ΤΟ ΠΑΡΤΥ… ΤΟΥ 1829 – Πώς έγινε ο πρώτος αποκριάτικος χορός στην Πάτρα
Είχαν περάσει σχεδόν πέντε μήνες από τότε που παρέδωσαν οι Τούρκοι το φρούριο της Πάτρας στους Γάλλους του στρατηγού Μαιζών, και οι πρώτες ελεύθερες Απόκριες είχαν έλθει. Οχι τίποτα σπουδαία πράγματα δηλαδή, λίγοι μασκαρεμένοι κατέβαιναν χοροπηδώντας τον μεγάλο δρόμο, την σημερινή Αγίου Νικολάου, συνοδεία οργάνων και κάποιο κόσμο να τους ακολουθεί με κέφι φωνάζοντας ρυθμικά.
Ο Ζακ Μανζάρ, ένας γάλλος δικηγόρος εικοσιτριών ετών, αρκετά φιλόλογος και πολύ δημοσιογράφος, παρακολουθούσε την πόλη που τίναζε από πάνω της ένα παρελθόν που ήθελε να ξεχάσει. Ο Ζακ είχε έλθει στην “Φράγκα σκάλα”, όπως είχε ακούσει στο λιμάνι της Καλαμάτας να αποκαλούν την Πάτρα, με την “Ευτυχία” ένα γαλλικό βρίκι, ακολουθώντας το εκστρατευτικό σώμα του Μαιζών. Η “Ευτυχία” κουβαλούσε τα μηχανήματα και τον εξοπλισμό ενός τυπογραφείου, πού ο Ζακ εγκατάστησε στην Πάτρα όπου εξέδωσε και εφημερίδα, τον “Ταχυδρόμο της Ανατολής”.
Παρακολουθούσε λοιπόν ο Ζακ τους μασκαράδες και περίμενε την 14η Φεβρουαρίου του 1829. Οχι λόγω Αγίου Βαλεντίνου, που τότε στην Πάτρα δεν τον ήξερε κανένας, αλλά γιατί εκείνη η 14η Φεβρουαρίου έπεφτε Τσικνοπέμπτη. Οι Ελληνες την έλεγαν έτσι γιατί το ψητό κρέας ήταν ο κυρίαρχος της ημέρας. Στην φαντασία του Ζακ ζωντάνευαν σκηνές από την Ιλιάδα, όπου ο Ομηρος περιέγραφε εικόνες με τους Ελληνες να γλεντούν ψήνοντας κρέατα και απολαμβάνοντας κνίσσα και γεύση. Εκανε εντύπωση στον νεαρό μας Γάλλο, ότι το αρνάκι κόστιζε (λογικά) γύρω στούς 90 παράδες η οκά, ενώ το καλό ψάρι (φθηνά) 70 παράδες.
Η Τσικνοπέμπτη έμεινε αξέχαστη στον Ζακ. Τρελάθηκε με το αρνί στη σούβλα. Το θέαμα στην αρχή του ήταν λίγο απωθητικό με το σουβλισμένο ζώο. Ομως η μεθυστική μυρωδιά και η απόλαυση της τραγανής πετσούλας πασπαλισμένης με θαλασσινό αλάτι και ρίγανη, τον έκανε να αφήσει κατά μέρος τις όποιες αναστολές, και να αποκτήσει μια βιωματική σχέση με τον Ομηρο και τα παραθαλάσσια γλέντια του, δίνοντάς του και δικιο γιατί ο Αγαμέμνονας κι’ ο Αχιλλέας δεν γλεντοκοπούσαν με ψητό ψάρι.
Ενα άλλο πράγμα που έκανε εντύπωση στον Ζακ, την πρώτη εκείνη ελεύθερη Τσικνοπέμπτη του 1829, ήταν το ότι οι Ελληνες αγαπούσαν το κρασί, που όμως δεν το έπιναν “ξεροσφύρι,” αλλά μαζί με το φαγητό τους. Μπορεί να έρχονταν στο κέφι, αλλά δεν έπιναν για να μεθύσουν. Οι τιμές των κρασιών ήταν καλές. Το κεφαλονίτικο στοίχιζε 44 παράδες η οκά και το ντόπιο 30 παράδες.
Την τελευταία εβδομάδα της αποκριάς, ο Ζακ είχε την τύχη να προσκληθεί σε χορό, που έδινε σπίτι του ένας ζακυνθινός έμπορος εγκαταστημένος στην Πάτρα, ο κύριος Μωρέττης. Η πρόσκληση ήταν για “μετά το φαγητό” δηλαδή θα είχε αναψυκτικά, ποτά και γλυκά, αλλά όχι κανονικό φαγητό.
