Πανδημία και θεατρική γραφή

Εργα με σημείο αναφοράς μια πανδημία, πραγματική ή συμβολική, έχουν γραφεί στο άμεσο ή και στο απώτερο παρελθόν -μερικά μάλιστα έχουν μεταφερθεί με επιτυχία και στο θέατρο. Σε προηγούμενο κείμενό μου έχω αναφερθεί σε αυτά. Ηρθε όμως ο καιρός να γραφούν καινούργια -αν δεν έχουν γραφεί ήδη ή δεν γράφονται στον παρόντα χρόνο. Ο καιρός του κορονοϊού παρέχει κατάλληλα ερεθίσματα και πολλαπλές προκλήσεις για ανανέωση αυτής της θεματολογίας.
Κάθε είδος γραφής, από το χρονογράφημα και τη μικρή φόρμα, που είναι το διήγημα, μέχρι τη σύνθετη μορφή του μυθιστορήματος και από το δοκίμιο έως την ποίηση και το θέατρο, θα μπορούσαν να δοκιμαστούν στο νέο αυτό θεματικό στίβο, που ανοίγεται τόσο σε φτασμένους και αναγνωρισμένους όσο και σε επίδοξους και εκκολαπτόμενους συγγραφείς. Μήπως για ένα σύγχρονο «έργο επιδημίας» πρέπει να ξαναδιαβάσουμε τον Μπέκετ, καθώς στα έργα του η ανθρώπινη κατάσταση παρουσιάζει αναλογίες και παραλληλίες με όσα βιώνει ο άνθρωπος σήμερα;
Οσο κι αν ακούγεται παράδοξο, η θεατρική γραφή, η οποία με μοναδικό τρόπο αφήγησης τον διάλογο καλείται να εκφράσει όχι μόνο τον εσώτερο ψυχικό κόσμο των ηρώων αλλά και να υποκαταστήσει την απουσία της περιγραφής και της διήγησης, μπορεί κάλλιστα να ανταποκριθεί στη νέα θεματική. Να εκφράσει το λόγο και τον αντίλογο, τις αντιφάσεις και τις αντινομίες, την αμφιθυμία και τη ρευστότητα των πραγμάτων και της ανθρώπινης ύπαρξης του παρόντος.
Ποικίλες θα μπορούσαν να είναι οι οπτικές γωνίες μιας τέτοιας θεατρικής συγγραφικής απόπειρας, όσες και οι προκλήσεις των καιρών μας: Να μας ταξιδέψει πίσω στον χρόνο, διερευνώντας την αίσθηση της αρχής, όταν πρωτομαθαίναμε για τον covid-19, όταν γεννιούνταν τα πρώτα συναισθήματα και οι πρώτες σκέψεις για την πανδημία. Να διεκτραγωδήσει το αίσθημα της ανίας και της αναμονής του κόσμου, θέμα που κατέχει μια περίοπτη θέση στην ιστορία της συγγραφής, με αποκορύφωμα το αριστούργημα του Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό» και τους δύο συμπαθείς ήρωές του, τον Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν.
Καθώς ο covid-19 αποκαλύπτεται ένας ασυμπτωματικός ιός και η μετάδοσή του μια αόρατη απειλή, στον νου ενός συγγραφέα, αυτή η εν κρυπτώ δρώσα μόλυνση θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μία ισχυρή και επιδραστική μεταφορά για να αναχθεί σε ένα άλλο επίπεδο και να μιλήσει για τη βιολογική, οικολογική και ηθική μόλυνση στην εποχή μας. Να διαπραγματευθεί επίσης τον μύθο της «συλλογικής» ευθύνης και της καθολικής ισχύος των περιοριστικών μέτρων σε συνάρτηση με την απείθεια σ’ αυτούς των οικονομικά ισχυρών και προνομιούχων χωρίς τιμωρία. Να δραματοποιήσει επομένως τη λαϊκή οργή απέναντι στο σπάσιμο των κανόνων και την υφιστάμενη αδικία.
Αλλά μήπως δεν είναι ένα άριστο πεδίο για δυνατή και συγκινησιακά φορτισμένη συγγραφική έμπνευση η φράση «δεν μπορώ να αναπνεύσω», στην οποία, σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, συνοψίζεται η κορύφωση της υπαρξιακής αγωνίας ενός πάσχοντος ενώ σε ένα δεύτερο -μεταφορικό και συμβολικό- παραπέμπει στην ίδια εναγώνια φράση «I can’t breathe», που πρόφερε ξεψυχώντας ο άτυχος Αφροαμερικανός, πέφτοντας θύμα της αστυνομικής βίας; Το αίσθημα ασφυξίας ενός ανθρώπου, που μας στοίχειωσε και θα μας στοιχειώνει για πολύ καιρό, αναμένει τη δραματοποίησή του.
Μια περιοχή επίσης, που μπορεί να τροφοδοτήσει ένα «έργο επιδημίας» είναι και η χρήση της υγειονομικής μάσκας, ενός αμφιλεγόμενου μέσου προστασίας και αντικειμένου απεχθούς από πολλούς, που μας μετέβαλε από πρόσωπα σε προσωπεία, όχι για λόγους ερμηνευτικούς όπως το θέατρο, ούτε για λόγους ψυχαγωγίας και φυγής από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, όπως το καρναβάλι. Φανταστείτε, λοιπόν, ένα έργο στη σκηνή, στο οποίο η ανθρωπότητα να ρίχνει στην πυρά τις μάσκες ως μια συμβολική κίνηση απαλλαγής από το δυστοπικό σκοτάδι ενός εφιάλτη που έζησε.
Στο ίδιο κλίμα αισιοδοξίας, αν και όχι χωρίς επιφυλάξεις και σκεπτικισμό, μπορεί να κινηθεί και μια θεατρική σύνθεση-σπουδή στην ελπίδα, που γεννάει η επινόηση του εμβολίου, η έξοδος από τον εφιάλτη και η είσοδος σε μια νέα εποχή επανάκτησης της χαμένης μας ζωής. Μια σκηνική μελέτη ενός μέλλοντος ή ενός πιθανού μέλλοντος στη μετά κορονοϊό εποχή, στην οποία θα πλανάται το ερώτημα: Εχει η ελπίδα λιγότερη ή περισσότερη δύναμη από τον φόβο, που βιώσαμε;
Η τέχνη εμπνέει τη ζωή και αμφίδρομα η ζωή την τέχνη. Στην προκειμένη περίπτωση η ζωή, αρνητικά πιο ευφάνταστη από την τέχνη, έστησε μπροστά μας εφιαλτικά σενάρια, που μας δοκίμασαν και μας δοκιμάζουν. Η τέχνη ακολουθώντας την, κάποια στιγμή θα τα υλοποιήσει.

Της ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΚΟΚΚΟΤΑ