Κατερίνα Γκατζόγια: «Οι περισσότεροι από εμάς δεν «ζούμε» τη ζωή, αυτό που φανταζόμαστε»

Ως Σάντρα μας συστήνεται επί σκηνής η Κατερίνα Γκατζόγια, η οποία σήμερα μιλά στο pelop.gr για την ηρωίδα της, την εκδίκηση, για το ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα, το τέλειο έγκλημα και πολλά άλλα.

Κατερίνα

Ο θεατρικός μονόλογος «Μαύρο Γιασεμί» της Μαρίας Μαραγκουδάκη μετά τις εξαιρετικές κριτικές που έλαβε στην περιοδεία των παραστάσεών του, έρχεται στην Πάτρα για μια παράσταση τη Δευτέρα 23 Μαΐου στο Επίκεντρο+.

Πρόκειται για τον μονόλογο μιας νεαρής κομμώτριας, της Σάντρας, όταν βγάζει το προσωπείο της ηθοποιού, που πάντα ήθελε να γίνει, και αφήνει τον εαυτό της γυμνό στην περιπέτεια ενός φλεγόμενου “εγώ”, εξιστορώντας χιουμοριστικά την πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, υπό το πρίσμα ενός ερωτικού σκανδάλου.

Ως Σάντρα μας συστήνεται επί σκηνής η Κατερίνα Γκατζόγια, η οποία σήμερα μιλά στο pelop.gr για την ηρωίδα της, την εκδίκηση, για το ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα, το τέλειο έγκλημα και πολλά άλλα.

Ξεκινάμε με ένα παράδοξο, που είναι ο τίτλος του έργου: Μαύρο Γιασεμί.

Παρά το ότι είναι μαύρο το γιασεμί αφήνει ένα ολόλευκο «άρωμα», γιατί έχουμε λύση, έχουμε κάθαρση στο τέλος. Οπότε η κάθαρση είναι το λευκό, το άσπρο, το καθαρό. Θα μπορούσε να λέγεται και «Λευκό Γιασεμί», αλλά στο θέατρο και στην υποκριτική περισσότερο, η κόντρα είναι θα έλεγα πιο «τραβηχτική». Είναι ένα ερωτηματικό γιατί είναι μαύρο το γιασεμί; Από εκεί ξεκινάμε, από το γιατί. Άλλωστε, το μαύρο και το λευκό είναι τόσο κοντά.

Και το «Μαύρο Γιασεμί» είναι η Σάντρα. Ποια είναι η Σάντρα;

Η Σάντρα είναι μία κομμώτρια, η οποία θεωρεί ότι αδικήθηκε από τη ζωή από τη μία, ή ότι η ίδια αδίκησε τη ζωή της από την άλλη. Υπήρχε μία δειλία στο βίο της ζωής της η οποία ξαφνικά μέσα από κάποια γεγονότα μετατρέπεται σε θυμό. Ο θυμός της λοιπόν ακολούθως μετατρέπεται σε οργή, αυτοσαρκάζεται, επικρίνεται η ίδια με αποτέλεσμα να την καλύπτει ο εγωισμός της και να γίνεται βάθρο και έτσι πετάγεται η ίδια και βάζει έναν στόχο να εκδικηθεί μέσα από όλες αυτές τις συναισθηματικές εναλλαγές που αναφέραμε.

Η εκδίκηση σε κάνει θύμα ή θύτη. Ή η Σάντρα είναι και τα δύο;

Είναι απ’ όλα. Το θύμα μετατρέπεται σε θύτη, αλλά δεν θα ήθελα να αποκαλύψω πολλά. Όμως θα θέσω ένα ερώτημα: Ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα; Εδώ μπερδευόμαστε. Και αυτό είναι κάτι που θα το ανακαλύψουμε στο τέλος του έργου, καθώς ως εκεί μας κρατάει σε αγωνία.

Η πλοκή είναι λίγο νουάρ, αλλά διακρίνω και αρκετό χιούμορ.

Ναι, έχει αρκετό χιούμορ. Στην αρχή μας δίνει τα στοιχεία της η Σάντρα, μέσα από τον ρόλο της ως κομμώτρια. Μέσα από το χιούμορ της. Πώς έγινε κομμώτρια, πώς της άρεσε από μικρή να χτενίζει κούκλες, πώς έμαθε μανικιούρ – πεντικιούρ, πώς το φόρτε της είναι οι βαφές και ειδικά οι κόκκινες ανταύγειες… Μας λέει για τις σπουδαίες πελάτισσες που είχε… Και όλα αυτά μας τα λέει με χιούμορ. Μην ξεχνάμε πως το «από κάτω», αυτό που την βασανίζει και είναι σε όλο το έργο πρωταγωνιστής, είναι ότι η κομμώτρια αυτή ήθελε να γίνει ηθοποιός.

