Σακελλαροπούλου: Από τις σημαντικότερες προκλήσεις για τη Δημοκρατία, η αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής

Την έναρξη των εργασιών του ετήσιου διεθνούς Συνεδρίου του «Athens Democracy Forum» κήρυξε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου.

Σακελλαροπούλου

Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου κήρυξε απόψε στο Μουσείο της Ακροπόλεως την έναρξη των εργασιών του ετήσιου διεθνούς Συνεδρίου του «Athens Democracy Forum», το οποίο τελεί υπό την αιγίδα της, με κεντρικό θέμα «Τολμάμε να ελπίζουμε;» και το οποίο επικεντρώνεται στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει σήμερα η φιλελεύθερη Δημοκρατία, στην ανθεκτικότητα που μπορεί να επιδείξει απέναντι σε ποικίλες υπαρξιακές απειλές και κινδύνους, καθώς και στο μέλλον και τις προοπτικές της.

Κατά την εναρκτήρια ομιλία της, η κυρία Σακελλαροπούλου υποστήριξε ότι «από τις σημαντικότερες προκλήσεις για τη Δημοκρατία και το Δημοκρατικό μας Σύστημα Διακυβέρνησης είναι η αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η οποία έχει ήδη λάβει διαστάσεις κρίσης και “κατάστασης έκτακτης ανάγκης”».

Υπενθύμισε τα υψηλά ρεκόρ θερμοκρασίας, που σημειώθηκαν αυτό το καλοκαίρι, μαζί με τις πυρκαγιές και τις πρόσφατες καταστροφικές πλημμύρες και τόνισε ότι «αποδεικνύουν, περισσότερο από ποτέ, ότι η κλιματική κρίση είναι η μεγαλύτερη πρόκληση του αιώνα μας για την ασφάλεια», ενώ πρόσθεσε ότι «Ταυτόχρονα, υποβάλλει σε έντονη πίεση το δημοκρατικό μας πλαίσιο λόγω των επιπτώσεών της στην επισιτιστική ασφάλεια, τη μετανάστευση, τη λειψυδρία, την απώλεια της βιοποικιλότητας και τις φυσικές καταστροφές».

Ειδική αναφορά έκανε στον ρόλο των επιστημόνων και στις προειδοποιήσεις τους, επισημαίνοντας ότι «Η επιστημονική κοινότητα μας έχει προειδοποιήσει για τους κινδύνους της ανεπαρκούς προετοιμασίας. Έχει επίσης δείξει ότι το κόστος της αδράνειας είναι πολύ μεγαλύτερο από το κόστος της πρόληψης. Γνωρίζουμε πλέον τι απαιτείται για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής: συνεργασία, γενναία οικονομική στήριξη, ιδίως για τους πιο ευάλωτους, και τέλος της εξάρτησής μας από τα ορυκτά καύσιμα με μια γρήγορη στροφή σε πράσινες ενεργειακές λύσεις και πιο βιώσιμες οικονομικές οδούς».

Υπογράμμισε, επίσης, ότι «Η κλιματική κρίση δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί χωρίς να ευαισθητοποιηθούν πλήρως και να πεισθούν τα μέλη των κοινωνιών μας για τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να ξεπεραστεί το εμπόδιο του πολιτικού κόστους. Προκειμένου να το πετύχουμε, πρέπει επίσης να σκεφτούμε και να δράσουμε με όρους κοινωνικής και κλιματικής δικαιοσύνης, ώστε κανείς να μη μείνει πίσω».

Στο ίσιο πλαίσιο ανέφερε ότι «Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει επίσης να διερευνήσει νέους τρόπους για να συμβάλλει στο κόστος της πράσινης μετάβασης. Το τελικό αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από το αν θα μπορέσουμε να εφαρμόσουμε στην πράξη αποτελεσματικές λύσεις για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων και να προσφέρουμε περισσότερη ασφάλεια στους πολίτες μας».

Τέλος, τόνισε ότι «Ο χρόνος δεν είναι με το μέρος μας. Πρέπει να αναλάβουμε άμεσα γενναία δράση» και κατέληξε λέγοντας πως «Εάν δεν δοθεί δραστική απάντηση, η δημοκρατία μας θα αποδυναμωθεί και το μέλλον των επόμενων γενεών θα υπονομευθεί σοβαρά. Αλλά αν καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε αυτή την πρόκληση της εποχής μας, μπορούμε σίγουρα να τολμήσουμε να ελπίζουμε».

Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία της κυρίας Σακελλαροπούλου:

«Με χαρά σας καλωσορίζω στο Athens Democracy Forum. Όπως πάντα, αυτή την πραγματικά σημαντική πρωτοβουλία τιμούν με την παρουσία τους πολλοί διεθνώς αναγνωρισμένοι ομιλητές.

