Αντώνης Φωστιέρης: «Σε όλη μας τη ζωή γράφουμε ένα μόνο βιβλίο»

Με αφορμή την προ τεσσάρων μηνών κυκλοφορία της ποιητικής του συλλογής με τίτλο «Θάνατος ο Δεύτερος» (εκδ. Καστανιώτη), ο Αντώνης Φωστιέρης μας ξεναγεί στο σαγηνευτικό σύμπαν της νέας του δημιουργίας. Η οποία σε καλεί -και προκαλεί- σε απανωτές καταδύσεις στα βάθη της, απ’ όπου αναδύεσαι, κάθε φορά, έχοντας ανακαλύψει έναν μικρό θησαυρό.
«Θάνατος ο Δεύτερος» η νέα σας ποιητική συλλογή. «Ακούγεται» σαν συνέχεια της εκδοθείσας το 1987 «Το θα και το να του θανάτου». Υπάρχει κάποιος κρίκος που τις συνδέει πέραν του ότι στο ποίημα «Αλλότριον φως» συναντάμε τον στίχο: «Το θα ή το να που ψιθυρίζει ο θάνατος»;
Εχει αποκτήσει ισχύ αξιώματος η πεποίθηση ότι σε όλη μας τη ζωή γράφουμε ένα μόνο βιβλίο, το ίδιο πάντα, σε μια διαδικασία εν εξελίξει και γύρω από σταθερούς βασικούς άξονες, προσθέτοντας ίσως καινούργιες αποχρώσεις κάθε φορά, φωτίζοντας ίσως περισσότερο κάποιες πτυχές. Στην περίπτωση των δικών μου συλλογών αισθάνομαι πως το αξίωμα έχει μάλλον απόλυτη εφαρμογή, καθώς βλέπω πως όλες μετέχουν σε μια μακροχρόνια σκυταλοδρομία συνεχίζοντας η καθεμιά εκεί που σταμάτησε η προηγούμενη, εμφανίζοντας κάποια κοινά μεταξύ τους γνωρίσματα, θεματικά ή μορφολογικά, και λειτουργώντας ως μεγάλες ψηφίδες σε μιαν ευρύτερη πανοραμική εικόνα.
Υπάρχουν στοιχεία που λειτουργούν ως συνδετικοί ιστοί, είτε στο εσωτερικό μιας συλλογής είτε μεταξύ διαφορετικών συλλογών: Μοτίβα που ηθελημένα επανέρχονται, στίχοι που επαναλαμβάνονται αυτούσιοι ή παραλλαγμένοι, ποιήματα που ξεκινούν ή τελειώνουν με τον ίδιο στίχο, ποιήματα που έχουν ως πρώτο στίχο τον τελευταίο ενός άλλου, τίτλοι που αλληλοσυμπληρώνονται, ποιήματα που παραπέμπουν σε προηγούμενα προεκτείνοντας ή ανατρέποντας το νόημά τους, ποιήματα με πανομοιότυπο τίτλο κ.λπ. Ο στίχος «Το θα ή το να που ψιθυρίζει ο θάνατος» υπάρχει, όπως επισημαίνετε, στον πρόσφατο «Θάνατο τον Δεύτερο» και είναι πράγματι παραλλαγή στίχου από «Το θα και το να του θανάτου», με διαφορετική όμως εννοιοδότηση. Αλλωστε, θα ‘λεγε κανείς ότι, πέρα από κάθε ουσιαστική του σημασία, ο τίτλος «Θάνατος ο Δεύτερος» μπορεί να δηλώνει υπαινικτικά και το ότι είναι η δεύτερη φορά που η λέξη «θάνατος» χρησιμοποιείται σε τίτλο συλλογής μου.

«Ως έπαθλο/ Που ‘μεινε ανέγγιχτο/ Κι αράχνιασε στο ράφι» χαρακτηρίζετε, στο ομότιτλο της συλλογής, τα δώρα που έχουν δοθεί σε κάποιον ζωντανό. «Ομως το φως του ήλιου ο έρωτας/ Οι τρίλιες τ’αηδονιού η πανσέληνος/ Είναι κτερίσματα για τον νεκρό που επέζησε/ Αυτόν που πέθανε νοερά/ Κι ανέστη ολόχαρος». Ενδιαφέρουσα προσέγγιση της δολιότητας του «Δεύτερου Θανάτου». Ετσι δεν είναι;
Η φράση «Θάνατος ο Δεύτερος» είναι δανεισμένη από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, όμως η σημασία της είναι στις δύο περιπτώσεις εκ διαμέτρου αντίθετη. Στην Αποκάλυψη αναφέρεται σε σχέση με «την λίμνην του πυρός» και τη μεταθανάτια Εσχάτη Κρίση, ενώ στο ποίημά μου δεν υπονοείται η φυσική απώλεια, αλλά ένας νοερός θάνατος εν ζωή, που οδηγεί σε άμεση, πάλι νοερή, ανάσταση: η εγκατάλειψη ενός ανυποψίαστου εαυτού και ταυτόχρονα η γέννηση ενός άλλου, πνευματικότερου, που είναι σε θέση να αναγνωρίσει το μεγάλο προνόμιο της ύπαρξης, να βιώσει συνειδητά το κάθε δευτερόλεπτο που του χαρίστηκε, και να εισπράξει με τις αισθήσεις και με τον νου το ύψιστο νόημα της ζωής σε κάθε της έκφανση -ακόμη και το ύψιστο νόημα της έλλειψης νοήματός της.
