Θέατρο-Κριτική: Ενας αποχαιρετισμός…
Μια θεατρική παράσταση δεν κρίνεται μόνο από τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά αλλά και από την επιδραστικότητα και τη διάρκειά της μέσα στο χρόνο, τις ανεξίτηλες μνήμες που χάραξε στη συνείδηση των θεατών και τον θετικό απόηχο που άφησε πίσω της. Ετσι που ισχυρή να είναι η ελπίδα τους ότι θα αποτελέσει και στο μέλλον σημείο αναφοράς και βάσιμη προσδοκία τους ότι ο δρόμος της δεν τελείωσε παρά μόνον προσωρινά.
Και τέτοια ήταν η παράσταση που ξεκίνησε το 2018, με αγάπη και φροντίδα από τον πολυτάλαντο Γιώργο Παπαγεωργίου, ως μια βαθιά και ειλικρινής υπόκλιση στη μνήμη του αδικοχαμένου Αριστείδη Παγκρατίδη και έκλεισε πριν από λίγες μέρες τον κύκλο της ζωής της, διαγράφοντας μια τετραετή συγκινητική πορεία στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, την πόλη με την οποία οι δεσμοί της ήσαν ιστορικοί και βιωματικοί. Eγραφα γι’ αυτήν τότε, που πρωτοείδε το φως της σκηνής:
Η υπόθεση του φερόμενου ως «δράκου του Σέιχ Σου» είχε δημιουργήσει τέτοια ατμόσφαιρα τρόμου στη Βόρεια Ελλάδα, τη δεκαετία του ’60 ώστε οι γονείς δεν άφηναν τα κορίτσια τους να ξεμυτίσουν απ’ το σπίτι. Τελικά συνελήφθη, φυλακίστηκε και καταδικασμένος τετράκις σε θάνατο και μετά από ομολογία που του απέσπασαν βίαια, εκτελέστηκε το 1968, στο δάσος του Σέιχ Σου, τον τόπο που είχε συνδεθεί με το όνομά του και την παιδική ηλικία της σύντομης ζωής του. Ηταν όμως ο Αριστείδης Παγκρατίδης ο πραγματικός ένοχος ή το εξιλαστήριο θύμα μιας σκοτεινής εποχής για την Ελλάδα, το καθαρτήριο μιας ενοχικής κοινωνίας, που ζητούσε εξιλέωση για τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη;
Τα τελευταία φαρμακωμένα λόγια του κυνηγημένου από τη ζωή Παγκρατίδη, λίγο πριν τον ήχο του όπλου, παρακλητικά προς τους άνδρες που είχαν αναλάβει την εκτέλεσή του: «Σκοπεύστε με καλά για να μην τυραννιέμαι» αλλά και σπαρακτικά: «Μανούλα μου, είμαι αθώος», μνημονεύει 43 χρόνια μετά ο θεσσαλονικιός συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης στο δραματικό μυθιστόρημά του «Ο Γύρος του Θανάτου». Μια χειμαρρώδης τοπιογραφία της ζωής και της εποχής, που σφράγισε την τραγική ύπαρξη αυτού του λεηλατημένου αλητάκου, ένα μακρινό μνημόσυνο για έναν ανυπόληπτο και αποσυνάγωγο της κοινωνίας.
Με γλώσσα λαϊκή, τολμηρά εμπλουτισμένη με στοιχεία της αργκό και τα καλιαρντά της πιάτσας αλλά και με αφηγηματική μαεστρία, ο δυναμικός συγγραφέας φωτίζει σκοτεινές πτυχές της πολυτάραχης προσωπικότητας του Αρίστου μέσα από ένα πολύχρωμο μωσαϊκό ανθρώπων διαφορετικών βιωμάτων, μίγμα αντιπροσωπευτικό της ανθρωπογεωγραφίας της πόλης που τον εξέθρεψε. Συγχρόνως η αφηγηματική ροή παρακολουθεί το πολιτικοκοινωνικό σκηνικό της μετακατοχικής και μετεμφυλιακής Θεσσαλονίκης, ανασταίνοντας τη μαγεία της παλιάς πόλης και όλη την ασχήμια της μαζί.
