Πώς ζει ένας Τούρκος στην Ελλάδα: Ο Πανεπιστημιακός Σουκρού Ιλιζάκ περιγράφει στην «Π» την εμπειρία του
Ο Σουκρού Ιλιζάκ, ιστορικός και συγγραφέας, τίμησε την ημερίδα της εφημερίδας «Πελοπόννησος» για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πανεπιστημιακός τουρκικής καταγωγής, μοιράζεται τις εμπειρίες του ως Τούρκου, να ζει μεταξύ Ελλήνων στη χώρα μας.
Το 1992 είχα ξεκινήσει την «ελλαδική μου περιπέτεια» με όνειρο να αλλάξω τον κόσμο. Οταν πήγα στο πανεπιστήμιο και άρχισα να τον ανακαλύπτω μόνος μου βγαίνοντας εκτός του πλαισίου που χάραξε η οικογένεια και το κράτος, άρχισα να πηγαινοέρχομαι στην Ελλάδα με μία ασυγκράτητη περιέργεια. Η αφετηρία του ενδιαφέροντός μου ήταν η ταινία Ρεμπέτικο του Κώστα Φέρρη -που για μένα είναι πιο πολύ του Ξαρχάκου- την οποία έτυχε να δω και έτσι να γνωρίσω το ρεμπέτικο τραγούδι. Το ρεμπέτικο κολυμπούσε σε γνώριμους ήχους, αλλά ήταν για μένα μια τελείως νέα μουσική που με συγκινούσε ακριβώς με τη διαφορετικότητα του ύφους της. Σε κάθε νότα του, άκουγα τα σημάδια ενός κοινού παρελθόντος, αλλά δεν ήξερα σχεδόν τίποτα γι’ αυτό το παρελθόν.
Δεν είχα ακούσει ούτε για τους Ρωμιούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ούτε για την ανταλλαγή πληθυσμών, επειδή στο σχολείο δεν μας δίδαξαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως έναν πολυεθνοτικό, πολυθρησκευτικό και πολυγλωσσικό πολιτισμό. Η ιστορία εξαντλούνταν στους σουλτάνους και στους πολέμους που είχαν διεξαγάγει και ήταν εστιασμένη σε μια τελεολογία σύμφωνα με την οποία, εν κατακλείδι, ο Ατατούρκ μάς είχε σώσει από την αραχνιασμένη δυναστεία των Οθωμανών και από τους εχθρούς οι οποίοι ήταν κυρίως ο ελληνικός στρατός που μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο εισέβαλε στη χώρα μας. Ετσι, σε ένα παιδί σαν και μένα, που μεγάλωσε στην Αγκυρα και δεν είχε δει στη ζωή του ούτε μια εκκλησία ή δεν είχε γνωρίσει ούτε ένα μη μουσουλμάνο και στο σπίτι του δεν είχε ακούσει πολλά σχετικά με την ιστορία και την πολιτική, το Οικουμενικό Πατριαρχείο φάνταζε ξένο, τόσο ξένο όσο, για παράδειγμα, το Προξενείο της Γερμανίας.
Η βασική ερώτηση που ερχόταν ξανά και ξανά, όσο διάβαζα, ήταν γιατί για την ελληνική και την τουρκική κοινωνία η ιστορία δεν μπορεί να γίνει Ιστορία και τι πρέπει να κάνουμε για να συμβεί κάτι τέτοιο. Πώς ήταν δυνατόν, οι δύο αυτές κοινωνίες, που βίωσαν το παράδοξο τού να προκαλέσουν τον εθνικοαπελευθερωτικό τους πόλεμο, δηλαδή το «ιδρυτικό γεγονός» της νεώτερης ιστορίας τους, με 100 χρόνια διαφορά η μία κατά της άλλης, να είναι μεταξύ τους ταυτόχρονα τόσο κοντά και τόσο μακριά;