Το κεντρικό θέμα του φετινού φόρουμ “Τολμάμε να ελπίζουμε;” επικεντρώνεται στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει σήμερα η φιλελεύθερη δημοκρατία, στην ανθεκτικότητα που μπορεί να επιδείξει απέναντι σε ποικίλες υπαρξιακές απειλές και κινδύνους, καθώς και στο μέλλον και τις προοπτικές της.

Είμαι πεπεισμένη ότι μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις για τη δημοκρατία και το δημοκρατικό μας σύστημα διακυβέρνησης είναι η αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η οποία έχει ήδη λάβει διαστάσεις κρίσης και “κατάστασης έκτακτης ανάγκης”.

Τα υψηλά ρεκόρ θερμοκρασίας που σημειώθηκαν αυτό το καλοκαίρι, μαζί με τις πυρκαγιές και τις πρόσφατες καταστροφικές πλημμύρες, αποδεικνύουν, περισσότερο από ποτέ, ότι η κλιματική κρίση είναι η μεγαλύτερη πρόκληση του αιώνα μας για την ασφάλεια. Ταυτόχρονα, υποβάλλει σε έντονη πίεση το δημοκρατικό μας πλαίσιο λόγω των επιπτώσεών της στην επισιτιστική ασφάλεια, τη μετανάστευση, τη λειψυδρία, την απώλεια της βιοποικιλότητας και τις φυσικές καταστροφές.

Η επιστημονική κοινότητα μας έχει προειδοποιήσει για τους κινδύνους της ανεπαρκούς προετοιμασίας. Έχει επίσης δείξει ότι το κόστος της αδράνειας είναι πολύ μεγαλύτερο από το κόστος της πρόληψης. Γνωρίζουμε πλέον τι απαιτείται για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής: συνεργασία, γενναία οικονομική στήριξη, ιδίως για τους πιο ευάλωτους, και τέλος της εξάρτησής μας από τα ορυκτά καύσιμα με μια γρήγορη στροφή σε πράσινες ενεργειακές λύσεις και πιο βιώσιμες οικονομικές οδούς.

Εν τω μεταξύ, υπάρχει επίσης ανάγκη να ενισχύσουμε την ικανότητά μας προσαρμογής στις καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής που ήδη συντελούνται, μέσω της οικοδόμησης της ανθεκτικότητας των κοινωνιών, των πόλεων, των υποδομών και των παραγωγικών οικονομικών τομέων.

Στην Ευρώπη, διαθέτουμε ήδη ένα λειτουργικό και λεπτομερές σχέδιο, την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, που αποτελεί τον οδικό χάρτη για την απαλλαγή της οικονομίας από τον άνθρακα έως το 2050 με παράλληλη δέσμευση για μια δίκαιη μετάβαση. Βεβαίως, η επιτυχία του εξαρτάται από την προθυμία των εθνικών κυβερνήσεων να ακολουθήσουν αυτή την πορεία και να ευθυγραμμίσουν τις πολιτικές τους με τις επιταγές της πράσινης μετάβασης.

Η Ελλάδα επηρεάζεται άμεσα από την κλιματική αλλαγή, επειδή η Μεσόγειος είναι, όπως λένε οι επιστήμονες, “επίκεντρο (hotspot) της κλιματικής αλλαγής”. Ως εκ τούτου, έχει κάθε συμφέρον να ταχθεί υπέρ στιβαρών μέτρων και να υποστηρίξει διεθνείς και περιφερειακές πρωτοβουλίες. Τον Μάιο του 2022, το ελληνικό Κοινοβούλιο ψήφισε τον Εθνικό Κλιματικό Νόμο, ένα εμβληματικό κείμενο που ρυθμίζει τη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα. Ένας εθνικός κλιματικός νόμος είναι η ισχυρότερη δήλωση στην οποία μπορεί να προβεί ένα κράτος για να δείξει ότι παίρνει στα σοβαρά αυτόν τον στόχο.

Ωστόσο, η σημασία της δράσης για το κλίμα έχει χάσει τη δυναμική της, τουλάχιστον προσωρινά, ενόψει των τεράστιων απειλών που αντιμετωπίζει σήμερα η ενεργειακή ασφάλεια. Ενώ η χώρα μας είχε αποφασίσει να εκκινήσει την πράσινη μετάβασή της μετά την πανδημία COVID-19, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η επακόλουθη ενεργειακή κρίση επηρέασαν τις βραχυπρόθεσμες προτεραιότητες, συμπεριλαμβανομένης της καθυστέρησης στη σταδιακή κατάργηση του άνθρακα ή ακόμη και της επένδυσης σε νέες δραστηριότητες εξόρυξης ορυκτών καυσίμων, προκειμένου να καλύψουμε τις ενεργειακές μας ανάγκες. Πράγματι, χρειαζόμαστε μεγαλύτερη συνέπεια στην επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης, η οποία υπογραμμίζεται από το σχέδιο REPowerEU για την ταχεία μείωση της εξάρτησης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα.