«Ο γρίφος του άγραφου»
Στον «Γρίφο του άγραφου», απευθυνόμενος στον άγνωστο αναγνώστη, καταδεικνύετε τον μόχθο, την πάλη του ποιητή με τις λέξεις και δη μέχρι να ολοκληρώσει τον τελευταίο στίχο του ποιήματος. Μιλήστε μας γι’ αυτόν τον ανελέητο «γόρδιο γρίφο του άγραφου». Τι θέλετε να «διαβάζετε» σε κάθε ποίημά σας για να βάζετε -ικανοποιημένος- την τελεία;
Ξεκινώντας να γράφεις δεν έχεις πλήρη εικόνα του κειμένου που θα προκύψει. Δεν προϋπάρχει ολόκληρο σε κάποιο ιδεατό σύμπαν, ούτε ξεπετάγεται ακέραιο όπως η θεά Αθηνά από το κεφάλι του Δία. Εμφανίζεται σιγά-σιγά και λέξη με λέξη, άλλοτε τρέχοντας και άλλοτε σκοντάφτοντας σε κάθε βήμα, προχωρώντας και ξαναγυρίζοντας προς τα πίσω, με παλινωδίες και προσθαφαιρέσεις, με μικρές ή μεγάλες ανατροπές πότε στο νόημα και πότε στον ρυθμό. Ο κεντρικός θεματικός πυρήνας και το κυρίαρχο συναίσθημα μπορεί να υπάρχουν εξαρχής, όμως χρειάζεται διαρκής επαγρύπνηση για να μην σε παρασύρουν οι ίδιες οι λέξεις στη ροή τους, οι έτοιμες φόρμες και οι πάγιες συντακτικές δομές, που μπορεί να σε στρέψουν χωρίς να το καταλάβεις προς άλλες κατευθύνσεις, με κίνδυνο να εκφράσεις εντέλει κάτι πολύ διαφορετικό από εκείνο που πραγματικά θέλεις.
Και εδώ έγκειται η τραγική ειρωνεία: Ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να διαβάζει το ποίημα στην τελική του μορφή, ενώ ο δημιουργός του, ως την τελευταία στιγμή, τη μορφή αυτή δεν την ξέρει, αλλά καταβάλλει προσπάθειες για να τη σχηματίσει. Και αν, παρ’ όλες τις προσπάθειες, δεν μπορεί να «διαβάσει» αυτό που θα ήθελε και να λύσει με επιτυχία τον γρίφο του άγραφου πάνω στο χαρτί, υπάρχει πάντα η συνταγή του γόρδιου δεσμού: «Ο,τι δεν λύεται κόπτεται». Κόπτεται σε μικρά κομματάκια και καταλήγει στον κάλαθο.
Μια γκρίζα χροιά καλύπτει αρκετά ποιήματά σας. Σηκώνετε αυλαία, όμως, στην αισιοδοξία με το ποίημα «Ανταπόδοση»: «Δες πόσο μίζερη καμιά φορά η γλώσσα/ Πόσο αχάριστη./ Το πιο μεγάλο δώρο/ Το ανταπέδωσε/ Με το μικρότερο/ Μικρό της ρήμα:/ ”Ζω”». Τι σας γοητεύει στις αντιθέσεις;
Τα πάντα υπάρχουν χάρη στο αντίθετό τους. Και τίποτα δεν γεννιέται έχοντας κολλημένο επάνω του οποιοδήποτε διακριτικό πρόσημο, ούτε «καλό» ούτε «κακό», ούτε «ωραίο» ούτε «άσχημο», ούτε «μικρό» ούτε «μεγάλο». Οι αξιολογήσεις και οι αντιθέσεις προκύπτουν με δική μας και μόνο παρέμβαση. Η μάνα φύση γεννάει τα πράγματα γυμνά και ανώνυμα. Ούτε τα ονομάζει ούτε τα κρίνει. Για εκείνη το πανίσχυρο λιοντάρι δεν έχει όνομα, δεν λέγεται «λιοντάρι», ούτε το καταδικάζει αν λιανίζει μιαν αδύναμη δορκάδα που βόσκει αμέριμνα. Αδιαφορεί πλήρως. Ή μάλλον δεν αδιαφορεί, αλλά είναι εκείνη που επέτρεψε να συνυπάρχουν ελεύθερα όλες οι αντιθέσεις -αυτές δηλαδή που εμείς ονομάζουμε αντιθέσεις χωρίζοντας τον κόσμο στα δύο, με βάση τα κελεύσματα της ηθικής, της αισθητικής, της θρησκείας, της επιστήμης. Αν λοιπόν κάτι με γοητεύει στη διελκυστίνδα των αντιθέσεων δεν είναι η επικράτηση του ενός από τα δύο μέρη, αλλά η δυνατότητα της διαλεκτικής τους σχέσης, η σύνθεσή τους σε ενιαίο μόρφωμα που να περιέχει στοιχεία και των δύο, η επιστροφή στον χαμένο παράδεισο της ενότητας, πριν πετάξει κλαδιά και παρακλάδια, πριν βγάλει καρπούς το δέντρο της γνώσης του Καλού και του Κακού.
Συνέντευξη στην Κρίστυ Κουνινιώτη