Εκείνη την εποχή αισθανόμουν ότι πολλοί από τους Ελληνες που γνώριζα με έβλεπαν σχεδόν σαν να ήμουν ένα εξωτικό πλάσμα· ούτε καν Τούρκος, ένας Οθωμανός. Αν και δεν είχαν μπροστά στα μάτια τους ένα αιμοβόρο θηρίο της μυθολογίας, αλλά έναν πραγματικό άνθρωπο, αυτοί οι Ελληνες μού έκαναν μισοαστεία-μισοσοβαρά ερωτήσεις του τύπου «τι γυρεύεις εδώ;», «γιατί μαθαίνεις Ελληνικά;», «είσαι κατάσκοπος;», «μήπως οι πρόγονοί σου ήταν Ελληνες;» για να καταλάβουν γιατί έδειχνα αυτό το ενδιαφέρον για τη χώρα τους. Οταν στο άψε σβήσε «τακιμιάζαμε», βάζαμε κάτω τις λίστες με τις κοινές λέξεις, τα κοινά φαγητά, τα τραγούδια, τα αστεία με τα «μπανιστίρ-ντουλάπ», «τσουτσού-φερετζέ» και τις συζητήσεις για το αν ο καφές είναι «ελληνικός» ή «τούρκικος». Και συναντούσα μια μεγάλη περιέργεια για την Τουρκία, ατελείωτες ερωτήσεις… Θα πρέπει να έχω κάνει εκατοντάδες φορές αυτές τις κουβέντες με τον Ελληνα συνομιλητή μου -ευτυχή που έχει συναντήσει έναν Τούρκο, δηλαδή τον απόλυτο Αλλο- για να μην του χαλάσω τον ενθουσιασμό. Και ακόμη συνεχίζω να τις κάνω. Ποτέ δεν ξεχνώ το καλοκαίρι του 1994, όταν είχα πάει με το σάζι μου στο σπίτι που με είχαν καλέσει, πώς προσπαθούσα όσο μπορούσα να απαντήσω στον βομβαρδισμό ερωτήσεων που εξαπέλυαν επί ώρες οι είκοσι περίπου νεαροί μουσικοί που είχαν έρθει να δουν έναν «Τούρκο».
Με τα χρόνια, πολλά άλλαξαν: Και οι Ελληνες έμαθαν να ζουν στη χώρα τους με τους ξένους και προς τα τέλη της δεκαετίας του 1990 οι ελληνοτουρκικές σχέσεις άρχισαν ναομαλοποιούνται. Αυτό που μέσα σε μια νύχτα μετέβαλε την κατάσταση ήταν οι σεισμοί. Μετά, βιώσαμε την έκρηξη τουρισμού και εκατομμύρια Ελληνες και Τούρκοι επισκέφτηκαν οι μεν τη χώρα των δε. Το εμπόριο πολλαπλασιάστηκε. Οι επενδυτές των δύο χωρών ένιωσαν ασφαλείς και προχώρησαν σε αντίστοιχες επενδύσεις. Στα μέσα του 2000, η Τουρκία έζησε ένα είδος «ελληνομανίας».
Οτιδήποτε ελληνικό ή ρωμαίικο είχε πέραση. Δέκα χρόνια τώρα, τα τουρκικά σίριαλ κατακλύζουν τα ελληνικά κανάλια και φαίνεται ότι έχουν γίνει κομμάτι της καθημερινότητας πολλών Ελλήνων. Και το πιο ανέλπιστο, οι γάμοι μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων αυξήθηκαν σημαντικά.
Αυτό που παρέμενε αμετάβλητο στα χρόνια που έμενα στην Ελλάδα ήταν ότι οι Ελληνες φίλοι και γνωστοί μου πάντα με προστάτευαν και με πρόσεχαν. Στη ζωή μου, τελικά, οι μισοί από τους ανθρώπους με τους οποίους ανέπτυξα μια πραγματική φιλία είναι Ελληνες. Οι φίλοι μου έδειξαν μια μεγαλύτερη αγάπη σε μένα από ό,τι σε φίλους άλλης εθνικότητας και δεν με άφησαν να νιώσω «επισκέπτης» στην Ελλάδα. Μπορεί να είναι σύμπτωση, αλλά ποτέ δεν συνάντησα κάποιον Ελληνα που να θέλει να με πνίξει επί τόπου.
Πάντως, για την πλειονότητα αυτών των φίλων, εγώ δεν είμαι μόνο ο Σουκρού, είμαι ο Σουκρού «ο Τούρκος». Αυτό που με διαφοροποιεί δεν είναι το φύλο, το παρουσιαστικό, το επάγγελμα, οι πολιτικές μου επιλογές ή οποιαδήποτε άλλη ιδιότητά μου, αλλά η εθνικότητα. Φαίνεται ότι θα πρέπει να το δεχτώ αυτό ως μια αναπόφευκτη κατάσταση και να μην περιμένω να ζήσω στην Ελλάδα όπως έζησα για δέκα χρόνια στις ΗΠΑ. Στο κάτω-κάτω, η Ελλάδα δεν είναι μια χώρα που τη δημιούργησαν μετανάστες διάφορων εθνικοτήτων και, όσο και αν ελληνοποιηθούν, οι ξένοι δεν γίνονται αποδεκτοί ως γνήσια μέλη αυτής της κοινωνίας. Ειδικά η βαλίτσα που φέρνει ένας Τούρκος μετανάστης, λόγω του φορτίου της ιστορίας, είναι ακόμη πιο βαριά.