Η Σάντρα θα μπορούσε να είναι ο καθένας από εμάς, απλά έτυχε να είναι κομμώτρια. Και το όνειρο πολλών είναι το να γίνουν ηθοποιοί; Γιατί;

Από τη μία είναι το ότι οι περισσότεροι από εμάς δεν «ζούμε» τη ζωή, αυτό που φανταζόμαστε, λόγω της κοινωνίας που έρχεται να στραγγαλίσει κάθε διαφορετικό, μιλώντας για κάθε είδους διαφορετικότητα σε όλες της τις πτυχές. Και αφού αυτό δεν μπορούμε οι άνθρωποι να το κατακτίσουμε, το σανίδι μας δίνει την δυνατότητα και την ελευθερία να είμαστε μέσα από τους ρόλους μας κάποιοι άλλοι που πολύ πιθανόν θα θέλαμε να είμαστε μέσα από την καθημερινότητά μας. Μια άλλη ερμηνεία είναι ότι επάνω στην σκηνή είμαστε ναι μεν ελεύθεροι αλλά όλο αυτό θρέφει και έναν ναρκισσισμό που υποβόσκει. Θεωρώ ότι όλοι οι καλλιτέχνες, ειδικά οι ηθοποιοί, έχουν ένα μεγάλο ναρκισσιστικό κομμάτι που είναι αδούλευτο και ακαλλιέργητο τις περισσότερες φορές. Δεν πάμε όλοι σε ψυχολόγο για να βρει τα ναρκισσιστικά μας κομμάτια και να τα δουλέψει.

Κατερίνα

Μονόλογος. Πόσο δύσκολο είναι να αναμετριέσαι πάνω στη σκηνή, μη έχοντας ένα στήριγμα; Πόσο δύσκολο ή πόσο απελευθερωτικό είναι;

Για εμένα είναι λύτρωση. Μου αρέσει αυτή η έκθεση, γιατί από πολύ μικρή – όπως μου λένε οι γονείς μου και θυμάμαι και εγώ – ήθελα να γίνω ηθοποιός. Έκανα την Βουγιουκλάκη, έπαιζα διάφορους ρόλους, με τα παιδιά της γειτονιάς όταν έπαιζα, πάντα έπαιρνα ένα ξύλο και το έκανα μικρόφωνο για να κάνω σόου και τραγουδούσα. Μάλλον ερμηνεύτρια ήθελα να γίνω, τραγουδίστρια, αλλά τελικά με κέρδισε το θέατρο. Ίσως και εμένα ένα κομμάτι μου ναρκισσιστικό να είναι αυτό που με οδηγεί στους μονολόγους, γιατί από το ’14 έχω κάνει αρκετούς μονολόγους. Μπορώ να πω μόνο μονολόγους πλην της «Άδειας παρένθεσης» της Γεωργίας Δρακάκη που είμασταν 3 πρόσωπα.

Τι προσφέρει στη δική σου περίπτωση ο μονόλογος;

Μου δίνει χαρά όλο αυτό, παρά το «εξαντλητικό» της έκθεσης αυτής. Μου δίνει αυτή την αμεσότητα ότι είμαι εδώ και βλέπω όλους σας έναν- έναν… κάνω μια διάδραση, προσπαθώ με όλους τους ανθρώπους να αφουγκραστώ τις ψυχές, να δώσω τη δική μου ψυχή, τις πολυπλευρότητες του ταλέντου που πιστεύω ότι έχω πέραν της τεχνικής. Από την φύση μου είμαι ένα κοινωνικό άτομο, με την πρώτη επαφή με τον άλλο θα δώσω όλα τα μου συναισθήματα με τη μία και αυτό το ξεκάθαρο που έχω ως άνθρωπος προσπαθώ να κοινωνήσω και πάνω στη σκηνή μέσα από τον κάθε μονόλογο.

Με την Σάντρα πόσο δέθηκες;

Πάρα πολύ έχω δεθεί με την Σάντρα! Την αγάπησα μέσα από τον πόνο και τις χαρές της, τις ζω μαζί της λέξη – λέξη. Όπως περπατάει εκείνη, αφηγείται εκείνη, αφουγκράζεται εκείνη, προσπαθεί εκείνη να μας περάσει όλη της την ψυχοσύνθεση, το ίδιο κάνω και εγώ. Ταυτίστηκα νομίζω με την Σάντρα. Την ακούμπησα με τρυφερότητα, με ευαισθησία, προσπαθώ να βγάλω το χιούμορ της, να δω γιατί είναι τόσο θυμωμένη, γιατί παθιάζεται από το μισό του έργου και μετά και βλέπουμε κάτι που δεν περιμένουμε… Εκεί με έχει παιδέψει γιατί το δεύτερο μέρος του έργου είναι και το πιο δυνατό, μας πάει προς τη λύση, προς την κάθαρση και προσπαθώ να βρω γιατί έφτασε εκεί που έφτασε. Πώς κατέστρωσε όλο αυτό το σχέδιο.

