Του χαμογέλασε και μετά χάθηκε
Του Δημήτρη Μακρίδη
«Αρχίζει η παρέλαση ξανά, κυλάει το ανθρώπινο ποτάμι
να βάλουμε στην πόλη μας φωτιά, με κεραυνούς που έχω στην παλάμη» *
Ξύπνησαν σχεδόν μεσημέρι με τη γεύση αλκοόλ στο στόμα. Η παρέα Αθηναίων συναδέλφων που είχε έρθει για το τελευταίο τριήμερο της Αποκριάς του έδωσε και κατάλαβε, και μαζί της και αυτός. Ενιωσε σαν να έπαιζαν στη Φίνος Φιλμ, όπου οι πρωταγωνιστές κατέβηκαν από την πρωτεύουσα και έπρεπε να κάνει τον Πατρινό, γεμάτο κέφι, καρατερίστα για να προχωρήσει η υπόθεση της ταινίας.
Ντύθηκαν γρήγορα χωρίς πολλές κουβέντες για να προλάβουν. Σχεδόν έτρεξαν για να μην χάσουν τα άρματα που βγαίνουν πρώτα και δεν τα είχαν δει χτες. Παρόλο που ήταν Κυριακή, οι δρόμοι είχαν τρομερή κίνηση. Πλήθη συνέρρεαν στην αρχή της παρέλασης για την εκκίνηση. Οι καρναβαλιστές βάζοντας τα τελευταία αξεσουάρ σε στολή και άρματα και οι θεατές ψάχνοντας κάποιο καλό σημείο για να τους δουν.
Τα «Ιταλικά Τρίπκος» ήταν το καλύτερο μπαλκόνι. Ημιώροφος, για να βλέπουν καθαρά τα πρόσωπα και τις στολές και, λίγο πριν την πλατεία, όπου όλοι ετοιμάζονται για να τους απαθανατίσουν οι κάμερες και οι φωτογράφοι. Και με τον σωστό συμβολισμό, μετά το χθεσινό σβήσιμο σε αυθεντικό στέκι πίσω από την Ιωνίας, που υπενθυμίζει πως η πόλη κοιτάει και το ομόηχο Ιόνιο. Πως το καρναβάλι είναι η ανάμειξη του αστικού με του λαϊκού στοιχείου, των Επτανησίων με την Μωραΐτικη ενδοχώρα.
Ολα αυτά τα τόσο διαφορετικά που ενώνονται στο ανθρώπινο ποτάμι της Πατρινής Παρέλασης που μόλις είχε ξεκινήσει. Χιλιάδες προσωπικές ιστορίες περνούσαν από μπροστά του. Μέσα στη μεθυσμένη αλληλουχία των σκέψεων ένιωσε να ενώνεται και ο ίδιος κομμάτι της. Ο δεύτερος ρόλος που προοριζόταν να παίξει έγινε ξαφνικά ο πρωταγωνιστικός. Ενιωσε ο κύκλος της ζωής του να τέμνει αυτόν της παρέλασης μετακινούμενος άλλοτε μπροστά και άλλοτε πίσω. Ξεκινώντας δειλά στο χέρι του γονιού ή της δασκάλας στο Καρναβάλι των Μικρών μία βδομάδα νωρίτερα. Εφηβος πλέον, να ερωτεύεται και να αλητεύει στα πολυπληθή group της γαλαρίας, ανάβοντας το πρώτο του καπνογόνο στο μπάσιμο της πλατείας. Η ζωή να τρέχει και οι πλαστικές σακούλες που έβγαζε για να φορέσει τη στολή του να γίνονται ξαφνικά καθαριστηρίου. Και χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε να ράβει και να φτιάχνει τη δικιά του στολή.
Η ροή συνεχιζόταν αδιάκοπα και ήρθε κάποια στιγμή η φυσιολογική κόπωση για τα μάτια των θεατών. Ηταν η ώρα που οι στολές έχουν μικρύνει, οι κατασκευές εξαφανίζονται και η προσοχή εστιάζεται στα σφιχτά σώματα που πάλλονται. Οι σχηματισμοί πάνε περίπατο και η ορμή της νιότης καταπνίγει τα πάντα.
Κατέβηκαν να φύγουν κατευθυνόμενοι στον Μώλο για τη τελετή λήξης. Ετοιμάστηκαν να περάσουν τον δρόμο χωρίς να βρίσκουν κάποιο κενό στην αδιάκοπη ροή που τους διαπερνούσε. Ηταν ένα από τα μεγαλύτερα τελευταία group που είχε κατακλύσει τη μισή Κορίνθου. Θέμα, κάποια τηλεοπτική σειρά της ΗBO που κάνει παγκόσμια θραύση. Ενα απέραντο, μονότονο κόκκινο πλήθος σχεδόν τους παρέσυρε.
Και εκεί, ανάμεσα σε πολλά άλλα πρόσωπα, την πρόσεξε. Μα ήταν τόσο ίδια με της πρώτης άνοιξης αγάπη. Ξαφνικά του χαμογέλασε, και πριν προλάβει να της το ανταποδώσει τον προσπέρασε γρήγορα. Χάθηκε μες στο μούχρωμα σαν την νιότη που χάνεται στον κόσμο. Εσβησε, όπως όλα θα σβήσουν μία Καθαρά Μελαγχολική Δευτέρα σαν να μην έγιναν ποτέ.
*Από τραγούδι του Καρναβαλικού Κομιτάτου
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News