Η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσης

Της ΝΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ*
Με αφορμή την εξάπλωση της νόσου COVΙD-19, έχει ανακύψει -μεταξύ άλλων πολλών- το ερώτημα εάν ο εργαζόμενος σε μία ιδιωτική επιχείρηση είναι υποχρεωμένος να υπακούσει σε πιθανή εντολή του εργοδότη που επιβάλλει υποχρεωτικά τον εμβολιασμό του ή συνδέει τον μη εμβολιασμό του με αρνητικές συνέπειες (π.χ. με μετάθεση, με αλλαγή καθηκόντων ή ακόμα χειρότερα με απόλυση).
Το μέτρο του εμβολιασμού, καθ’ εαυτό, συνιστά ιατρική πράξη και άρα σοβαρή επέμβαση στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην ιδιωτική ζωή του ατόμου και δη στη σωματική και ψυχική ακεραιότητα αυτού. Κατ’ επέκταση το ερώτημά μας εντάσσεται στο γενικότερο ερώτημα εάν ο εργαζόμενος υπόκειται σε εντολές του εργοδότη που υπεισέρχονται στην ιδιωτική του ζωή και στην προσωπική του ελευθερία.
Ο κανόνας είναι ότι η ιδιωτική ζωή και η προσωπική ελευθερία του εργαζομένου δεν επιδέχονται επεμβάσεις του εργοδότη. Ο εργαζόμενος διαμορφώνει ελεύθερα την κοινωνική του ζωή, την πολιτική του τοποθέτηση, την ηθική του, τις θρησκευτικές και ιδεολογικές πεποιθήσεις του και οτιδήποτε ανάγεται στην έκφραση της προσωπικότητάς του, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επηρεάζεται δυσμενώς η εργασία του (π.χ. δεν είναι αδιάφορη η ροπή απασχολούμενου οδηγού της επιχείρησης στο αλκοόλ).
Η ιδιωτική ζωή λοιπόν είναι ο χώρος στον οποίο το ίδιο το άτομο «αυτοπροσδιορίζεται», η δε εξουσία αυτοπροσδιορισμού προκύπτει από το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής (άρθρα 5 και 9 του Συντάγματος).
Από την άλλη πλευρά, ο εργοδότης έχει τη θεμιτή εξουσία να διαρρυθμίζει τις ειδικότερες συνθήκες παροχής της εργασίας και να λαμβάνει όλες εκείνες τις οργανωτικές αποφάσεις που κρίνει αναγκαίες και κατάλληλες για την αποδοτικότερη και ομαλότερη λειτουργία της επιχειρήσεώς του. Κυρίως όμως έχει την υποχρέωση να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της υγείας και ασφάλειας μέσα στους χώρους εργασίας τόσο ως προς τους εργαζόμενους όσο και ως τους τρίτους με τους οποίους συναλλάσσεται. Το καθήκον αυτό αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών υγείας (π.χ. κλινικές) ή δομές που φιλοξενούν ευπαθείς ομάδες (π.χ. γηροκομεία), όπου η προστασία της ζωής και της υγείας είναι ακριβώς η ζητούμενη παροχή. Γι’ αυτό άλλωστε σε αυτές τις επιχειρήσεις τηρούνται αυστηρά υγειονομικά πρωτόκολλα κατά την εκτέλεση της εργασίας για την αποφυγή μετάδοσης νοσημάτων.
Υπ’ αυτήν την έννοια, ενώ κατά κανόνα αποκλείεται η επιβολή του εμβολιασμού σε όλους τους εργαζομένους ως γενικό μέτρο στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, δεν μπορεί να αποκλειστεί σε περιόδους υγειονομικής κρίσης, όπως η παρούσα, η λήψη απόφασης περί προγράμματος εμβολιασμού των εργαζομένων σε επιχειρήσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνται στο χώρο της υγείας και υπάρχει αυξημένος κίνδυνος είτε διασποράς της νόσου εντός των εργασιακών χώρων είτε μετάδοσής της σε ευπαθείς ομάδες – αποδέκτες των υπηρεσιών υγείας.
Η εργοδοτική αυτή απόφαση μπορεί να συνδυαστεί με εναλλακτικά μέτρα για όσους εργαζομένους αρνούνται να εμβολιαστούν (όπως π.χ. η συχνή υποβολή σε διαγνωστικά τεστ, η αλλαγή της θέσης ή του ωραρίου εργασίας, ώστε να περιορίζεται η επαφή με ασθενείς κ.ό.κ.).
Κατά τη γνώμη μας, όμως, δεν μπορεί η άρνηση εμβολιασμού, ακόμα και σε αυτές τις επιχειρήσεις, να οδηγήσει σε απόλυση, γιατί αυτό θα προσέβαλε τον πυρήνα του δικαιώματος εργασίας που είναι απαραβίαστος για κάθε εργαζόμενο.
Εν κατακλείδι, η συναίνεση παραμένει η θεμελιώδης προϋπόθεση του εμβολιασμού σε όλες τις επιχειρήσεις και η απαίτηση του εργοδότη για την ένταξη των εργαζομένων σε πρόγραμμα εμβολιασμού πρέπει να είναι αιτιολογημένη, χρονικά περιορισμένη, να στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα και να σέβεται την αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή να είναι απολύτως αναγκαία, κατάλληλη και πρόσφορη, προκειμένου να προστατευθεί το υπέρτατο αγαθό της υγείας και της ζωής των εργαζομένων και των τρίτων, αποδεκτών των υπηρεσιών υγείας και φροντίδας (π.χ. ασθενείς, ηλικιωμένοι, ευπαθείς ομάδες). Σε τελική ανάλυση, ο εργαζόμενος, όπως κάθε πολίτης, απολαμβάνει τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει το Σύνταγμα, όχι μόνο ως άτομο αλλά και ως μέλος του κοινωνικού συνόλου (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος) και οφείλει να ανταποκρίνεται σε ένα ελάχιστο «χρέος αλληλεγγύης» (άρθρο 25 παρ. 4), ιδίως όταν η εκπλήρωση αυτού του χρέους περιορίζει ή, ορθότερα, προσδιορίζει τις παρυφές των ατομικών ελευθεριών του και όχι τον απαραβίαστο πυρήνα τους.
*Η Νίκη Γεωργιάδου είναι δικηγόρος ΔΝ, επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών.