Οταν ο «Γαλιλαίος» ήρθε στην «Πελοπόννησο» – Ο Κώστας Καζάκος στα γραφεία της «Π»
Οταν η «Π» υποδεχόταν τον Κώστα Καζάκο στα γραφεία της.
Εμβληματικός πρωταγωνιστής σε αξέχαστες ταινίες και θεατρικά, σφράγισε μια εποχή ειδώλων, εποχή αθωότητας όπως έχει αποκληθεί.
Μας ειδοποιούν από το ΔΗΠΕΘΕ ότι ο Κώστας Καζάκος μας επισκέπτεται μια ωραία πρωία και αφού έχει αναλάβει καθήκοντα καλλιτεχνικού διευθυντή και αφού έχουμε υποδεχθεί την είδηση με αιχμές για κομματικό παρασκήνιο και μια επιλογή που ουσιαστικά επιβλήθηκε στην πόλη.
Οταν καταφθάνει στα γραφεία της Βαλτετσίου, όπου έχουμε μεταβατικά εγκατασταθεί, ογκώδης, βαρύς, επιβλητικός, βλοσυρός, αλλά χωρίς καμία διάθεση να μιλήσει για παρασκήνια και τα τοιαύτα, για λόγους στρατηγικής, αλλά και αίσθησης αναστήματος: Θα ήταν πολύ μικροπρεπές να συνοδεύεται από συννεφιές ανάρμοστες για τη διαδρομή και την προσωπικότητά του. Με τον τρόπο του, σου λέει «αφήστε τα αυτά».
Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που εισπνέει κανείς συναντώντας έναν Κώστα Καζάκο. Χαρακτήρας, αυτοσεβασμός, αυτοεκτίμηση, στιβαρότητα και πείσμα.
Πριν καθίσει στην αίθουσα των συσκέψεων και της υποδοχής, κάθονται στη μνήμη μας οι φορές που δίχως εκείνος να το ξέρει διασταυρωθήκαμε μαζί του, πέρα από σινεμάδες και «Ορατότητα Μηδέν», και τα γνωστά και αγαπημένα της οθόνης.
– Ετος 1975. Θέατρο Πάνθεον, έκθαμβοι πιτσιρίκοι ρουφάμε Καρέζη- Καζάκο με Σπ. Κωνσταντόπουλο και Μοσχίδη, και Δημητράτο αντί Ξυλούρη, στο Μεγάλο Μας Τσίρκο, μια αίθουσα παλλόμενη και αποσβολωμένη μαζί, ο ορισμός της μαγικής παράστασης, αποπνέει την αίσθηση της λύτρωσης από τη χούντα, ένας μαθητής κάνει το σήμα της νίκης στην Καρέζη, εκείνη ανταποδίδει, τα μάτια των δύο πρωταγωνιστών ευτυχισμένα και λαμπερά, ελεύθεροι και δικαιωμένοι και καταξιωμένοι.
– Και επτά χρόνια αργότερα, Αθήνα, οδός Ακαδημίας, Καζάκος και Καρέζη ξαναπέφτουν στα πολύ βαθιά, αναμετρώνται με τους τρομερούς ρόλους του Αλμπι, Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, αναμετρώνται όμως στην ουσία με Μπάρτον – Τέιλορ που έχουν ενσαρκώσει τους ήρωες στο σινεμά, μαζί τους Βαλτινός – Λαζαρίδου, σκηνοθετεί ο Ζυλ Ντασέν και η θεατρική Αθήνα, τρέχει, συγκρίνει, διχάζεται.
