Ο μεγαλοϊδεατισμός της ευτυχίας

«Το διακύβευμα για τα επόμενα 100 χρόνια είναι η ευτυχία των πολιτών. Κι η έννοια συνδέεται με τον τρόπο που εργαζόμαστε και ζούμε την καθημερινότητα μας ως πολίτες και ως άτομα με ξεχωριστές προσωπικότητες» . Τάδε έφη Κ.  Μητσοτάκης.

         Είναι μια κουβέντα που μού προκαλεί δυσανεξία. Βλέπω να τρέχει η ευτυχία σωρηδόν απ’ τα  μπατζάκια τους,  ν’  αναβλύζει από κάθε ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στις φωτογραφίες τους, στις πληθωρικές ευχές, στα συγχαρητήρια λόγια  (τού αέρα), στις ασύλληπτες καθημερινές επιτυχίες. Με άπειρα θαυμαστικά και θριαμβική γλώσσα.    

       Στο δικό μου λεξιλόγιο η έννοια αυτή έχει αντικατασταθεί πλήρως με την πιο προσγειωμένη λέξη  «ισορροπία» : την ικανότητα να ακροβατεί κανείς ανάμεσα σ’ αυτό που θέλει ο ίδιος ως οντότητα και σ’ αυτό που επιβάλλεται από τους κοινωνικούς κανόνες, τους θεσμούς, τις  αντιλήψεις.

       Αν , για παράδειγμα, το θέλετε που διαβάζετε αυτό το κείμενο, η θέλησή σας ταυτίζεται με αυτό που συμβαίνει. Κι αυτό είναι ισορροπία, σας δίνει μια ευχαρίστηση. Αλλιώς , αν σας είναι βαρετό, η ανάγνωσή του προκαλεί ενόχληση, δυσθυμία, δυσαρμονία.

Είναι εύκολο να ισορροπεί κανείς ; Καθόλου.  Η ατομική μας ύπαρξη συγκρούεται πολύ συχνά με την κοινωνική μας οντότητα και άρα με τους  άλλους. Το να ισοζυγιάζεις λοιπόν τους δύο σου εαυτούς είναι η τέχνη της ζωής.  

Επίπονο πράγμα αφού ο καθένας για λογαριασμό του μόνο γνωρίζει τι τον ισορροπεί, ποιες αξίες τον εκφράζουν, ποια όρια ελευθερίας μπορεί ν’ αντέξει και για ποιες ενέργειές του μπορεί ν’ αναλάβει το κόστος. Ποιες  επιλογές θα τον φέρουν πιο κοντά στον εαυτό του.  Είναι μοναχική αυτή η πορεία, γιατί ο καθένας αποτελεί μια ‘μοναδική και ανεπανάληπτη οντότητα’, καθώς λένε – κι έτσι είναι.  Με τις ιδιοτυπίες του, τα χαρακτηριστικά του, τον εσωτερικό του χάρτη. Γι’ αυτό και  υπάρχουν τόσοι δρόμοι ισορροπίας όσοι και οι άνθρωποι.  Για τον καθένα μας όμως είναι ένας. Αυτός που ταιριάζει στον ίδιον, εντελώς άγνωστος στους άλλους.

Η ισορροπία τού καθενός, διάβαζα σε μια επιστημονική έρευνα, εξαρτάται από τρεις παράγοντες:    

1) από τα γονίδια. Καθορίζουν το 48% της ικανότητας ενός ανθρώπου να ‘ευτυχήσει’ ή να ‘δυστυχήσει’ στη ζωή του.

        2) από τα γεγονότα.  Το  40% της ισορροπίας οφείλεται σε σημαντικά γεγονότα της ζωής μας όπως εργασιακή θέση και η οικονομική άνεση, το πολιτικό σύστημα και ο τρόπος που αυτό αντιμετωπίζει τον πολίτη, η εφαρμογή νόμων και θεσμών  κ. λ. π  ( εδώ  βρίσκεται ο ρόλος τού κάθε Μητσοτάκη).    

