Βασίλης Λαδάς: «Ο θαυμασμός μου για την ποίηση του Καβάφη παραμένει στα ύψη»

Με το βιβλίο του, ο Β. Λαδάς καταδεικνύει ότι ένα γραπτό για τον Καβάφη δεν χρειάζεται πολυπλοκότητα για να σε ελκύσει. Το επιτυγχάνει ο λιτός, μεστός λόγος. Προσεχώς, αναμένεται και το μυθιστόρημά του, κοινωνικού ρεαλισμού με τίτλο «Ποδηλάτες».

Λαδάς

Η γραφή του έχει πάντα ροή και καθαρότητα κρυστάλλινου νερού. Το νέο του βιβλίο «Το πλοίο του Κ.Π. Καβάφη» (εκδ. Μανδραγόρας) είναι ένα ακόμα δείγμα της σπάνιας αυτής αρετής που καθιστά όλα του τα έργα γοητευτικά. Ο Βασίλης Λαδάς μιλάει στην «ΠτΚ».

Πώς ξεκίνησε η μανία σας με τον Καβάφη και τι τη συντηρεί;

Τα ποιήματα του κανόνα του Κ.Π.Καβάφη, 154 τον αριθμό, τα πρωτοδιάβασα σε συλλογή δανεισμένη από τα Λαϊκά Αναγνωστήρια, το 1960. Αν θυμάμαι καλά στ’ αναγνωστικά του Γυμνασίου υπήρχε μόνο, το εκλαμβανόμενο ως ελληνοκεντρικό ποίημα Θερμοπύλες. Μου άρεσε το ύφος της ποίησής του αλλά δεν πολυκαταλάβαινα τα Ιστορικά του ποιήματα και δεν είχα υπόψη μου τότε να γίνω ποιητής, αλλά σκηνοθέτης. Από το 1963, επετειακό χρόνο για τον Καβάφη η φήμη του άρχισε να ανεβαίνει ραγδαίως.  Στην επόμενη επετειακή του χρονιά το 1983 ήταν κραταιός και το 2003 -πάλι μια επέτειος γι αυτόν- ήταν στην κορυφή των ποιητών παγκοσμίως  και διαχρονικώς.  Θα ‘λεγα ότι η μανία μου, ο υπερβάλλων ζήλος μου για τον Καβάφη, παρουσιάστηκε την εικοσαετία 1983-2003 με πολλές ομιλίες και συμπίπτει με την άνοδο του δείκτη αναγνώρισής του και ίσως αυτό να με επηρέασε. Το έτος 2003 μίλησα δημοσίως για τον Καβάφη στην Πάτρα, στο Δημοτικό Θέατρο και στην Αλεξάνδρεια, στο θρυλικό σπίτι του.  Εκτοτε δεν έκανα ομιλία  για τον Καβάφη -αλλά ο θαυμασμός παραμένει  στα ύψη για την ποίησή του, που με σπάνια λιτότητα μεταδίδει συναίσθημα ακόμη και όταν το ποίημα διαλογίζεται και δεν υμνεί.

Με ποια αφορμή το μονόφυλλο με τυπωμένο το ποίημα «Του πλοίου» σας «τσίγλησε» για να γίνει το αφήγημα που κρατάμε στα χέρια μας;

Το μονόφυλλο που ήταν αναρτημένο στο γραφείο μου συναισθηματοποιήθηκε με τον καιρό μαζί μου. Μέτρησε ότι ήταν ποίημα μνήμης σε μια εποχή που οι μνήμες άρχιζαν να βαραίνουν στη ζυγαριά μου περισσότερο  από τα όνειρα. Οταν έγραψα το αφήγημα, τέλη του 2020, υπήρχαν μόνο μνήμες και το μόνο όνειρο ήταν να φύγει ο κορονοϊός από τη ζωή μας. Ισως να ήθελα να ξορκίσω τον κορονοϊό, τον θάνατο δηλαδή, με τις ωραίες μνήμες της ζωής μου, με τα ταξίδια στο Ιόνιο, τη Φλωρεντία.  Αλλά υπάρχουν και μνήμες που κρύβονται σαν παιδιά που διέπραξαν αταξίες. Αυτές τις φοβάμαι, μπορεί να έχουν μαζί τους κάτι το αποτρόπαιο που το έχω απωθήσει στο ασυνείδητο.