Για τον κεντρικό του ήρωα μιλάει με πνεύμα τρυφερότητας και συμπάθειας, μεταφέροντας στο χαρτί τη συλλογική αντίληψη των Θεσσαλονικιών, στο πρόσωπο του οποίου είδαν ένα νέο που έζησε στα άκρα, μακριά από τον κόσμο και την πραγματική ζωή, ένα περιθωριακό στοιχείο αλλά πάντως όχι έναν στυγερό δολοφόνο, όπως τον θεώρησε το δικαστικό σύστημα μιας ζοφερής εποχής, που προσδιοριζόταν από το φόβο του αστυφύλακα, τη σκιά των «ρουφιάνων» και τους μηχανισμούς του παρακράτους.
Αναδύεται έτσι ο μυθιστορηματικός Αρίστος, χωρίς ο ίδιος να μιλήσει ποτέ –όντας φτωχός και κοινωνικά ανύπαρκτος, φορτωμένος με όλα τα κοινωνικά στίγματα της περιόδου και έκθετος στην κοινή γνώμη μέσα από τα εμπρηστικά πρωτοσέλιδα του τύπου της εποχής-με πρόσχημα τη λούμπεν ζωή του και τη διπλή σεξουαλικότητά του- ως το βολικό θύμα ενός συστήματος κατασκευής ενόχων, που αναζητούσε την απενοχοποίησή του για το φονικό του Λαμπράκη.
Κατά τον Θωμά Κοροβίνη, το μυθιστόρημα που έγραψε με θέμα τη τραγική ιστορία του Αρίστου, ενός παιδιού του πάθους και της μοίρας, προέκυψε περίπου σαν φυσιολογική γέννα μέσα από την ανάγκη του χρόνου. «Σκύβω πάνω από τα απολωλότα» επισημαίνει σε συνέντευξή του «και μαζεύω τα τσαλαπατημένα άνθη, που απομένουν από το ποδοβολητό και το σάρωμα». Γι’ αυτό και ο «Γύρος του Θανάτου» μπορεί να διαβαστεί και σαν μια θρηνητική φωνή διαμαρτυρίας για την αναγνώριση και την προστασία εκείνων, που η ζωή τους παραγνωρίστηκε ως αναξιοβίωτη και ο θάνατός τους κρίθηκε ως ανάξιος πένθους.
Πέντε χρόνια μετά την πρώτη θεατρική του μεταφορά από το ΚΘΒΕ (2013), το μυθιστόρημα παίρνει ξανά τον δρόμο για το σανίδι στο Θέατρο του Νέου Κόσμου με τον τίτλο «Αρίστος». Το σκηνοθετικό στοίχημα του Γιώργου Παπαγεωργίου είναι να αποτυπώσει το λαϊκό αίσθημα της πόλης που είχε φορτωθεί μια ενοχή και μια συλλογική ευθύνη για την αβίωτη ζωή του ήρωα. Οι εννέα χαρακτήρες της διασκευασμένης μορφής του έργου από τη Θεοδώρα Καπράλου ερμηνεύονται από τους Μιχάλη Οικονόμου και Γιώργο Χριστοδούλου, με την Ελένη Ουζουνίδου, ηθοποιό από καλή πάστα και με συμπάθεια στις αντι-ηρωίδες να υποδύεται τη μητέρα του Αρίστου, τη λαϊκή τραγουδίστρια Σύλβα αλλά και την αφηγήτρια. Το μουσικό περιβάλλον της παράστασης έχει επιμεληθεί ο συγγραφέας, όντας ο ίδιος στιχουργός, συνθέτης αλλά και ερμηνευτής.
Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα θεατρική πρόταση.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News