Μιλάς συνέχεια για κάθαρση, η οποία είναι γνώρισμα της τραγωδίας. Είναι το «Μαύρο Γιασεμί» μια σύγχρονη, μια καθημερινή, ανθρώπινη τραγωδία;

Είναι. Και ειδικά στις μέρες μας που ζούμε τόσες δολοφονίες δυστυχώς, τόσες κακοποιήσεις γυναικών… Είναι πολύ σύγχρονο, είναι η γυναίκα της διπλανής πόρτας. Που όταν μαθαίνεις κάτι που έγινε δίπλα σου λες «δεν το περίμενα, ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος, μια καλή κυρία, την έβλεπα αλλιώς». Και όμως μπορεί να συμβεί στον οποιοδήποτε. Τίποτα δεν μας αποκλείει από τίποτα, γιατί ο άνθρωπος είναι γεμάτος πάθη, λάθη, αδούλευτα κομμάτια που δεν ξέρεις ποτέ πώς θα βγουν. Είναι αυτό που λέει ο λαός «ποτέ μην λες ποτέ».

Υπάρχει και ο στίχος που λέει «κ’ ύστερα λένε πως φταίει ο φονιάς». Υπάρχουν περιπτώσεις που μπορείς να καταλάβεις στο πώς έφτασε κάποιος σε κάτι τόσο σκληρό όπως η αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής και ίσως κάποια στιγμή να του δώσεις δίκιο;

Ναι, παρά του ότι δεν έχουμε δικαίωμα να αφαιρέσουμε μια ανθρώπινη ζωή ως ανθρώπινα όντα που είμαστε, τόσο όσον αφορά την υπαρξιακή φιλοσοφία όσο και τη θρησκεία, αφήνω ίσως και εγώ μέσα μου κάποια μικρά φωτάκια που φωτίζουν αυτές τις σκιές… Λες καταλαβαίνω γιατί έφτασε ο άλλος ως εκεί, γιατί έκανε ένα μεγάλο μπαμ και εκείνη τη στιγμή δεν λειτούργησε η λογική – δυστυχώς – αλλά τα ένστικτα και τα πάθη.

Υπάρχει το τέλειο έγκλημα;

Νομίζω πως ναι. Στο «Μαύρο Γιασεμί» υπάρχει το τέλειο έγκλημα, γιατί σχεδιάζεται τόσο ωραία με την γραφίδα της εκδίκησης… Κάτω από τα συναισθήματα της ματαίωσης, της μοναξιάς, του μίσους, της εκδικητικότητας, της απόρριψης, των οιδιπόδειων συμπλεγμάτων της, καταφέρνει και σχεδιάζει ένα τέλειο έγκλημα. Νομίζω ότι είναι το πιο τέλειο έγκλημα που έχω δει ποτέ!

Και αν σου ζητούσα να μου πεις γιατί να έρθει κάποιος να δει την Σάντρα επί σκηνής;

Γιατί πιστεύω ότι θα βρει πολλά κομμάτια ο ίδιος από τον εαυτό του, θα ταυτιστεί με την Ιθάκη της Σάντρας. Μετά μπορεί και ο ίδιος να απαντήσει σε κάποια ερωτηματικά. Θα απαντηθούν και κάποια υπαρξιακά ερωτήματα στον καθένα μας και ίσως θα μπορεί εδώ να αυτοελεγχθεί αν ο ίδιος βρεθεί σε κάποια παρόμοια κατάσταση. Να θέσει στον εαυτό του το ερώτημα όταν η θερμοκρασία του εσωτερικού βρασμού του φτάσει στο ζενίθ τι θα κάνει, θα μπορέσει να συγκρατηθεί και να αναμετρηθεί με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ή θα προχωρήσει σε μια κίνηση που θα αποβεί μοιραία και για τους δύο;

* Η ταυτότητα της παράστασης

Σκηνοθεσία: Γιώργος Τζαβάρας

Ερμηνεία: Κατερίνα Γκατζόγια

Βοηθός σκηνοθέτη – Coaching / επιμέλεια κίνησης: Λίζυ Ξανθοπούλου

Φωνή δημοσιογράφου: Ηλίας Γκογιάννος

Μουσική επιμέλεια: Νίκος Επίσκοπος

Διάρκεια παράστασης: 60 λεπτά

Ημερομηνία και ώρα παράστασης: 23 Μαΐου στις 21:15

Γενική είσοδος: 10 ευρώ

Πληροφορίες – κρατήσεις: τηλ. 2610-461050

Προπώληση: https://www.viva.gr/tickets/theater/to-mauro-giasemi/