Στο βιβλίο σας οι μνήμες κρατούν κεντρικό ρόλο. «Είναι σαν τα μικρά παιδιά οι μνήμες […] Δεν τις φοβάμαι, όμως φοβάμαι ό,τι δεν θυμάμαι» γράφετε. Κι έχει ενδιαφέρον ότι η λέξη «μνήμη» εισάγεται στην ποίηση από τον Καβάφη αντί της «ανάμνησης». Θα μας πείτε;

Ο Κ.Θ.Δημαράς και ο Τέλος Αγρας είναι αυτοί που στο αφιέρωμα του περιοδικού Κύκλος για τον Καβάφη το 1932 αναφέρουν την αντικατάσταση της λέξης ανάμνηση με τη λέξη μνήμη από τον Καβάφη. Εχω όμως την εντύπωση ότι τη λέξη μνήμη την αναφέρει και ο Απόστολος  Μελαχρινός πριν. Η μνήμη είναι κάτι το βαθύτερο από την ανάμνηση γιατί η ανάμνηση αναφέρεται σε ευχάριστα πάντα γεγονότα ενώ η μνήμη περιέχει και τις σκοτεινές στιγμές της ζωής μας.

Φύση, μνήμη, νιάτα, χρόνος, ομορφιά. Καβαφικές θεματικές που συναντώνται στο ποίημα «Του Πλοίου». Για εσάς, τι το κάνει ξεχωριστό;

Νομίζω πως το βάθρο του ποιήματος είναι οι τελευταίοι σπαραχτικοί στίχοι Απ’ τον καιρό. Είναι όλα αυτά τα πράγματα πολύ παλιά. / Το  σκίτσο και το πλοίο και το απόγευμα. Ακούγονται σαν καμπάνες μεσονυχτίου. Χωρίς αυτούς το ποίημα θα ήταν μια ωραία φλυαρία. Πρώτα τα νιάτα, ωραία κι η ομορφιά, όμως  ο Καβάφης στο ποίημα αυτό όπως και σε πολλά αλλά στενοχωριέται που φεύγουν όσο κυλάει ο Χρόνος.

Γνωστοποιείτε την έντονη περιέργειά σας να ερευνήσετε τα του ταξιδιού του Καβάφη (1901) με το πλοίο από Πάτρα προς Μπρίντιζι, αλλά και τη ζωή και το έργο του συνταξιδιώτη του Πρίγκιπα Νικολάου. Μέσα από τις έρευνές σας, τι σας εντυπωσίασε περισσότερο;

Εκείνο που με εντυπωσίασε από το ταξίδι του Καβάφη στο πλοίο είναι ότι αυτός -ανώνυμος ων- παρακολουθούσε τις κινήσεις του διάσημου πριγκιπόπουλου. Ηρθαν όμως τα χρόνια  που το πριγκιπόπουλο  με τους άπειρους τίτλους πέρασε στα αζήτητα της ιστορίας -και της τέχνης -διότι έγραφε θεατρικά έργα  που παίζονταν και ζωγράφιζε. Ενώ ο Καβάφης ανέβηκε όλα τα σκαλιά της υψηλής σκάλας της ποιήσεως και έφτασε στην κορυφή.  Η σύμπτωση αυτή να συνταξιδεύουν ένας διάσημος όσο ζούσε κι ένας ανώνυμος που έγινε διάσημος και παρέμεινε διάσημος μετά τον θάνατό του, είναι ένα παράδειγμα να μην υποτιμούμε κανέναν  άνθρωπο που τυχαίνει  να βρεθεί στο πλάι μας.

Θα έλεγε κανείς ότι το βιβλίο σας είναι το πιο αυτοαναφορικό σας. Κάπως σαν «δείγμα» εξομολόγησης.
Το βιβλίο μου είναι μικτό αφήγημα και δοκίμιο. Προέχει το αφήγημα, εξομολογητικής -όπως λέγεται γραφής. Είναι μια  αναφορά  στον Καβάφη. Κατά κάποιο τρόπο αυτοσυστήνομαι σε αυτόν και στους αναγνώστες.