Τη δεκαετία του 1990 αυτό το φορτίο ήταν πιο βαρύ. Η Ιστορία για τους Ελληνες, όπως και για τους Τούρκους, ήταν μια πηγή πικρίας. Ο αντι-τουρκισμός για τους Ελληνες διανοούμενους και πολιτικούς ήταν σαν ένα πατριωτικό καθήκον. Το οθωμανικό παρελθόν ήταν μια κακή παρένθεση τετρακοσίων χρόνων μέσα στο ιστορικό ένδοξο ταξίδι του ελληνικού έθνους από την Αρχαιότητα στο Βυζάντιο και από εκεί στη σύγχρονη Ελλάδα. Οι Οθωμανοί δεν είχαν ούτε ένα θετικό στοιχείο και οι Τούρκοι ήταν οι βάρβαροι δεσπότες που για εκατοντάδες χρόνια καταδυνάστευσαν τους Ελληνες. Λόγω της έμφασης στην έννοια του «υπόδουλου ελληνισμού», η εικόνα που έχει ο μέσος Ελληνας για τους προγόνους του δεν διαφέρει από αυτήν των αλυσοδεμένων Αφρικανών δούλων της Αμερικής.
Στις μέρες μας, η κατάσταση είναι καλύτερη. Τα σχολικά βιβλία είναι πιο ψύχραιμα.
Οι Ελληνες διαβάζουν και βλέπουν στα βιβλία, στα ντοκιμαντέρ και στις ταινίες ότι το παρελθόν δεν ήταν μόνο λευκό ή μαύρο. Πλέον κάνουν τις επιλογές τους πιο ελεύθερα όταν έρχονται σε επαφή με το ιστορικό υλικό που τους προσφέρεται. Ομως η βασική αφήγηση (master narrative), ενθύμιο από τον Παπαρρηγόπουλο, δεν αμφισβητήθηκε όσο θα έπρεπε. Οι Ελληνες εξακολουθούν να ορίζουν την εθνική ιστορία τους και την εθνική τους ταυτότητα με αναφορές στον Αλλο, τον Τούρκο. Αυτή η εθνική/εθνικιστική προσέγγιση είναι ένα σύνηθες φαινόμενο.
Οπως είχε πει ο αγαπητός μου δάσκαλος Cemal Kafadar, αναφερόμενος σε μία άλλη υπόθεση, «Εχει τελειώσει η οθωμανική ιστορία!». Ομως, οι Eλληνες δεν μπορούν να βάλουν ακόμη τελεία. Το να εξαρτούν την τελεία από τις προστριβές με την Τουρκία για την υφαλοκρηπίδα, το Κυπριακό κ.ά. σημαίνει ότι για μια ολόκληρη κοινωνία η δυνατότητα συμφιλίωσής της με το παρελθόν καθυστερεί. Συμφιλίωση βεβαίως δεν σημαίνει ωραιοποίηση. Σημαίνει να έχεις την ωριμότητα να αποδέχεσαι την ιστορία ως Ιστορία και να μην της επιτρέπεις να γίνεται εμπόδιο για το μέλλον.
Θεωρώ ότι, διαχρονικά, το κύριο χαρακτηριστικό που διαμορφώνει τις σκέψεις του μέσου Ελληνα σχετικά με την Τουρκία και τους Τούρκους είναι ο φόβος. Οι Ελληνες αντιλαμβάνονται την πιθανότητα ενός πολέμου με την Τουρκία των 80 εκατομμυρίων ως τη μεγαλύτερη απειλή για τη χώρα τους. Για πολλά χρόνια σκεφτόμουν αν αυτή η απειλή έχει πραγματική βάση. Πραγματικά, δεν ξέρω την απάντηση. Μέχρι πρόσφατα, δηλαδή μέχρι τη δραματική αλλαγή του εσωτερικού πολιτικού σκηνικού στην Τουρκία, θεωρούσα αυτή την «τουρκική απειλή» μια παρανοϊκή ιδέα που καλλιεργείται σκόπιμα προκειμένου να ελέγχεται η κοινή γνώμη στην Ελλάδα.