Η κυρία Μωρέττη ήταν εξαιρετική οικοδέσποινα ισορροπώντας ανάμεσα σε μια ανατολίτικη ατμόσφαιρα που έφευγε και μιά ευρωπαϊκή που ερχόταν. Οι καλεσμένες κυρίες χόρευαν μόνες τους και οι άντρες τους κάπνιζαν μυρωδάτο ανατολίτικο καπνό και απολάμβαναν τραγανές γλυκές μπουκίτσες μπακλαβά. Μουσική έπαιζαν τρείς. Ενας βιολί και δύο κιθάρα. Ο Ζακ πήρε ένα ποτήρι “τεντούρα,” ένα πατρινό λικέρ βενετσιάνικης καταγωγής, με χαρακτηριστική γεύση κανέλλας.
Οι κυρίες χόρευαν έναν επιβλητικό αργό χορό πιασμένες χέρι-χέρι πού φαινόταν ανατολίτικος, αλλά θύμιζε στον Ζακ χορούς της γαλλικής Προβηγκίας. Κάποια στιγμή η κυρία Μωρέττη πρότεινε σε συμπατριώτισές της να χορέψουν και “καντρίλια” έναν ευρωπαϊκό χορό που χορευόταν ανά τέσσερα ζευγάρια άντρες και γυναίκες. Η τολμηρή γιά την φρεσκοαπελευθερωμένη Πάτρα πρόταση να χορεύουν μαζί άντρες και γυναίκες, έγινε δεκτή αρχικά με πολλές επιφυλάξεις, αλλά στο τέλος επεκράτησε γενική ευθυμία. Οι επτανήσιοι καλεσμένοι βάλθηκαν να μάθουν στους πατρινούς την καντρίλια και τούς “λανσιέδες”. Κάποια στιγμή οι μουσικοί έκαναν ένα διάλειμα και η κυρία Μωρέττη έκανε την έκπληξη προτείνοντας να παίξουν, λέγοντάς το στα ιταλικά, “αθώα παιχνιδάκια”. Ο Ζακ δεν το περίμενε. Τά “παιχνιδάκια” τα έπαιζαν και στο Παρίσι. Ηταν αρκετά τολμηρά τυχερά “παιχνιδάκια” όπου το κέρδος συνήθως ήταν ένα φιλάκι. Εχει γούστο να έχουμε τίποτα παρατράγουδα σκέφτηκε ο Ζακ, όταν είδε ότι η πρόταση της κυρίας Μωρέττη έγινε δεκτή. Τελικά όμως ο Ζακ ησύχασε και μαζί απογοητεύτηκε, γιατί η χασούρα στο παιχνίδι ήταν το να κάνει ο χαμένος το “άγαλμα” και άλλες ανάλογες αθώες ανοησίες. Οσο γιά τα εκτός επίσημης σχέσης φιλιά, ο Ζακ και οι άλλοι Γάλλοι αξιωματικοί θα έπρεπε ή να τα ξεχάσουν, η να ρισκάρουν τα αγοραία, και πανάκριβα, φιλιά και λοιπά θέλγητρα της τριπολιτσιώτισσας “Τουρκομαρίας” που είχε έλθει στην Πάτρα και είχε γρήγορα πλουτίσει τόσο, ώστε να διατηρεί προσωπική φρουρά.
Αυτές ήταν για τον Ζακ οι κυριότερες εντυπώσεις του από τις πρώτες ελεύθερες Απόκριες του 1829. Η Πάτρα βιαζόταν να γίνει μια ευρωπαϊκή πόλη. Σε λίγα χρόνια οι Πατρινοί είχαν κιόλας αφήσει πίσω τις καντρίλιες και τους λανσιέδες και χόρευαν με πάθος πόλκα, μαζούρκα και βαλς. Κάποτε σε κάποιες Απόκριες, παιδί, ακούγοντας για τον παλιό χορό “μαζούρκα,” ρώτησα τον πατέρα μου τι σόι χορός είναι αυτός, και μου απάντησε: “Δεν είναι τίποτα. Παίρνεις την ντάμα σου και πηγαίνετε πιλαλώντας από την μια άκρη της σάλας στην άλλη.” Τι μου λέει τώρα, σκέφτηκα. Βλέπετε είχε έλθει κιόλας στην Πάτρα το “ροκ-εν-ρολ” το “χούλα-χουπ” και οι φούστες με “φουρό.”
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News