Και να τώρα, έτος 2015, σαράντα και σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, υποδεχόμαστε ένα καλλιτεχνικό ιερό τέρας, έναν άνθρωπο που σου δίνει την αίσθηση ότι τρώει τους άλλους με το βλέμμα, αλλά στην πραγματικότητα είναι ανοικτός και προσεγγίσιμος. Μας παραξενεύει – κι ακόμα και σήμερα δεν έχουμε ερμηνεύσει την αιτία – ότι δεν δείχνει να χαίρεται που είμαστε μερικώς μάρτυρες του κραταιού του θεατρικού παρελθόντος. Ενδεχομένως δεν θέλει αφηγήσεις και παρεμβολές που χαλάνε τη γεωγραφία και τη γεωμετρία της συζήτησης, έτσι όπως την έχει σχεδιάσει στο μυαλό του σαν παράσταση, σαν να προβάρει ήδη μέσα του τον ρόλο του Γαλιλαίου, ένα έργο που στρέφεται γύρω από έναν πλανήτη, που δεν είναι, τόσο ο Γαλιλαίος, όσο ο Μπρεχτ και η σκέψη του. O ίδιος ο Καζάκος, που ασφαλώς και δικαιωματικά θα πάρει πάνω του όλη τη συζήτηση, είναι Μπρεχτικός, όντας κατηχημένος και ζυμωμένος με τον θεατράνθρωπο και διανοητή, και περνώντας τώρα στη φάση του κατηχητή, αλλά και χωρίς να απεκδύεται την ιδιότητα του ηθοποιού, που δείχνει ότι θα την κρατήσει όσο το σαρκίο και η διάνοιά του το επιτρέπουν.
Είναι ογκώδης, δυσκίνητος, αλλά η κουβέντα, όπως και η υποκριτική επί σκηνής -δεν ξεχωρίζουν αυτά τα δύο στους μεγάλους ηθοποιούς- τον κάνουν ελαστικό και τον επεκτείνουν στον χώρο.
Μιλάει για ένα θέατρο ως «πιο άμεση και δραστική μορφή κοινωνικής συνείδησης», σκοπεύει να συναντήσει τον λαό μέσω της τέχνης, αναβιώνοντας το Αρμα Θέσπιδος, περιγράφει τα σχέδιά του, τα αιτιολογεί, αφηγείται τα ξεκινήματα του, με ένα αίσθημα κοινότητας που αντλεί από τις προσωπικές του μνήμες από τον Πύργο, τις διώξεις, τις δυσκολίες.
Είναι ένας άνθρωπος δικαιωμένος μέσα από τους αγώνες, τον μόχθο, τη σκέψη, δυνατός στο παιχνίδι της ζωής, δόμησε μια νέα προσωπική συνθήκη ξεπερνώντας ένα δράμα και μια περίοδο που τον προσδιόρισε καλλιτεχνικά, ατομικά, αλλά και σαν διασημότητα, που όμως δεν επέτρεψε να τον δεσμεύσει στο υπόλοιπο του βίου του περιοριστικά. Εμμεσα δηλώνει τι σκοπεύει να δώσει στην πόλη και έμμεσα, αλλά εντελώς σιωπηρά -τι εγωιστής θα ήταν;- ζητά να τον αφήσει η δημοσιογραφική Πάτρα να προσφέρει το έργο του ελεύθερα και να κριθεί γι’ αυτό.
Αλλωστε δεν είναι δύσκολο να βρούμε σημεία τομής, αφού η «Π» πάντα διεπόταν από την αντίληψη ότι βασικό ζητούμενο του δημοτικού μας θεάτρου είναι να φέρνει τις ευρύτερες δυνατές μάζες στις παραστάσεις.
Χωρίζουμε όχι ακριβώς σαν φίλοι, αλλά έχοντας συνομολογήσει μια σχέση καλής πίστης και συνεργασίας.
Θέλουμε να πιστεύουμε πως την τηρήσαμε, και πως συμβάλαμε ώστε ο Κ. Καζάκος να κλείσει το κεφάλαιο Πάτρα με καλές αναμνήσεις, κάτι που άξιζε, έχοντας χαρίσει στην πόλη μας την ευκαιρία να ζήσει, έστω και εκ των υστέρων την παράσταση – σύμβολο της ελεύθερης συνείδησης που ήρε τις αμαρτίες πολλών άλλων συμβιβασμένων καλλιτεχνών τον καιρό της χούντας.
Αλλά δεν παύει να ζητά τα δικαιώματά του και το παλιό τραγουδάκι της δεκαετίας του ’60, Καρέζη – Καζάκος – Κώστας Κακκαβάς, στο τέλος του οποίου, βγαίνεις και τα φυλάς.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News