 3)  Μένει μόνο ένα 12% , καθοριστικής όμως σημασίας, που εξαρτάται από τον καθένα προσωπικά. Το ελάχιστο αυτό ποσοστό, καθώς καταλαβαίνετε, αφορά την προσωπική του ελευθερία και  σχετίζεται με την προσπάθεια που κάνει κάποιος με τον εαυτό του• τις αξίες που επιλέγει να υπηρετεί• το «ηθικό»  σύστημα που βάζει σαν κανόνα ζωής. Και εντέλει, την κοσμοαντίληψη που διαμορφώνει. Η αγωγή του, απ’ όποιες πηγές και να προέρχεται (άπειρες είναι οι πηγές ,θετικές κι αρνητικές),  συγκροτεί τη βιοθεωρία του και τις προσωπικές του αρχές (θεμιτές ή αθέμιτες). Αυτή εξαρτά σ’ ένα πολύ μεγάλο βαθμό τον τρόπο που χειρίζεται τα πράγματα και που τον κάνουν να ισορροπεί ή όχι.

Τι προϋποθέτει λοιπόν αυτή η ισορροπία για την οποία σας μιλώ ;

 α) Να ξέρει κανείς ποιος είναι στ’ αλήθεια, τι θέλει ο ίδιος — όχι τι του φυτεύουν στο μυαλό να θέλει. Αυτό το λέμε αυτοσυνείδηση.

 β) Χρειάζεται να μετράει τις αντοχές του. Κατά πόσο έχει τις ψυχικές δυνάμεις να πάει κόντρα στα κρατούντα κοινωνικά πρότυπα, να συγκρουστεί με τις κοινωνικές νόρμες. Ώστε να κατακτά μεν τα όρια τής ελευθερίας του αλλά συνυπάρχοντας αρμονικά – όσο γίνεται  – με τους άλλους. Ισορροπώντας με επίγνωση πάνω σε τεντωμένο σκοινί, κι έχοντας  ‘ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα – που λέει ο Σολωμός- τα μάτια της ψυχής του’.  Να γίνεται ο εαυτός του,  αλλά αποδεχόμενος κοινωνικές αρχές που του επιτρέπουν να συμπορεύεται με τους άλλους.  

       γ) Μια τρίτη , αλλά εξαιρετικά σπουδαία, προϋπόθεση για την ανθρώπινη ισορροπία είναι να αποκτά κανείς πλήρη συνείδηση των πραγμάτων.  Να αντιλαμβάνεται αυτό που συμβαίνει τώρα : λχ τη σημερινή μας κουβεντούλα,  όπως σας έλεγα πριν.  

  Άφησα για το τέλος τη φράση που έλεγε η γιαγιά μου. Μια αγράμματη γυναίκα γεμάτη αγάπη και έγνοια για τους άλλους. Ένα πρόσωπο που με σφράγισε με τον τρόπο της :  «Κι έτσι που ήρθανε τα πράγματα , καλά είναι. Κι αλλιώς να είχαν έρθει, πάλι θα ήσαντε καλά».

        Υπάρχει σοφία σ’ αυτήν την οπτική,  όχι μοιρολατρία.  Γιατί πάνω απ’ όλα ήταν εκτιμητέο γι’ αυτήν το αγαθό της ζωής  ( ‘μέγα καλό και πρώτο’ λέει ο Σολωμός)•  κι οι χαρές της και οι πίκρες της είναι  οι όψεις του ίδιου νομίσματος.

Και τα δυο αυτά, αξεδιάλυτα, συγκροτούν τη ζωή – αν δεν είναι τόσο αβάσταχτα που να μας τσακίζουν. Γιατί και η βαθιά οδύνη αν δεν την ξεπεράσεις σε τρώει σαν το σαράκι, και η υπέρμετρη ‘ευτυχία’ αν δεν την κουμαντάρεις, σε οδηγεί στην τρέλα.  

                                     Κώστας Λογαράς