Το κεφάλαιο «Περιμένοντας» είναι ένας εξαιρετικός παραλληλισμός των «Βαρβάρων» του Καβάφη, του «Γκοντό» του Μπέκετ και του σήμερα, με κινηματογραφικές πινελιές. Η παθητικότητα είναι διαχρονική, τελικά;

Ετσι είναι. Πρόκειται για τεχνική επιβίωσης αποτυπωμένη στους νευρώνες του εγκεφάλου μας. Οι άνθρωποι θέλουν να ζήσουν, να έχουν ψωμί, ασφάλεια, να ερωτεύονται, χωρίς να διακινδυνεύει η ζωή τους. Προσαρμόζονται στις βουλές των ισχυρών και στους μηχανισμούς που τις επιβάλλουν, για να διοριστούν κάπου, να πάρουν ένα δάνειο  κ.λπ. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγάλοι ανατροπείς  προέρχονταν από ευκατάστατες οικογένειες. Ωστόσο έρχεται η ιστορική στιγμή της εξέγερσης που μοιάζει σαν θαύμα, σαν πανηγύρι. Αλλο αν τις περισσότερες φορές το θαύμα αποδεικνύεται φενάκη. Εχει όμως προσφέρει το δώρο της ουτοπίας που πάντα είναι ζητούμενο -όπως δείχνει το ποίημα του Καβάφη Περιμένοντας τους Βαρβάρους.

«Η θάλασσα είναι η πατρίδα των ταξιδιών του» γράφετε για τον Καβάφη. Για εσάς τι είναι η θάλασσα;

Η θάλασσα είναι η οδός που φεύγει κανείς από την Πάτρα προς τις μεγαλουπόλεις της Δύσης. Είναι το κολύμπι , το πόλο που έπαιζα ως έφηβος στον Αχιλλέα, αντίπαλο δέος του ΝΟΠ, με βάση την προβλήτα του Αγίου Διονυσίου. Είναι κυρίως το νερό. Η γαλήνη, το κύμα, τα τσουνάμια, οι ρουφήχτρες.

Σ’ ένα υποθετικό τετ-α-τετ με τον Καβάφη, τι θα θέλατε να συζητήσετε;

Δεν θα συζητάγαμε βαρετά θέματα  για την ποίηση. Θα κουτσομπολεύαμε. Θα τον ρωτούσα βέβαια ποια ποτά και κρασιά προτιμούσε, αν έβαλε ποτέ τηλέφωνο και ηλεκτρικό στο σπίτι του.  Για να τον ευχαριστήσω θα του έλεγα πραγματικές ιστορίες . Οπως ότι, στη μακρινή και πολιορκημένη Κούβα της ταινίας Φράουλα και Σοκολάτα, 1994,  των Τόμας  Αλέα και Ζαν Ταμπίο, ο αντιφρονών του Κάστρο  διανοούμενος, ήρωας της ταινίας,  άκουγε Μαρία Κάλλας και διάβαζε Καβάφη.  Θα του έλεγα ακόμη πως στην Αθήνα της Κατοχής, το 1943, ο Κύκλος των ποιητών του Μάριου Βαγιάνου οργάνωσε εκδήλωση στη Λυρική Σκηνή της οδού Σταδίου, ως μνημόσυνο του θανάτου του σώματός του, το 1933, και εκεί, σε ηλικία δέκα οκτώ ετών τραγούδησε άριες, η Μαρία Κάλλας – Καλογεροπούλου τότε. Θα πρόσθετα  και μια επινοημένη ιστορία για να τον ευχαριστήσω  ακόμη περισσότερο. Οτι δύο νέοι είκοσι δύο και είκοσι τριών ετών, όσο οι νέοι του ποιήματός του κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων, αφού πέταξαν προκηρύξεις κατά των Γερμανών στα Εξάρχεια, έσπευσαν στη Λυρική Σκηνή ν’ ακούσουν ποιήματα του Καβάφη και άριες της γειτόνισσάς τους, Μαρίας.