με κοίταξε. «Σου συμβαίνει τίποτα, θέλεις τίποτα παιδί μου;» Γύρισα: «Οχι, ευχαριστώ!».