Η κλιματική κρίση θέτει τις δημοκρατίες σε δοκιμασία όσον αφορά τον τρόπο συνεργασίας για την προστασία ενός δημόσιου αγαθού. Το πιο δύσκολο έργο για να επιτευχθεί αυτό είναι να εξασφαλιστεί η συμμετοχή στην προσπάθεια όλων των ενδιαφερομένων. Δεν αρκεί οι κυβερνήσεις ή οι τοπικές αρχές να λαμβάνουν μέτρα από μόνες τους, ούτε ο ιδιωτικός τομέας και η οργανωμένη κοινωνία των πολιτών να έχουν απλώς επίγνωση του προβλήματος. Απαιτείται υψηλό επίπεδο συντονισμού και κινητοποίησης όλων των φορέων και των πολιτών στους τομείς που υπηρετούν.

Πρέπει επίσης να βελτιώσουμε την επικοινωνία μεταξύ των επιστημόνων, των πολιτικών και της κοινωνίας. Η πανδημία του κορωνοϊού έδειξε ότι πρέπει να βασιστούμε περισσότερο στην επιστημονική γνώση για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων. Η εφαρμογή αυτών των αποφάσεων, ωστόσο, προϋποθέτει τη συνεργασία της κοινωνίας των πολιτών. Στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής, πρέπει να ενημερώνουμε τους πολίτες για τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η κλιματική μετάβαση και να τους κρατάμε ενήμερους σχετικά με τα διλήμματα που προκύπτουν σε αυτή τη διαδικασία. Να τους ενημερώσουμε για τα οφέλη που θα αποκομίσουν και για το πώς μπορούν και οι ίδιοι να συμβάλλουν σε αυτή την προσπάθεια.

Για πολύ καιρό, θεωρούσαμε την κλιματική αλλαγή ως περιβαλλοντικό πρόβλημα παρέχοντας τεχνικές λύσεις. Είναι πλέον βέβαιο ότι πρόκειται επίσης για ένα κοινωνικό πρόβλημα, όπου οι λύσεις διευρύνονται και περιλαμβάνουν οικονομικές, πολιτικές, πολιτιστικές και θεσμικές αλλαγές. Ορισμένες από αυτές έχουν τη δυνατότητα να μετασχηματίσουν την κοινωνία, ώστε να αντιμετωπιστούν πολλαπλοί κρίσιμοι στόχοι, που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή και την οικοδόμηση ανθεκτικότητας, συμπεριλαμβανομένης της καταπολέμησης της φτώχειας και της ανισότητας, της επισιτιστικής και υδατικής ανασφάλειας, της απώλειας της βιοποικιλότητας και των υγειονομικών κρίσεων.

Το δημοκρατικό πλαίσιο προσφέρει λύσεις σε αυτά τα προβλήματα. Τα αντιπροσωπευτικά κοινοβούλια μπορούν να απαιτήσουν λογοδοσία από τις κυβερνήσεις, οι πολίτες έχουν συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης μπορούν να διασφαλίσουν την ελεύθερη ροή πληροφοριών και οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών μπορούν να συμμετέχουν ενεργά στη χάραξη πολιτικής.

Ζούμε σε ένα δημοκρατικό σύστημα, το οποίο τιμάμε και προστατεύουμε με τους αγώνες μας. Η κλιματική κρίση δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί χωρίς να ευαισθητοποιηθούν πλήρως και να πεισθούν τα μέλη των κοινωνιών μας για τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να ξεπεραστεί το εμπόδιο του πολιτικού κόστους. Προκειμένου να το πετύχουμε, πρέπει επίσης να σκεφτούμε και να δράσουμε με όρους κοινωνικής και κλιματικής δικαιοσύνης, ώστε κανείς να μη μείνει πίσω. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει επίσης να διερευνήσει νέους τρόπους για να συμβάλλει στο κόστος της πράσινης μετάβασης. Το τελικό αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από το αν θα μπορέσουμε να εφαρμόσουμε στην πράξη αποτελεσματικές λύσεις για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων και να προσφέρουμε περισσότερη ασφάλεια στους πολίτες μας.

Ο χρόνος δεν είναι με το μέρος μας. Πρέπει να αναλάβουμε άμεσα γενναία δράση. Εάν δεν δοθεί δραστική απάντηση, η δημοκρατία μας θα αποδυναμωθεί και το μέλλον των επόμενων γενεών θα υπονομευθεί σοβαρά. Αλλά αν καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε αυτή την πρόκληση της εποχής μας, μπορούμε σίγουρα να τολμήσουμε να ελπίζουμε».