Αυτό που πρόσεξα από την πρώτη στιγμή που άρχισα να έρχομαι στην Ελλάδα ήταν ότι τα ελληνικά ΜΜΕ έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον για την Τουρκία. Μου προκάλεσε έκπληξη αυτό το έντονο ενδιαφέρον, επειδή εγώ μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον όπου οι ειδήσεις για την Ελλάδα ήταν πολύ περιορισμένες.
Οι Ελληνες έχουν την τάση, τουλάχιστον όσο και οι Τούρκοι, να εκλαμβάνουν τον κόσμο με βάση τις θεωρίες συνωμοσίας και τα στερεότυπα. Μια θεωρία συνωμοσίας που άκουγα στο τέλος της δεκαετίας του 1990 ήταν ότι ο μόνος λόγος που η Τουρκία δεν είχε κηρύξει πόλεμο στην Ελλάδα ήταν η πίεση που άσκησαν μεγάλες εταιρείες, όπως η Coca-Cola, οι οποίες, υπερασπιζόμενες τα οικονομικά τους συμφέροντα, δεν ήθελαν να χάσουν τα κέρδη τους ως χορηγοί των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 που είχαν αναληφθεί από την Ελλάδα. Στην προσπάθειά μου, μάλιστα, να μεταπείσω διάφορους Ελληνες φίλους μου που πίστεψαν σε κάποιες εκδοχές αυτής της θεωρίας, δεν είχα επιτυχία.
Οι Ελληνες ασχολούνται υπερβολικά με την Τουρκία και υπεραναλύουν τα σχετικά θέματα. Και πολλά από τα θέματα που τους απασχολούν δεν είναι καν στην ημερησία διάταξη των Τούρκων. Αυτό αποτελεί μια διαφορά μεταξύ των δύο χωρών. Ενώ όλοι οι Ελληνες έχουν μια γνώμη για την Τουρκία, ο μέσος Τούρκος, είμαι σίγουρος, θα δυσκολευτεί να πει ποια είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας.
Οταν έτυχε να συζητήσω με τους γονείς του παιδιού το περιστατικό που αφηγήθηκα στην αρχή, έμαθα ότι, περίπου δέκα μέρες νωρίτερα, το πιτσιρίκι στο νηπιαγωγείο όπου πήγαινε έπαιξε τον ρόλο του Κολοκοτρώνη στην παράσταση της 25ης Μαρτίου· έτσι, πριν από μένα είχε σκοτώσει και άλλους Τούρκους. Επίσης, εκείνες τις μέρες, στο νηπιαγωγείο, με τους φίλους του είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες και έπαιξαν «Ελληνες και Τούρκους», όπως εμείς μικροί παίζαμε «κλέφτες και αστυνόμους». Εμαθα από παιδιά φίλων μου που πάνε σχολείο
σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας ότι αυτό το παιχνίδι είναι της μόδας. Αν και οι γονείς ως πρώτη αντίδραση λένε «παιδιά είναι στο κάτω-κάτω» υποβαθμίζοντας το όλο θέμα, φοβάμαι ότι το γεγονός αντανακλά το πνεύμα της εποχής.
Η Τουρκία, που ξέρω εγώ και μέσα στην οποία μεγάλωσα, δεν υπήρξε ποτέ μια χώρα όπου μπορούσες να ανασάνεις· δεν υπήρξε χώρα ελευθερίας. Υπήρχε όμως μια παράδοση κράτους και μηχανισμών ελέγχου. Τώρα, βλέπω μόνο το χάος.
Μέσα σε σύντομο διάστημα μετατράπηκε σε μια χώρα που απομακρύνεται από τη λογική σε όλους τους τομείς της ζωής και της πολιτικής. Ενας αριθμός Τούρκων, που αυξάνεται διαρκώς και με ταχείς ρυθμούς, αποκτά άδεια παραμονής επενδύοντας μεγάλα ποσά ή περνά τον Εβρο ζητώντας πολιτικό άσυλο. Κι αυτό συμβαίνει επειδή, για άλλη μια φορά, όπως στα χρόνια του πραξικοπήματος του 1980, το να είσαι αντιφρονών στην Τουρκία είναι πιο δύσκολο από το να είσαι
Τούρκος στην Ελλάδα.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News